Θα ήθελα κι εγώ να σας ιστορήσω κάτι θαυμαστό που έζησα με τη χάρη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
Ήθελα καιρό να σας γράψω αλλά τώρα πήρα την απόφαση γιατί θεώρησα ότι η δημοσίευση των θαυμάτων είναι προς δόξα Θεού και ψυχικό όφελος των αναγνωστών.
Ονομάζομαι Αγγελική Μελετίου και μένω στη Λειβαδιά Βοιωτίας. Ήταν αρχές Απριλίου του 2013 όταν στη ζωή μου συνέβησαν τα παρακάτω που θα αναφέρω. Θέλω να επισημάνω επίσης, ότι δε
γνώριζα για το Μοναστήρι του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο της Λέσβου, καθώς και για τη θαυμαστή εικόνα του, τη θαυμαστώς φτιαγμένη από χώμα και αίμα σφαγιασθέντων μοναχών.
Αισθάνθηκα εκείνο τον καιρό κάποια ενόχληση στο στήθος. Στην αρχή δεν έδωσα και πολύ σημασία όταν όμως αυτές οι ενοχλήσεις γίνανε πιο αισθητές και συνεχόμενες, αποφάσισα να πάω στο γιατρό να κάνω προληπτικές εξετάσεις. Στο υπερηχογράφημα που έκανα, διαπιστώθηκε μια σκιά λίγων εκατοστών, η οποία, όπως είπε ο γιατρός, έχρηζε περαιτέρω εξετάσεων.
Ο πόνος που ένιωθα, στη συνέχεια ήταν αρκετά μεγάλος και είχα αρχίσει να σκέφτομαι το κακό και να ανησυχώ! Εξάλλου σαν χαρακτήρας, είμαι και φοβική στις ασθένειες. Εκείνες τις ημέρες εστίαζα σε αρνητικές σκέψεις και φοβόμουν πως κάτι κακό θα μου συμβεί! Οι σκέψεις αυτές άλλαξαν τη ζωή μου.
Ήμουν σκεπτική, κάπως απλησίαστη, αφηρημένη. Ο νους μου ταξίδευε σε φουρτουνιασμένο πέλαγος, σκοτεινό, άγνωστο. Χιλιάδες σκέψεις πλέκονταν στο μυαλό μου και με κούραζαν, με μπέρδευαν, με φόβιζαν, με μελαγχολούσαν. Πέρασε λίγος καιρός. Όταν ένα βράδυ είδα ένα ζωντανό και φοβερό όνειρο. Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι, στο χωριό, και είχα ετοιμαστεί να βγω έξω.
Κατέβηκα τις σκάλες του σπιτιού μου, έφτασα στην εξώπορτα και με ένα φόβο και ανήσυχη, ξεκίνησα να βαδίζω το στενό δρομάκι που βγάζει στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Είχα κάπως απομακρυνθεί από το σπίτι και τότε άκουσα μια δυνατή ανδρική φωνή να με φωνάζει με το όνομα μου: «Αγγελικήηηη»! Γυρίζω και βλέπω έξω από το σπίτι μου, έναν άγνωστο ψηλό και αθλητικό άνδρα με πολύ ωραίο πρόσωπο.
Ήταν σε απόσταση από μένα και βαδίζοντας αγέρωχα, με πλησίασε!
-«Γιατί βιάζεσαι; Γιατί φοβάσαι;», με ρωτάει και μια λάμψη άρχιζε να τον λούζει!
-«Ποιος είσαι», τον ρωτάω και γω με τη σειρά μου.
-«Γιατί φαίνεται να μ’ αποφεύγεις; Είμαι εδώ για σένα...», μου ξαναλέει χωρίς να απαντήσει στην ερώτησή μου.
-«Ποιος είσαι;» τον ξαναρωτάω.
-«Έχω το όνομα του νονού σου» μου λέει!
Το νονό μου τον λένε Ταξιάρχη! Ένα ρίγος πέρασε όλο μου το σώμα και ένιωθα ότι θα λιποθυμήσω! Κρατήθηκα. Όταν θυμάμαι αυτή τη σκηνή, Πάτερ μου, με πιάνουν τα ίδια ρίγη που ένιωσα τότε την πρώτη φορά! Ήταν τόσο ζωντανός μπροστά μου, που η εικόνα του σφραγίστηκε στο μυαλό μου και δεν θέλει να ξεθωριάσει καθόλου από τότε.
Δεν μιλούσα καθώς τον κοίταζα· μου μίλησε πάλι εκείνος:
-«Συνέχισε το δρόμο σου, πήγαινε και μη φοβάσαι, έχεις εμένα τώρα δίπλα σου»!
Μόλις τέλειωσε η τελευταία του φράση, εξαφανίστηκε! Χάθηκε! Εγώ, γύρισα και συνέχισα το δρόμο μου, με το αίμα μου θαρρείς συγκεντρωμένο στο κεφάλι μου.
Όταν ξύπνησα, είχα τόσο έντονες τις εικόνες στο μυαλό μου σαν να τις είχα ζήσει στην πραγματικότητα. Ένιωθα να είχα πυρετό. Οι παλμοί της καρδιάς μου ανεβασμένοι, ήταν σαν να μιλούσα με το άγνωστο παλληκάρι στην πραγματικότητα πριν λίγο. Η έγνοια μου και η φροντίδα μου, από την ίδια ημέρα κιόλας, ήταν να ψάχνω να βρω ποιος άγιος ήταν αυτός ο νέος γιατί μόνο ένας άγιος θα είχε αυτή τη φωτεινή και γλυκιά μορφή, όπως ήταν η φωτεινή μορφή του νέου στο όνειρό μου.
Μάζευα εικόνες διάφορες του Ταξιάρχη, μα δεν έμοιαζε καμιά! Μετά από κόπο και έρευνα, μια φίλη μου, μου έδειξε μια μικρή πλαστικοποιημένη εικόνα του Ταξιάρχη του Μανταμάδου, με διπλή όψη. Αμέσως αναγνώρισα τη μορφή του Νέου του ονείρου μου. Ήταν η εικόνα της μιας πλευράς, που έδειχνε τη μεγάλη εικόνα, την ολόσωμη, στο έμπας της εσωτερικής αυλής του Ναού!
Μπορείτε να καταλάβετε Πάτερ μου, τη μεγάλη συγκίνησή μου; Και δεν ήταν μόνο συγκίνηση, αλλά και χαρά! Γιατί σύμφωνα με τα τελευταία λόγια του παλληκαριού του ονείρου μου, εγώ ήμουν υπό της μεγάλης του προστασίας του! Μετά από λίγες ημέρες έπρεπε να πάω για επανεξέταση στο γιατρό.
Παρ’ ότι είχα τη βεβαία πίστη ότι ο προστάτης μου θα με φυλάξει, θα με προστατεύσει και θα εξαφανίσει το κακό, ό,τι και αν είναι, όταν είδα μπροστά μου το ιατρικό τραπέζι και ο γιατρός μού είπε να ξαπλώσω για την εξέταση, ταράχθηκα. Με έπιασε μια αγωνία, που σα γομολάστιχα ήθελε να μου σβήσει όλη τη καλή ψυχική διάθεση και εμπιστοσύνη προς τον Άγιο.
Τινάχθηκα, σαν να ήθελα να διώξω από πάνω μου τις κακές σκέψεις και την αγωνία. Ο γιατρός, που δε γνώριζε τον εσωτερικό μου κόσμο εκείνη τη στιγμή, με ρώτησε.
-«Τι έπαθες, κρυώνεις; Είσαι καλά; Φοβάσαι;»
Στην τελευταία λέξη του γιατρού «φοβάσαι», συνήλθα. «Όχι, είπα μέσα μου. Δε φοβάμαι! Έχω προστάτη και βοηθό τον Ταξιάρχη, γιατί να φοβηθώ;». «Ταξιάρχη μου σε χρειάζομαι, βοήθησέ με, στάσου δίπλα μου», είπα με συναίσθηση των λέξεων μου, από μέσα μου.
Αυτή η αντίδρασή και η προσευχή μου, σαν ενδοφλέβια ένεση, άρχισε να με ηρεμεί. Ξάπλωσα στο τραπέζι. Ο γιατρός έκανε τον υπέρηχο.
-«Έχεις τον παλιό υπέρηχο;», με ρωτά, κάπως προβληματισμένος.
-«Ναι γιατρέ, είναι στην τσάντα μου.» Τον έδωσα. Τον κοίταξε με προσοχή δυο-τρεις φορές και πάλι αρχίζει με το μηχάνημα να με εξετάζει.
-«Τίποτα!!! Και πάλι τίποτα!!!», μουρμούρισε. «Δεν υπάρχει το ελάχιστο, κοπέλα μου! Ούτε η σκιά που έβλεπα την άλλη φορά και είναι απεικονισμένη στην εξέταση, ούτε κάτι παρόμοιο». «Κοίταξες καλά γιατρέ; Κοίταξε σε παρακαλώ, να είμαστε σίγουροι». «Κοιτάζω, μου λέει κοπέλα μου, δεν βλέπω κάτι! Περίεργο, πολύ περίεργο».
Τα είχε, ο καημένος, χαμένα. Καμιά διάγνωση άλλη δεν μπορούσε να πει, παρά ότι το μέρος είναι πεντακάθαρο. Στο τέλος αποφάνθηκε: «Ίσως το απορρόφησε ο οργανισμός σου», μου είπε συλλογισμένος. Έτσι λοιπόν ήξερα από εκείνη την ήμερα και έπειτα πως δεν ήμουν μόνη.
-->
Ήθελα καιρό να σας γράψω αλλά τώρα πήρα την απόφαση γιατί θεώρησα ότι η δημοσίευση των θαυμάτων είναι προς δόξα Θεού και ψυχικό όφελος των αναγνωστών.
Ονομάζομαι Αγγελική Μελετίου και μένω στη Λειβαδιά Βοιωτίας. Ήταν αρχές Απριλίου του 2013 όταν στη ζωή μου συνέβησαν τα παρακάτω που θα αναφέρω. Θέλω να επισημάνω επίσης, ότι δε
γνώριζα για το Μοναστήρι του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο της Λέσβου, καθώς και για τη θαυμαστή εικόνα του, τη θαυμαστώς φτιαγμένη από χώμα και αίμα σφαγιασθέντων μοναχών.
Αισθάνθηκα εκείνο τον καιρό κάποια ενόχληση στο στήθος. Στην αρχή δεν έδωσα και πολύ σημασία όταν όμως αυτές οι ενοχλήσεις γίνανε πιο αισθητές και συνεχόμενες, αποφάσισα να πάω στο γιατρό να κάνω προληπτικές εξετάσεις. Στο υπερηχογράφημα που έκανα, διαπιστώθηκε μια σκιά λίγων εκατοστών, η οποία, όπως είπε ο γιατρός, έχρηζε περαιτέρω εξετάσεων.
Ο πόνος που ένιωθα, στη συνέχεια ήταν αρκετά μεγάλος και είχα αρχίσει να σκέφτομαι το κακό και να ανησυχώ! Εξάλλου σαν χαρακτήρας, είμαι και φοβική στις ασθένειες. Εκείνες τις ημέρες εστίαζα σε αρνητικές σκέψεις και φοβόμουν πως κάτι κακό θα μου συμβεί! Οι σκέψεις αυτές άλλαξαν τη ζωή μου.
Ήμουν σκεπτική, κάπως απλησίαστη, αφηρημένη. Ο νους μου ταξίδευε σε φουρτουνιασμένο πέλαγος, σκοτεινό, άγνωστο. Χιλιάδες σκέψεις πλέκονταν στο μυαλό μου και με κούραζαν, με μπέρδευαν, με φόβιζαν, με μελαγχολούσαν. Πέρασε λίγος καιρός. Όταν ένα βράδυ είδα ένα ζωντανό και φοβερό όνειρο. Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι, στο χωριό, και είχα ετοιμαστεί να βγω έξω.
Κατέβηκα τις σκάλες του σπιτιού μου, έφτασα στην εξώπορτα και με ένα φόβο και ανήσυχη, ξεκίνησα να βαδίζω το στενό δρομάκι που βγάζει στον κεντρικό δρόμο του χωριού. Είχα κάπως απομακρυνθεί από το σπίτι και τότε άκουσα μια δυνατή ανδρική φωνή να με φωνάζει με το όνομα μου: «Αγγελικήηηη»! Γυρίζω και βλέπω έξω από το σπίτι μου, έναν άγνωστο ψηλό και αθλητικό άνδρα με πολύ ωραίο πρόσωπο.
Ήταν σε απόσταση από μένα και βαδίζοντας αγέρωχα, με πλησίασε!
-«Γιατί βιάζεσαι; Γιατί φοβάσαι;», με ρωτάει και μια λάμψη άρχιζε να τον λούζει!
-«Ποιος είσαι», τον ρωτάω και γω με τη σειρά μου.
-«Γιατί φαίνεται να μ’ αποφεύγεις; Είμαι εδώ για σένα...», μου ξαναλέει χωρίς να απαντήσει στην ερώτησή μου.
-«Ποιος είσαι;» τον ξαναρωτάω.
-«Έχω το όνομα του νονού σου» μου λέει!
Το νονό μου τον λένε Ταξιάρχη! Ένα ρίγος πέρασε όλο μου το σώμα και ένιωθα ότι θα λιποθυμήσω! Κρατήθηκα. Όταν θυμάμαι αυτή τη σκηνή, Πάτερ μου, με πιάνουν τα ίδια ρίγη που ένιωσα τότε την πρώτη φορά! Ήταν τόσο ζωντανός μπροστά μου, που η εικόνα του σφραγίστηκε στο μυαλό μου και δεν θέλει να ξεθωριάσει καθόλου από τότε.
Δεν μιλούσα καθώς τον κοίταζα· μου μίλησε πάλι εκείνος:
-«Συνέχισε το δρόμο σου, πήγαινε και μη φοβάσαι, έχεις εμένα τώρα δίπλα σου»!
Μόλις τέλειωσε η τελευταία του φράση, εξαφανίστηκε! Χάθηκε! Εγώ, γύρισα και συνέχισα το δρόμο μου, με το αίμα μου θαρρείς συγκεντρωμένο στο κεφάλι μου.
Όταν ξύπνησα, είχα τόσο έντονες τις εικόνες στο μυαλό μου σαν να τις είχα ζήσει στην πραγματικότητα. Ένιωθα να είχα πυρετό. Οι παλμοί της καρδιάς μου ανεβασμένοι, ήταν σαν να μιλούσα με το άγνωστο παλληκάρι στην πραγματικότητα πριν λίγο. Η έγνοια μου και η φροντίδα μου, από την ίδια ημέρα κιόλας, ήταν να ψάχνω να βρω ποιος άγιος ήταν αυτός ο νέος γιατί μόνο ένας άγιος θα είχε αυτή τη φωτεινή και γλυκιά μορφή, όπως ήταν η φωτεινή μορφή του νέου στο όνειρό μου.
Μάζευα εικόνες διάφορες του Ταξιάρχη, μα δεν έμοιαζε καμιά! Μετά από κόπο και έρευνα, μια φίλη μου, μου έδειξε μια μικρή πλαστικοποιημένη εικόνα του Ταξιάρχη του Μανταμάδου, με διπλή όψη. Αμέσως αναγνώρισα τη μορφή του Νέου του ονείρου μου. Ήταν η εικόνα της μιας πλευράς, που έδειχνε τη μεγάλη εικόνα, την ολόσωμη, στο έμπας της εσωτερικής αυλής του Ναού!
Μπορείτε να καταλάβετε Πάτερ μου, τη μεγάλη συγκίνησή μου; Και δεν ήταν μόνο συγκίνηση, αλλά και χαρά! Γιατί σύμφωνα με τα τελευταία λόγια του παλληκαριού του ονείρου μου, εγώ ήμουν υπό της μεγάλης του προστασίας του! Μετά από λίγες ημέρες έπρεπε να πάω για επανεξέταση στο γιατρό.
Παρ’ ότι είχα τη βεβαία πίστη ότι ο προστάτης μου θα με φυλάξει, θα με προστατεύσει και θα εξαφανίσει το κακό, ό,τι και αν είναι, όταν είδα μπροστά μου το ιατρικό τραπέζι και ο γιατρός μού είπε να ξαπλώσω για την εξέταση, ταράχθηκα. Με έπιασε μια αγωνία, που σα γομολάστιχα ήθελε να μου σβήσει όλη τη καλή ψυχική διάθεση και εμπιστοσύνη προς τον Άγιο.
Τινάχθηκα, σαν να ήθελα να διώξω από πάνω μου τις κακές σκέψεις και την αγωνία. Ο γιατρός, που δε γνώριζε τον εσωτερικό μου κόσμο εκείνη τη στιγμή, με ρώτησε.
-«Τι έπαθες, κρυώνεις; Είσαι καλά; Φοβάσαι;»
Στην τελευταία λέξη του γιατρού «φοβάσαι», συνήλθα. «Όχι, είπα μέσα μου. Δε φοβάμαι! Έχω προστάτη και βοηθό τον Ταξιάρχη, γιατί να φοβηθώ;». «Ταξιάρχη μου σε χρειάζομαι, βοήθησέ με, στάσου δίπλα μου», είπα με συναίσθηση των λέξεων μου, από μέσα μου.
Αυτή η αντίδρασή και η προσευχή μου, σαν ενδοφλέβια ένεση, άρχισε να με ηρεμεί. Ξάπλωσα στο τραπέζι. Ο γιατρός έκανε τον υπέρηχο.
-«Έχεις τον παλιό υπέρηχο;», με ρωτά, κάπως προβληματισμένος.
-«Ναι γιατρέ, είναι στην τσάντα μου.» Τον έδωσα. Τον κοίταξε με προσοχή δυο-τρεις φορές και πάλι αρχίζει με το μηχάνημα να με εξετάζει.
-«Τίποτα!!! Και πάλι τίποτα!!!», μουρμούρισε. «Δεν υπάρχει το ελάχιστο, κοπέλα μου! Ούτε η σκιά που έβλεπα την άλλη φορά και είναι απεικονισμένη στην εξέταση, ούτε κάτι παρόμοιο». «Κοίταξες καλά γιατρέ; Κοίταξε σε παρακαλώ, να είμαστε σίγουροι». «Κοιτάζω, μου λέει κοπέλα μου, δεν βλέπω κάτι! Περίεργο, πολύ περίεργο».
Τα είχε, ο καημένος, χαμένα. Καμιά διάγνωση άλλη δεν μπορούσε να πει, παρά ότι το μέρος είναι πεντακάθαρο. Στο τέλος αποφάνθηκε: «Ίσως το απορρόφησε ο οργανισμός σου», μου είπε συλλογισμένος. Έτσι λοιπόν ήξερα από εκείνη την ήμερα και έπειτα πως δεν ήμουν μόνη.
Ήξερα πως ποτέ ξανά δεν θα είμαι μόνη μιας και το όνειρο ήταν αληθινό! Έτρεμα από χαρά που ήξερα πως έχω έναν φύλακα Άγγελο!!! Είπα και στο γιατρό μου το περιστατικό. Εκείνος έκανε τον σταυρό του. Μεγάλη η χάρη σου Ταξιάρχη μου. Σε ευχαριστώ και θα σε δοξάζω όσο ζω και αναπνέω!
http://apantaortodoxias.blogspot.gr/2017/09/blog-post_18.html
Από το yiorgosthalassis
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου