Όσο κι αν ακούγεται περίεργο, οι μύθοι και οι θρύλοι περί φαντασμάτων δεν ήταν στοιχεία, που συζητούσαν – ή συζητούν- μόνο οι Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί, αλλά και οι αρχαίοι Έλληνες, που έκαναν σπονδές ακόμη και … στα τρίστρατα!.. Διαβάστε την πανεπιστημιακή έρευνα, που ακολουθεί!... (*)
ΟΠΩΣ έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στο παρελθόν, η μαγεία, είναι μια πρακτική που έχει ως στόχο να επηρεάσει και να κατευθύνει τη φυσική πορεία των γεγονότων καθώς και η προσπάθεια να
κατανοηθεί ο υπερφυσικός κόσμος.
-->
ΟΠΩΣ έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στο παρελθόν, η μαγεία, είναι μια πρακτική που έχει ως στόχο να επηρεάσει και να κατευθύνει τη φυσική πορεία των γεγονότων καθώς και η προσπάθεια να
κατανοηθεί ο υπερφυσικός κόσμος.
Η μαγεία πιθανόν έχει τις ρίζες της στην προσπάθεια του πρωτόγονου ανθρώπου να ρυθμίσει προς όφελός του τα διάφορα φυσικά φαινόμενα.
Η μαγεία θεμελιώνεται ως παγκόσμια ιδέα της «απόκρυφης δυνάμεως» (mana) που διακανονίζει όλα τα σχετικά με τα άψυχα και τα έμψυχα ενεργώντας ευεργετικά ή βλαβερά (ανάλογα με την περίσταση και τη χρήση). Διακρίνεται σε «θετική μαγεία» (που αποβλέπει στη χρησιμοποίηση της απόκρυφης δύναμης για ωφέλεια) και σε «αρνητική μαγεία» (που αποβλέπει στην προφύλαξη του ανθρώπου από τις βλαβερές ενέργειές της).
Η «θετική μαγεία» βασίζεται στις αρχές της συμπάθειας και της ομοιοπάθειας, που πηγάζουν από το διάχυτο, μεταδοτικό και ομοιογενή χαρακτήρα της απόκρυφης δύναμης. Με βάση την αρχή στην οποία στηρίζεται η μαγεία διακρίνεται σε συμπαθητική και ομοιοπαθητική.
Ορφέας, Ευρυδίκη, Ερμής |
Ποια είναι τα κύρια μέσα της μαγείας
Κύρια μέσα της μαγείας είναι:
1. Η μαγική πράξη. Στη συμπαθητική μαγεία η πράξη είναι ένας τρόπος αφομοίωσης ή μετάδοσης της απόκρυφης δύναμης. Στην ομοιοπαθητική μαγεία η πράξη είναι ένας τρόπος σχηματισμού ή παράστασης του επιζητούμενου.
2. Ο μαγικός λόγος, που αποτελεί μια αυτοδύναμη μαγική αξία.
3. Τα μαγικά σύνεργα, δηλαδή όλα τα αντικείμενα που χρησιμοποιούνται στη διαδικασία της μαγικής πράξης.
Η μαγεία ασκείται από ειδικά πρόσωπα, τους μάγους. Από μια φάση της ανθρώπινης ανάπτυξης και μετά, ο μάγος καθιερώθηκε ως «δημόσιος λειτουργός» στην υπηρεσία της κοινότητας. Η ιδιότητα του μάγου αποκτάται ή με τη μαθητεία κοντά σε έναν άλλο μάγο ή κληρονομικά, και προϋποθέτει ορισμένες μυητικές τελετές. Αυτή η δημόσια μαγεία που αποβλέπει στη διασφάλιση των όρων ύπαρξης της κοινότητας διακρίνεται σε:
1. Καιρική και μετεωρική (μαγεία του ανέμου, μαγεία της βροχής, μαγεία ηλιακή κτλ.).
2. Γονιμική, που αποβλέπει στην αύξηση της γονιμότητας των ζώων, της γης και των γυναικών.
3. Προστατευτική, που αποβλέπει στην προστασία της κοινότητας από εξωτερικούς και εσωτερικούς κινδύνους.
Εκτός από τη «δημόσια» υπάρχει και η «ιδιωτική» μαγεία που διακρίνεται σε λευκή και μαύρη. Η λευκή μαγεία αποβλέπει στην επίτευξη των στόχων της κοινότητας περιορισμένων στο επίπεδο των ατομικών συμφερόντων (π.χ. οι μαγικές ιερουργίες που συνοδεύουν περιστατικά της ζωής, όπως είναι η γέννηση, η ανάπτυξη, ο γάμος, ο θάνατος, οι διάφορες εργασιακές δραστηριότητες, η αντιμετώπιση των νόσων και των παθήσεων κτλ.).
Η μαύρη μαγεία αποβλέπει στην εξόντωση διάφορων εχθρών για ατομικούς σκοπούς και αποτελεί την «αντικοινωνική» πλευρά της μαγείας. (1)
«Η μαγεία και οι νεκροί στην Κλασική Ελλάδα». Το δημοσίευμα της Sarah Iles Johnston, Αναπληρώτριας Καθηγήτριας Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας, στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάϊο, Columbus, Ohio. Επάμω αριστερά: Σχέδιο της Εκάτης με τα έξι χέρια της και «χαρακτήρες» από ένα μολυβένιο defixio, που βρέθηκε στην Αγορά των Αθηνών (παραχωρήθηκε ευγενικά από τον D. Jordan). (Βλέπε: Περιοδικό «Αρχαιολογία», Τεύχος 70, Μάρτιος 1999)
Τι αποκαλύπτει η πανεπιστημιακός κ. Sarah Iles Johnston
Ανοίγοντας κανείς το περιοδικό «Αρχαιολογία» (Τεύχος 70, Μάρτιος 1999) θα βρει ένα άρθρο με τίτλο: «Η μαγεία και οι νεκροί στην Κλασική Ελλάδα». Το δημοσίευμα αυτό το υπογράφει η κ. Sarah Iles Johnston, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ελληνικής και Λατινικής Φιλολογίας, στο Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Οχάϊο, Columbus, Ohio, το οποίο περιληπτικά αναφέρει τα εξής:
Η μαγεία και οι νεκροί στην Κλασική Ελλάδα
Sarah Illes Johnston
«Το άρθρο πραγματεύεται τη σχέση νεκρών και ζώντων. Στα μαντεία των νεκρών, το ρόλο του μεσάζοντος έπαιζαν οι γόητες (από το ρήμα γοάω, θρηνώ), επιδιώκοντας είτε να κατευνάσουν τους νεκρούς, είτε να τους δραστηριοποιήσουν ενάντια σε κάποιον ζωντανό, είτε να εξασφαλίσουν την ευμένειά τους για τον πελάτη τους. Ο Ηρόδοτος διηγείται την ιστορία του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου και του φαντάσματος της γυναίκας του Μέλισσας. Γνωστή είναι και η ιστορία του Σπαρτιάτη Παυσανία που δολοφονήθηκε στο ναό της Αθηνάς. Θεσσαλοί γόητες ή ψυχαγωγοί κατάφεραν να κατευνάσουν το φάντασμά του. Η Κλυταιμνήστρα ζητάει από την Ηλέκτρα να κάνει σπονδές, προκειμένου να κατευναστεί το φάντασμα του Αγαμέμνονα. Σπονδές σε τρίστρατα αφιερώνονταν και στην αφέντρα των φαντασμάτων Εκάτη. Πινακίδες με κατάρες που στοχεύουν τους ανταγωνιστές τοποθετούνται σε τάφους, πηγάδια ή κάτω από ναούς θεοτήτων που σχετίζονται με τον Κάτω Κόσμο. Οι επικλήσεις των μάγων για συνεργασία στρέφονται προς κόρες και εφήβους που χάθηκαν αδόκητα, σε θύματα φόνου ή σε άταφους νεκρούς. Περίανδρος και Άτοσσα ζητούν από τους νεκρούς γνώσεις που οι ίδιοι δεν κατέχουν. Τα καθήκοντα του γόητος, επίκληση νεκρών και μύηση σε μυστήρια, συνδυάζονται στη μορφή του Ορφέα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι Έλληνες, που δεν αισθάνονται άνετα με τους γόητες, τους αποδίδουν ξένη καταγωγή.» (2)
Τι σημαίνει η λέξη φάντασμα;
Ανοίγοντας το Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας των Εκδόσεων "Πάπυρος", θα διαβάσουμε τα εξής:
φάντασμα το, ΝΑ, και φάνταγμα Ν [φαντάζω, -ομαι]· 1. υπερφυσικό, άυλο ον (α. «αντίκρυ από τα πλάσματα τού νοός τ' αληθινά / τού προβαίνουν δύο φαντάσματα», Σόλωμ.· β. «νυκτέρων φαντασμάτων ἔχουσι μορφάς», Αισχύλ.)· 2. οπτασία, είδωλο, εμφάνιση προσώπου που έχει πεθάνει· 3. φανταστική εικόνα, φανταστική παράσταση, είκασμα· || (νεοελλ.) 1. (λαογρ.) ψυχή, πνεύμα, φάσμα νεκρού ανθρώπου, ιδίως θανατωμένου ή κολασμένου, που συχνάζει στον τόπο όπου έζησε ή όπου τόν έθαψαν, στοιχειό (α. «το φάντασμα τού βασιλιά Ληρ»· β. «πύργος γεμάτος φαντάσματα»)· 2. έπαρση, αλαζονεία· 3. (μτφ.) άνθρωπος κάτισχνος ή πολύ άσχημος (α. «έγινε φάντασμα μετά από την εντατική δίαιτα που έκανε»· β. «είναι σαν φάντασμα κι ας βάζει τόσες καλλυντικές κρέμες στο πρόσωπο»)· || (αρχ.) 1. η αποτύπωση ενός πράγματος στον νου, ο σχηματισμός τής ιδέας τής εικόνας ενός πράγματος· 2. όνειρο· 3. (στον πληθ.) τὰ φαντάσματα· α) φαινόμενα («τὰ ἐν ἀέρι φαντάσματα», Αριστοτ.)· β) θαύματα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1. Βλέπε και Εγκυκλοπαίδεια «Μαλλιάρης-παιδεία»
2. Περιοδικό «Αρχαιολογία», Τεύχος 70, Μάρτιος 1999, Κύριο θέμα: Mαγεία: ελληνική Aρχαιότητα, Σελίδες: 16-21.
sakketosaggelos
Από το conspiracyfeeds
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου