Ήταν 23 Μαΐου 1901. Ο εισαγγελέας του Παρισιού λαμβάνει ένα ανώνυμο γράμμα, που έλεγε: «Κ. Εισαγγελέα. Λαμβάνω την τιμή να σας ενημερώσω για ένα ιδιαιτέρως σημαντικό γεγονός. Αναφέρομαι σε μία γεροντοκόρη που είναι κλειδωμένη στο σπίτι της Madame Monnier, υποσιτισμένη και ζει μέσα στις ακαθαρσίες της τα τελευταία 25 χρόνια».
Αρχικά η αστυνομία αδιαφορεί. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να
είναι αλήθεια. Η Madame Monnier ήταν ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας. Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μυθεύματα. Ωστόσο το γράμμα τους σοκάρει κι έτσι αποφασίζουν να ερευνήσουν το περιστατικό.
είναι αλήθεια. Η Madame Monnier ήταν ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας. Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να είναι μυθεύματα. Ωστόσο το γράμμα τους σοκάρει κι έτσι αποφασίζουν να ερευνήσουν το περιστατικό.
Η μυστηριώδης εξαφάνιση της νεαρής κοπέλας Blanche Monnier
Η Madame Monnier ζούσε με τον άντρα της, ο οποίος διηύθυνε την τοπική πινακοθήκη, τον γιο της γιος της, Marcel, που ήταν νομικός και την κόρη της Blance. Κατοικούσαν σε μία από τις πιο ήρεμες γειτονιές της πόλης και δεν είχαν δώσει ποτέ δικαιώματα. Όλα όμως άλλαξαν τον Μάιο του 1901. Οι αστυνομικοί, μετά το ανώνυμο γράμμα, αποφάσισαν να ερευνήσουν το σπίτι της Madame Monnier. Η ευυπόληπτη οικογένεια έκρυβε πολύ καλά ένα τραγικό μυστικό.
Εισβάλουν στο σπίτι και ελέγχουν τον χώρο. Η μυρωδιά μέσα στο κτίριο ήταν αποκρουστική. Ανέβηκαν τις σκάλες μέχρι τη σοφίτα, με την μυρωδιά να είναι αηδιαστική.
Κατά τη διάρκεια της έρευνας βλέπουν μια κλειστή πόρτα. Είναι κλειδωμένη κι έτσι αναγκάζονται να την σπάσουν. Ανοίγοντάς την μια άσχημη μυρωδιά τούς κατακλύζει. Προχωρώντας δεν πιστεύουν αυτό που βλέπουν μπροστά τους. Μια υποσιτισμένη γυναίκα καθόταν στο κρεβάτι καλυμμένη με φαγητό και περιττώματα. Ήταν η Blance. Η «εξαφανισμένη» κόρη. Ζύγιζε κάτι λιγότερο από 25 κιλά και ήταν κλειδωμένη για 25 ολόκληρα χρόνια. Μέχρι τη στιγμή που οι αστυνομικοί άνοιξαν την πόρτα δεν είχε δει ούτε το φως του ήλιο ούτε άλλους ανθρώπους. Ήταν γυμνή και ξαπλωμένη πάνω σε ένα αχυρένιο στρώμα που είχε σαπίσει και ήταν καλυμμένο με ακαθαρσίες.
«Η άτυχη γυναίκα ήταν ξαπλωμένη εντελώς γυμνή σε ένα σάπιο αχυρένιο στρώμα. Όλα γύρω της σχημάτιζαν μια αχυρένια κρούστα από περιττώματα, κρέας, λαχανικά, ψάρια και σαπισμένο ψωμί», λέει ένας αυτόπτης μάρτυρας της από την απελευθέρωση της Blance Monnier. «Είδαμε, επίσης, έντομα να περπατούν στο κρεβάτι της. Ο αέρας ήταν τόσο ασφυκτικός, η οσμή ήταν τόσο δυνατή, ώστε ήταν αδύνατο ακόμα και για εμάς να μείνουμε και να συνεχίσουμε την έρευνα», προσθέτει. Κρατώντας την αναπνοή τους, τύλιξαν τη γυναίκα με ένα σεντόνι και τη μετέφεραν στο νοσοκομείο.
Και ενώ εκτυλίσσονταν όλα αυτά, η μητέρα της καθόταν ατάραχη στην καρέκλα της μπροστά στο τζάκι. Δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Δεν αντέδρασε ούτε όταν τη συνέλαβαν, μαζί με τον γιο της και τους μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα για ανάκριση. Εκεί ομολόγησαν όλη την αλήθεια.
Η απαγορευμένη αγάπη και η απάνθρωπη τιμωρία
Όταν η Blance ήταν 25 χρονών ερωτεύτηκε έναν φτωχό δικηγόρο που δεν ταίριαζε με το προφίλ της οικογένειας. Η μητέρα της δεν ήθελε κάποιον άφραγκο για την κόρη της και της απαγόρευσε να τον ξαναδεί. Η νεαρή κοπέλα όμως ήταν ερωτευμένη και δεν σκόπευε να ικανοποιήσει τα «θέλω» της μαμάς της. Το βράδυ έβγαινε κρυφά από το σπίτι για να τον συναντήσει.
Τελικά, η μητέρα της, η οποία είχε κερδίσει βραβείο για τη γενναιόδωρη συνεισφορά της στη πόλη(!), κατάλαβε ότι έπρεπε να πάρει δραστικά μέτρα. Την κλείδωσε στη σοφίτα, μέχρι η Blance να βάλει μυαλό και να μην τον ξαναδεί ποτέ. Ο καιρός περνούσε και η Blance δεν έδειχνε σημάδια συμμόρφωσης. Έτσι η μητέρα της κατάλαβε ότι έπρεπε να της δείξει ότι δεν αστειεύεται βγάζοντας όλη της την σκληρότητα πάνω στο ίδιο της το παιδί.
Άρχισε να μειώνει το φαγητό που της έδινε κάθε μέρα. Έφτασε να την ταΐζει με ό,τι είχε απομείνει απ’ το τραπέζι, με τα αποφάγια. Κι έτσι πέρασαν 25 χρόνια, με τη νεαρή κοπέλα να σβήνει σιγά-σιγά από την πείνα κλεισμένη σε ένα κλειστό δωμάτιο χωρίς να μπορεί να αντικρίσει ούτε το φως του ημέρας. Η τιμωρία της δεν σταμάτησε ούτε όταν πέθανε ο αγαπημένος της το 1885.
Όλη αυτή την περίοδο που η κοπέλα ήταν κλειδαμπαρωμένη μέσα στη σοφίτα, η οικογένειά της υποστήριζε ότι η κόρη τους είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς από το σπίτι, είχε φύγει από το Παρίσι χωρίς να αφήσει ούτε ένα σημείωμα και κανείς δεν γνώριζε πού βρισκόταν.
Η Madame Monnier συνελήφθη. Όπως η ίδια κατέθεσε, μετά την άρνηση της κόρης της να χωρίσει τον φτωχό δικηγόρο, την κλείδωσε μέσα σε ένα μικρό δωμάτιο μέχρι να συνετιστεί και να αλλάξει γνώμη. Πέθανε 15 μέρες αργότερα στη φυλακή από καρδιά. Απέμεινε ο αδερφός της Blance, ο Marcel, ο οποίος δικάστηκε ως συνένοχος. Ο Marcel ισχυρίστηκε ότι η αδερφή του δεν ήταν φυλακισμένη στη σοφίτα, αλλά επέλεξε μόνη της να μείνει μέσα όλα αυτά τα χρόνια, ως ένδειξη διαμαρτυρίας προς τη μητέρα τους που δεν την άφηνε να ζήσει ανενόχλητη τον έρωτά της. Αυτές τις δηλώσει ανέτρεψε ένας αυτόπτης μάρτυρας, που είχε ακούσει μια γυναίκα να φωνάζει:
«Τι έκανα και με κλειδώσατε; Δεν αξίζω αυτό το βασανιστήριο! Δεν υπάρχει Θεός, αν αφήνει τον κόσμο να υποφέρει μ’ αυτόν τον τρόπο! Και κανένας δεν με βοηθά!»
Ο Marcel καταδικάστηκε σε 15μηνη κάθειρξη, αλλά λίγους μήνες αργότερα, άσκησε έφεση, η οποία έγινε δεκτή, καθώς δεν είχε χρησιμοποιήσει βία εναντίον της αδερφής του. Αποφυλακίστηκε σχεδόν αμέσως.
Η Blance, που είναι γνωστή στο Παρίσι και ως La Séquestrée de Poitiers, προς μεγάλη έκπληξη των γιατρών, ανάρρωσε και άρχισε να παίρνει βάρος. Η ψυχική της υγεία όμως δεν επανήλθε ποτέ. Πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σε ψυχιατρείο όπου πέθανε το 1913.
Σε ιστορικά έγγραφα το όνομά της είχε αλλάξει για να προστατευτεί η ταυτότητά της ενώ κατά περιόδους διάφοροι συγγραφείς την έχουν αποκαλέσει με το όνομα Melanie Blanche.
Όσο για την ταυτότητα εκείνου που έστειλε το γράμμα και της έσωσε τη ζωή παραμένει άγνωστη. Ωστόσο μία θεωρία λέει ότι το γράμμα το έστειλε ο αδερφός της, ο Marcel, ο οποίος βλέποντας ότι η μητέρα του θα πέθαινε σύντομα, θέλησε να «σώσει» την αδερφή του και να μην μπλέξει ο ίδιος. Μία δεύτερη λέει ότι κάποιος πρώην στρατιώτης που γνώριζε μία από τις οικιακές βοηθούς της οικογένειας, έμαθε τι είχε συμβεί και αποφάσισε να βάλει τέλος στο μαρτύριό της.
Η ιστορία της Blanche Monnier απασχόλησε τον Τύπο της εποχής…
Η αγάπη της για τον «λάθος» -σύμφωνα με τα πρότυπα της συντηρητικής κοινωνίας του 19ου αιώνα- άντρα, είχε ολέθριες συνέπειες που αδυνατεί να χωρέσει ανθρώπινος νους.
Από το newsbeast
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου