Του ΜΙΧΑΗΛ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Το δημοψήφισμα στην Τουρκία ολοκληρώθηκε με το δεύτερο χειρότερο σενάριο για τον Ερντογάν. Εάν η ήττα είναι το πρώτο, δεν μπορεί παρά μια αναιμική νίκη να μην εξυπηρετεί και πολύ τα σχέδια του «σουλτάνου» της οπισθοδρομικής, πλέον κι επισήμως, Τουρκίας, αν και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι τα σχέδια αυτά θα προχωρήσουν
με κάθε κόστος.
Η πολύ μικρή διαφορά σε συνδυασμό με τα εξωφρενικά που καταγράφηκαν στο δημοψήφισμα που αφήνουν ισχυρές ενδείξεις νοθείας, αποτελούν ισχυρότατη ένδειξη ότι η τουρκική κοινωνία είναι καταδικασμένη να επιχειρήσει να προχωρήσει στην επόμενη ημέρα βαθύτατα διχασμένη.
Αν δει κανείς τον «χάρτη της ψήφου», δηλαδή σε ποιες περιοχές της χώρας επικράτησε το «ναι» και σε ποιες το «όχι», δίδεται η εντύπωση μιας ισχυρής «πολιτικής ανάσχεσης» προς δυσμάς, αφού οι πιο κοσμοπολίτικες περιοχές της χώρας, αυτές των τουρκικών παραλίων, με πιο δυσμενές αποτέλεσμα αυτό της Κωνσταντινούπολης όπου κάποτε ο Ερντογάν μεσουρανούσε, του είπαν ένα ηχηρό όχι.
Η άλλη περιοχή που επικράτησε το «όχι», ήταν όπως αναμενόταν η νοτιοανατολική – κουρδική Τουρκία. Με την απόφαση του Ερντογάν να παραστήσει τον σκληρό εθνικιστή υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα των «Γκρίζων Λύκων» του MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κυρίως όμως όταν για λόγους εσωτερικής πολιτικής εγκατέλειψε την προσπάθεια ειρήνευσης με πολιτικά μέσα και επέστρεψε στα παλιά, ισοπεδώνοντας κουρδικές περιοχές την ίδια στιγμή που έβριζε τον «σφαγέα Άσαντ», ενώ η ηγεσία του φιλοκουρδικού HDP βρίσκεται στη φυλακή, ήταν νομοτελειακά βέβαιο ότι η ζημιά είχε γίνει. Συνειδητή επιλογή ήταν όμως.
Δεν έχει νόημα να χύνουμε «κροκοδείλια δάκρυα» για την Τουρκία, ούτε καν να συζητήσουμε στην Ελλάδα το ενδεχόμενο να επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε αυτούς τους Τούρκους πολίτες των παραλίων, καθώς ας μην ξεχνούμε ότι υποστηρίζουν κυρίως την αξιωματική αντιπολίτευση του κεμαλικού CHP, το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο υπερθεμάτισε πρόσφατα, κατηγορώντας τον Ερντογάν για εθνική μειοδοσία επί της ουσίας, επειδή «χάρισε» νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα.
Τώρα το πώς αυτός ο πληθυσμός θα αντιδράσει εάν ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου βρεθεί να κάνει παρέα στον Σελαχατίν Ντεμιρτάς του κουρδικού φιλοκουρδικού κόμματος με κάποιο πρόσχημα, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Ήδη, σε εκκρεμότητα βρίσκεται μια έρευνα που διατάχθηκε για επίσκεψη του πρώτου στην αεροπορική βάση του Μπαλίκεσιρ, όπου τον υποδέχθηκαν με τιμητικό άγημα, κάτι που υποτίθεται σε προεκλογική περίοδο δικαιούται μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η λογική λέει ότι το θέμα αυτό θα άνοιγε εάν ο Ερντογάν είχε χάσει το δημοψήφισμα. Επειδή όμως μιλάμε για την Τουρκία, ένα κράτος που ολισθαίνει με τα φρένα σπασμένα στον αυταρχισμό, τον ολοκληρωτισμό και τη δήθεν Δημοκρατία, δεν θα πρέπει να αποκλείουμε τίποτα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των μεσανατολικών καθεστώτων τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες, ήταν μια σχετική σταθερότητα στη χώρα που εξασφάλιζε ένας συνδυασμός εσωτερικής καταπίεσης και του κλασικού εξωτερικού εχθρού. Αυτή η σταθερότητα κάτω από το ισχυρό χέρι του εκάστοτε δικτάτορα που «εκλεγόταν» με ποσοστά που ξεπερνούσαν το 90% συνήθως, επέτρεπε σε όσους προσκυνούσαν το καθεστώς να αναπτύσσουν επικερδή ενίοτε οικονομική δραστηριότητα ανενόχλητοι.
Κάτι θυμίζει η σημερινή Τουρκία με τις συνεχείς βίαιες κρατικοποιήσεις εταιρικών κολοσσών αλλά και μικροτέρου μεγέθους επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες στη φυλακή, με την κατηγορία των σχέσεων με τον Φετουλάχ Γκιουλέν. Στην ουσία, η Τουρκία έχει ήδη μετατραπεί σε μια χώρα με πολλά στοιχεία π.χ. του Ιράκ επί εποχής Σαντάμ Χουσεΐν, με τον Ερντογάν να θέλει να μετατραπεί σε Χαφέζ Αλ Άσαντ (σ.σ. πατέρας του Μπασάρ Αλ Άσαντ και ιστορικός ηγέτης της Συρίας) και να στήσει παρόμοιο καθεστώς σαν και αυτό που κατηγορεί κάθε μέρα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδας; Τίποτε και τα πάντα. Τίποτε υπό την έννοια ότι δεν πρόκειται να αλλάξει η πάγια πολιτική προκλήσεων και αναθεωρητισμού σε όλα τα μέτωπα που αφορούν στον Ελληνισμό, καθώς ποτέ δεν άλλαξε, παρά τις περιστασιακές τακτικής φύσεως «επιθέσεις φιλίας».
Τώρα μάλιστα που μας είπε «γκιαούρηδες» και παριστάνοντας τον ήρωα ανέφερε πως θα προτιμούσε να πεθάνει κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου από το να ζήσει σε ελληνικές περιοχές (πάλι καλά που δε χρησιμοποίησε και τον επιθετικό προσδιορισμό «κατεχόμενες»), σε συνδυασμό με το αδύναμο αποτέλεσμα, το μοναδικό που τον ενώνει με τις δυτικές παραλιακές περιοχές που τον αποκήρυξαν, είναι ο εθνικιστικός παροξυσμός και το μίσος – όπως φαίνεται – για την Ελλάδα. Άρα, τα πράγματα χειρότερα θα μπορούσαν να εξελιχθούν, καλύτερα όχι.
Ο τουρκικός λαός φαίνεται πως έχει κάνει τις επιλογές του και είτε το περίπου 50% το οποίο στήριξε τον Ερντογάν, είτε το άλλο μισό που τον εχθρεύεται αλλά αντιμετωπίζει ακόμα πιο επιθετικά την Ελλάδα και την Κύπρο, θα έχει πολλές ευκαιρίες προσεχώς για να ασκήσει πίεση στους ισλαμιστές υπερθεματίζοντας στα θέματα του Αιγαίου και της Κύπρου.
Θεωρητικά, η κατάσταση αυτή ευνοεί τις συμμαχίες για την ελληνική πλευρά. Το μεγάλο ζητούμενο όμως παραμένει ο τρόπος υποδοχής των εξελίξεων από την πλευρά των δυτικών συμμάχων της Ελλάδας, είτε η συζήτηση αφορά στο ΝΑΤΟ είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε ανάρτηση τις προηγούμενες μέρες κάναμε λόγο για ενδείξεις ότι το κατεστημένο εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Ουάσιγκτον προβληματίζεται για τον θα πρέπει να επιστρέψει στην «παλιά καλή συνταγή», αυτή που βάσιζε ολόκληρη τη στρατηγική των ΗΠΑ στο «ιδεολόγημα» της «αναντικατάστατης Τουρκίας».
Κι αυτό ακόμα και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μια περίοδος όπου τα 1.700 χιλιόμετρα κοινά σύνορα της Τουρκίας (άρα και ΝΑΤΟ) με την «αυτοκρατορία του κακού», ήταν υπεραρκετό επιχείρημα για να δικαιολογήσει «μεροληπτικές συμπεριφορές» απέναντι στη Τουρκία.
Θα επικρατήσουν και σήμερα τέτοιες απόψεις με το σαθρό επιχείρημα της οριστικής απομάκρυνσης της Άγκυρας από την αγκαλιά της Μόσχας, ή θα αντιληφθεί επιτέλους η Ουάσιγκτον ότι οι εποχές του «πιστού Τούρκου συμμάχου» παρήλθε ανεπιστρεπτί, ενώ στην προσπάθεια να τηρηθούν ευαίσθητες ισορροπίες με τη Μόσχα, ίσως υπάρξουν επικίνδυνες διαρροές (…) καθόσον η Τουρκία θα συνεχίσει να παριστάνει το μέλος του ΝΑΤΟ;
Εάν μάλιστα, όπως πολλοί αναλυτές αναμένουν, ανοίξει προσεχώς και θέμα πυρηνικού προγράμματος της Τουρκίας με στρατιωτικές διαστάσεις, καλό θα ήταν στην Ουάσιγκτον να ασχοληθούν οι αρμόδιοι, ως υπόθεση εργασίας τουλάχιστον, με τις διαφορές του Ερντογάν με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, κι εάν υπάρχει περιθώριο να κάνουν στη Δύση τα «στραβά μάτια»…
Όπως άλλωστε χλιαρές και καταφανώς ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές είναι οι διαμαρτυρίες για τους φυλακισμένους δημοσιογράφους και καθέναν που αντιδρά στον ισλαμιστικό πολιτικό τυφώνα.
Τώρα ο Ερντογάν, σε μια προσπάθεια να θεσμοποιήσει κρατική τρομοκρατία, δείχνει αποφασισμένος να επαναφέρει και τη θανατική ποινή, ένα τρομακτικό όπλο όταν η Δικαιοσύνη είναι… σε εισαγωγικά, απολύτως ελεγχόμενη.
-->
Το δημοψήφισμα στην Τουρκία ολοκληρώθηκε με το δεύτερο χειρότερο σενάριο για τον Ερντογάν. Εάν η ήττα είναι το πρώτο, δεν μπορεί παρά μια αναιμική νίκη να μην εξυπηρετεί και πολύ τα σχέδια του «σουλτάνου» της οπισθοδρομικής, πλέον κι επισήμως, Τουρκίας, αν και δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι τα σχέδια αυτά θα προχωρήσουν
με κάθε κόστος.
Η πολύ μικρή διαφορά σε συνδυασμό με τα εξωφρενικά που καταγράφηκαν στο δημοψήφισμα που αφήνουν ισχυρές ενδείξεις νοθείας, αποτελούν ισχυρότατη ένδειξη ότι η τουρκική κοινωνία είναι καταδικασμένη να επιχειρήσει να προχωρήσει στην επόμενη ημέρα βαθύτατα διχασμένη.
Αν δει κανείς τον «χάρτη της ψήφου», δηλαδή σε ποιες περιοχές της χώρας επικράτησε το «ναι» και σε ποιες το «όχι», δίδεται η εντύπωση μιας ισχυρής «πολιτικής ανάσχεσης» προς δυσμάς, αφού οι πιο κοσμοπολίτικες περιοχές της χώρας, αυτές των τουρκικών παραλίων, με πιο δυσμενές αποτέλεσμα αυτό της Κωνσταντινούπολης όπου κάποτε ο Ερντογάν μεσουρανούσε, του είπαν ένα ηχηρό όχι.
Η άλλη περιοχή που επικράτησε το «όχι», ήταν όπως αναμενόταν η νοτιοανατολική – κουρδική Τουρκία. Με την απόφαση του Ερντογάν να παραστήσει τον σκληρό εθνικιστή υιοθετώντας σε μεγάλο βαθμό την ατζέντα των «Γκρίζων Λύκων» του MHP του Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κυρίως όμως όταν για λόγους εσωτερικής πολιτικής εγκατέλειψε την προσπάθεια ειρήνευσης με πολιτικά μέσα και επέστρεψε στα παλιά, ισοπεδώνοντας κουρδικές περιοχές την ίδια στιγμή που έβριζε τον «σφαγέα Άσαντ», ενώ η ηγεσία του φιλοκουρδικού HDP βρίσκεται στη φυλακή, ήταν νομοτελειακά βέβαιο ότι η ζημιά είχε γίνει. Συνειδητή επιλογή ήταν όμως.
Δεν έχει νόημα να χύνουμε «κροκοδείλια δάκρυα» για την Τουρκία, ούτε καν να συζητήσουμε στην Ελλάδα το ενδεχόμενο να επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε αυτούς τους Τούρκους πολίτες των παραλίων, καθώς ας μην ξεχνούμε ότι υποστηρίζουν κυρίως την αξιωματική αντιπολίτευση του κεμαλικού CHP, το Λαϊκό Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, το οποίο υπερθεμάτισε πρόσφατα, κατηγορώντας τον Ερντογάν για εθνική μειοδοσία επί της ουσίας, επειδή «χάρισε» νησιά του Αιγαίου στην Ελλάδα.
Τώρα το πώς αυτός ο πληθυσμός θα αντιδράσει εάν ο ηγέτης της αντιπολίτευσης, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου βρεθεί να κάνει παρέα στον Σελαχατίν Ντεμιρτάς του κουρδικού φιλοκουρδικού κόμματος με κάποιο πρόσχημα, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε. Ήδη, σε εκκρεμότητα βρίσκεται μια έρευνα που διατάχθηκε για επίσκεψη του πρώτου στην αεροπορική βάση του Μπαλίκεσιρ, όπου τον υποδέχθηκαν με τιμητικό άγημα, κάτι που υποτίθεται σε προεκλογική περίοδο δικαιούται μόνο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας.
Η λογική λέει ότι το θέμα αυτό θα άνοιγε εάν ο Ερντογάν είχε χάσει το δημοψήφισμα. Επειδή όμως μιλάμε για την Τουρκία, ένα κράτος που ολισθαίνει με τα φρένα σπασμένα στον αυταρχισμό, τον ολοκληρωτισμό και τη δήθεν Δημοκρατία, δεν θα πρέπει να αποκλείουμε τίποτα.
Ένα από τα χαρακτηριστικά των μεσανατολικών καθεστώτων τις τελευταίες τρεις-τέσσερις δεκαετίες, ήταν μια σχετική σταθερότητα στη χώρα που εξασφάλιζε ένας συνδυασμός εσωτερικής καταπίεσης και του κλασικού εξωτερικού εχθρού. Αυτή η σταθερότητα κάτω από το ισχυρό χέρι του εκάστοτε δικτάτορα που «εκλεγόταν» με ποσοστά που ξεπερνούσαν το 90% συνήθως, επέτρεπε σε όσους προσκυνούσαν το καθεστώς να αναπτύσσουν επικερδή ενίοτε οικονομική δραστηριότητα ανενόχλητοι.
Κάτι θυμίζει η σημερινή Τουρκία με τις συνεχείς βίαιες κρατικοποιήσεις εταιρικών κολοσσών αλλά και μικροτέρου μεγέθους επιχειρήσεις και τους επιχειρηματίες στη φυλακή, με την κατηγορία των σχέσεων με τον Φετουλάχ Γκιουλέν. Στην ουσία, η Τουρκία έχει ήδη μετατραπεί σε μια χώρα με πολλά στοιχεία π.χ. του Ιράκ επί εποχής Σαντάμ Χουσεΐν, με τον Ερντογάν να θέλει να μετατραπεί σε Χαφέζ Αλ Άσαντ (σ.σ. πατέρας του Μπασάρ Αλ Άσαντ και ιστορικός ηγέτης της Συρίας) και να στήσει παρόμοιο καθεστώς σαν και αυτό που κατηγορεί κάθε μέρα.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδας; Τίποτε και τα πάντα. Τίποτε υπό την έννοια ότι δεν πρόκειται να αλλάξει η πάγια πολιτική προκλήσεων και αναθεωρητισμού σε όλα τα μέτωπα που αφορούν στον Ελληνισμό, καθώς ποτέ δεν άλλαξε, παρά τις περιστασιακές τακτικής φύσεως «επιθέσεις φιλίας».
Τώρα μάλιστα που μας είπε «γκιαούρηδες» και παριστάνοντας τον ήρωα ανέφερε πως θα προτιμούσε να πεθάνει κατά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου από το να ζήσει σε ελληνικές περιοχές (πάλι καλά που δε χρησιμοποίησε και τον επιθετικό προσδιορισμό «κατεχόμενες»), σε συνδυασμό με το αδύναμο αποτέλεσμα, το μοναδικό που τον ενώνει με τις δυτικές παραλιακές περιοχές που τον αποκήρυξαν, είναι ο εθνικιστικός παροξυσμός και το μίσος – όπως φαίνεται – για την Ελλάδα. Άρα, τα πράγματα χειρότερα θα μπορούσαν να εξελιχθούν, καλύτερα όχι.
Ο τουρκικός λαός φαίνεται πως έχει κάνει τις επιλογές του και είτε το περίπου 50% το οποίο στήριξε τον Ερντογάν, είτε το άλλο μισό που τον εχθρεύεται αλλά αντιμετωπίζει ακόμα πιο επιθετικά την Ελλάδα και την Κύπρο, θα έχει πολλές ευκαιρίες προσεχώς για να ασκήσει πίεση στους ισλαμιστές υπερθεματίζοντας στα θέματα του Αιγαίου και της Κύπρου.
Θεωρητικά, η κατάσταση αυτή ευνοεί τις συμμαχίες για την ελληνική πλευρά. Το μεγάλο ζητούμενο όμως παραμένει ο τρόπος υποδοχής των εξελίξεων από την πλευρά των δυτικών συμμάχων της Ελλάδας, είτε η συζήτηση αφορά στο ΝΑΤΟ είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Σε ανάρτηση τις προηγούμενες μέρες κάναμε λόγο για ενδείξεις ότι το κατεστημένο εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής της Ουάσιγκτον προβληματίζεται για τον θα πρέπει να επιστρέψει στην «παλιά καλή συνταγή», αυτή που βάσιζε ολόκληρη τη στρατηγική των ΗΠΑ στο «ιδεολόγημα» της «αναντικατάστατης Τουρκίας».
Κι αυτό ακόμα και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, μια περίοδος όπου τα 1.700 χιλιόμετρα κοινά σύνορα της Τουρκίας (άρα και ΝΑΤΟ) με την «αυτοκρατορία του κακού», ήταν υπεραρκετό επιχείρημα για να δικαιολογήσει «μεροληπτικές συμπεριφορές» απέναντι στη Τουρκία.
Θα επικρατήσουν και σήμερα τέτοιες απόψεις με το σαθρό επιχείρημα της οριστικής απομάκρυνσης της Άγκυρας από την αγκαλιά της Μόσχας, ή θα αντιληφθεί επιτέλους η Ουάσιγκτον ότι οι εποχές του «πιστού Τούρκου συμμάχου» παρήλθε ανεπιστρεπτί, ενώ στην προσπάθεια να τηρηθούν ευαίσθητες ισορροπίες με τη Μόσχα, ίσως υπάρξουν επικίνδυνες διαρροές (…) καθόσον η Τουρκία θα συνεχίσει να παριστάνει το μέλος του ΝΑΤΟ;
Εάν μάλιστα, όπως πολλοί αναλυτές αναμένουν, ανοίξει προσεχώς και θέμα πυρηνικού προγράμματος της Τουρκίας με στρατιωτικές διαστάσεις, καλό θα ήταν στην Ουάσιγκτον να ασχοληθούν οι αρμόδιοι, ως υπόθεση εργασίας τουλάχιστον, με τις διαφορές του Ερντογάν με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, κι εάν υπάρχει περιθώριο να κάνουν στη Δύση τα «στραβά μάτια»…
Όπως άλλωστε χλιαρές και καταφανώς ανεπαρκείς και αναποτελεσματικές είναι οι διαμαρτυρίες για τους φυλακισμένους δημοσιογράφους και καθέναν που αντιδρά στον ισλαμιστικό πολιτικό τυφώνα.
Τώρα ο Ερντογάν, σε μια προσπάθεια να θεσμοποιήσει κρατική τρομοκρατία, δείχνει αποφασισμένος να επαναφέρει και τη θανατική ποινή, ένα τρομακτικό όπλο όταν η Δικαιοσύνη είναι… σε εισαγωγικά, απολύτως ελεγχόμενη.
Πολλά θα κριθούν τους επόμενους μήνες για όλους. Οι «νέες σταθερές» του περιφερειακού συστήματος ασφαλείας είναι υπό διαμόρφωση και το δημοψήφισμα στην Τουρκία είναι βέβαιο ότι θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις που θα ακολουθήσουν.
mignatiou.com
Από το katohika
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου