«Αυτές οι ρουλέττες που στηθήκανε στους δρόμους και στις πλατείες «χάριν των εορτών» μας ξαναφέρανε πίσω σε μια εποχή, που η πρωτεύουσα πάλιν «χάριν των εορτών» γινότανε ένα απέραντο υπαίθριο χαρτοπαίγνιο.
Αυτή η ιστορία άρχιζε με την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος και ετελείωνε την ημέραν του Αγίου Ιωάννου. Έτσι υπό τα όμματα των δύο αυτών Αγίων, οι Αθηναίοι εσφάζοντο επι είκοσι τόσες ημέρες στην πασέττα και στον
μπακαρά.
Αλλ’ ούτε ο Άγιος Σπυρίδων είχε αναλάβει υπο την προστασίαν του τη σφαγή, ούτε ο Άγιος Ιωάννης είχε έλθει σε συμφωνία να βοηθήση αντί ολίγου θυμιάματος και τα δύο ταμπλώ του μπακαρά. Ήταν μια κακή συνήθεια που για να καθιερωθή εχρειάσθηκε πολλή ασέβεια. Και τέτοιο υλικό υπήρχε μπόλικο.
Γιατί όμως να παίζουν αυτές τις ημέρες και να μη τραγουδούν; Γιατί φαίνεται πως επεκράτησε η αντίληψις ότι για να πάη καλά ο καινούργιος χρόνος, πρέπει οι άνθρωποι να θυσιάζουν στην τύχη και να ξημερώνονται απένταροι.
Έτσι, δεκαπέντε ημέρες πριν από τη πρωτοχρονιά, όλα τα καφενεία, μικρά και μεγάλα, σταματούσαν το σερβίρισμα, κρεμνούσαν τα μπρίκια και άφηναν τα τραπέζια στη διάθεσι των παικτών.
Η μεγαλειτέρα κίνησις και το ζωηρότερο παιχνίδι ήταν στα μεγάλα καφενεία των Χαυτείων, στο «καφενείο των Παρισίων», στο «Βυζάντιο» και στο «καφενείο των Γερόντων» που στην πραγματικότητα ήταν καφενείο για όλες της ηλικίες. Εκεί μέσα ωργίαζε η τράπουλα.
Άνθρωποι που πιστεύουν σ’ αυτήν παρακολουθούσαν με θρησκευτική κατάνυξι το κόψιμο των χαρτιών. Ένα γκρούπ από ανθρώπους τυλιγμένο σ’ ένα σύννεφο από καπνούς, έδινε μια ιδέα σκοτεινού ζωγραφικού πίνακος, σαν εκείνους που είμαστε υποχρεωμένοι να θαυμάζουμε σε μια έκθεσι, ακριβώς γιατί δεν τους καταλαβαίνουμε.
Άλλη σκοτεινή και ανεξήγητη μορφή, ο παγκαδόρος, έκοβε τα χαρτιά με ένα ύφος που έδειχνε πως είχε πλήρη συναίσθησι της υψηλής αποστολής του.
-Η ντάμα κερδίζει, ο βαλές χάνει. Το δέκα κερδίζει, ο ρήγας χάνει.
Και το κυνήγι της τύχης εξακολουθούσε ως τις πρωινές ώρες. Όταν ενύχτωνε, στα μικρά καφενεία, που το φώς δεν ήταν αρκετό, το παιχνίδι επροχωρούσε με το φώς ενός σπερματσέτου που έλυωνε αργά-αργά και έσταζε μέσα σ’ ένα ποτήρι…
…Είπαμε ότι το χαρτοπαικτικό όργιο κρατούσε ως την εορτή του Αγίου Ιωάννου. Καμμιά φορά έφθανε και ως την άλλη Κυριακή.
-->
Αυτή η ιστορία άρχιζε με την εορτή του Αγίου Σπυρίδωνος και ετελείωνε την ημέραν του Αγίου Ιωάννου. Έτσι υπό τα όμματα των δύο αυτών Αγίων, οι Αθηναίοι εσφάζοντο επι είκοσι τόσες ημέρες στην πασέττα και στον
μπακαρά.
Αλλ’ ούτε ο Άγιος Σπυρίδων είχε αναλάβει υπο την προστασίαν του τη σφαγή, ούτε ο Άγιος Ιωάννης είχε έλθει σε συμφωνία να βοηθήση αντί ολίγου θυμιάματος και τα δύο ταμπλώ του μπακαρά. Ήταν μια κακή συνήθεια που για να καθιερωθή εχρειάσθηκε πολλή ασέβεια. Και τέτοιο υλικό υπήρχε μπόλικο.
Γιατί όμως να παίζουν αυτές τις ημέρες και να μη τραγουδούν; Γιατί φαίνεται πως επεκράτησε η αντίληψις ότι για να πάη καλά ο καινούργιος χρόνος, πρέπει οι άνθρωποι να θυσιάζουν στην τύχη και να ξημερώνονται απένταροι.
Έτσι, δεκαπέντε ημέρες πριν από τη πρωτοχρονιά, όλα τα καφενεία, μικρά και μεγάλα, σταματούσαν το σερβίρισμα, κρεμνούσαν τα μπρίκια και άφηναν τα τραπέζια στη διάθεσι των παικτών.
Η μεγαλειτέρα κίνησις και το ζωηρότερο παιχνίδι ήταν στα μεγάλα καφενεία των Χαυτείων, στο «καφενείο των Παρισίων», στο «Βυζάντιο» και στο «καφενείο των Γερόντων» που στην πραγματικότητα ήταν καφενείο για όλες της ηλικίες. Εκεί μέσα ωργίαζε η τράπουλα.
Άνθρωποι που πιστεύουν σ’ αυτήν παρακολουθούσαν με θρησκευτική κατάνυξι το κόψιμο των χαρτιών. Ένα γκρούπ από ανθρώπους τυλιγμένο σ’ ένα σύννεφο από καπνούς, έδινε μια ιδέα σκοτεινού ζωγραφικού πίνακος, σαν εκείνους που είμαστε υποχρεωμένοι να θαυμάζουμε σε μια έκθεσι, ακριβώς γιατί δεν τους καταλαβαίνουμε.
Άλλη σκοτεινή και ανεξήγητη μορφή, ο παγκαδόρος, έκοβε τα χαρτιά με ένα ύφος που έδειχνε πως είχε πλήρη συναίσθησι της υψηλής αποστολής του.
-Η ντάμα κερδίζει, ο βαλές χάνει. Το δέκα κερδίζει, ο ρήγας χάνει.
Και το κυνήγι της τύχης εξακολουθούσε ως τις πρωινές ώρες. Όταν ενύχτωνε, στα μικρά καφενεία, που το φώς δεν ήταν αρκετό, το παιχνίδι επροχωρούσε με το φώς ενός σπερματσέτου που έλυωνε αργά-αργά και έσταζε μέσα σ’ ένα ποτήρι…
…Είπαμε ότι το χαρτοπαικτικό όργιο κρατούσε ως την εορτή του Αγίου Ιωάννου. Καμμιά φορά έφθανε και ως την άλλη Κυριακή.
Και τη Δευτέρα πιά οι Αθηναίοι πρωί-πρωί εγύριζαν ξενυχτισμένοι σπίτι τους, αφού είχαν χάσει και την τελευταίαν τους πεντάρα χάριν…. των εορτών».
«Βραδυνή», 1940, Τ. Μωραϊτίνης
Το κείμενο μας το υπέδειξε ο φίλος κ. Κ.Η. τον οποίο και ευχαριστούμε
http://www.paliaathina.com/
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου