Οι περισσότεροι από αυτούς που ακούνε ότι στην παλιά Αθήνα υπήρχε αστυνομική βία και τραχύτητα σκέφτονται τον γνωστό Μπαϊρακτάρη, αυτόν που έτρεμαν οι κουτσαβάκηδες του Ψυρρή. Ελάχιστοι όμως γνωρίζουν τον διάδοχό του, τον επίσης περίφημο Μεσολογγίτη αστυνομικό διευθυντή Αθηνών, τον Γιάννη Μαρούδα, τον φόβο και τον τρόμο των πάντων και όχι μόνον των παραβατικών.
Ήταν ο αστυνόμος που έμεινε
παντελώς άγνωστος, γιατί ήταν κόντρα σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε «σύστημα», το οποίο κυριολεκτικά τον έτρεμε και ακριβώς γι’ αυτό οι τότε εφημερίδες του συστήματος προσπαθούσαν σε κάθε ευκαιρία να τον διασύρουν.
Όσο εκείνος τα ’βαζε με πολιτικούς, εισαγγελείς, δημοσιογράφους αλλά και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, οποιοδήποτε θεωρούσε ότι στεκόταν εμπόδιο στο έργο του ή παρανομούσε εκμεταλλευόμενος τη θέση του και το αξίωμά του, τόσο το σύστημα αμυνόταν με τα γνωστά μέσα. Τα δημοσιεύματα ήταν καθημερινά και έκαναν λόγο για ειδεχθή, τρομακτικά και απαίσια αστυνομικά σκάνδαλα, κατακρίνοντας ως «απάνθρωπο» τον τρόπο λειτουργίας της αστυνομικής υπηρεσίας.
Ο μαυροπίνακας
Ο Γιάννης Μαρούδας δεν βιογραφήθηκε και δεν καταγράφηκε μέχρι σήμερα, αφού οι πάσης φύσεως αρχές και εξουσίες – το σάπιο, όπως θα λέγαμε και σήμερα, σύστημα – θέλησαν να ξεχάσουν τον ίδιο και τις μεθόδους του, θέλησαν να θάψουν τη φήμη ότι πήγαινε κόντρα στους ισχυρούς της εποχής καθώς και ότι είχε στα χέρια του τον «μαυροπίνακα της Αριστοκρατίας».
Ο Μαρούδας κλήθηκε ως αστυνομικός διευθυντής να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τους δράστες ποικιλώνυμων εγκλημάτων. Ήταν η εποχή που η αστυφιλία αύξανε ραγδαία τον πληθυσμό της Πόλης. Εγκαταστάθηκε με κάθε επισημότητα στο Τμήμα Καταδίωξης, όπου τον θυμόντουσαν όλοι να συζητά θορυβωδώς, να χαριτολογεί με τους λωποδύτες και να εξιχνιάζει τα πιο περίπλοκα εγκλήματα με τον δικό του τρόπο. Γιατί ο Μαρούδας είχε δικό του, λίαν αποτελεσματικό αστυνομικό σύστημα ανάκρισης, σεβόμενος όμως κάθε μυστικό (που δεν ήταν ποινικά κολάσιμο).
Κάποια φορά, μια κυρία της καλής κοινωνίας είχε απολέσει ένα βαρύτιμο περιδέραιο, το οποίο φορούσε σχεδόν πάντα στις κοσμικές εκδηλώσεις. Σύντομα ο Μαρούδας ανακάλυψε πως το περιδέραιο είχε δωρίσει η αριστοκρατική κυρία στον οδηγό της σε ανταπόδοση «υπηρεσιών» που της είχε προσφέρει. Ο σκληροτράχηλος αστυνομικός δεν αποκάλυψε την αλήθεια στον σύζυγο, αφήνοντας το γεγονός να περάσει… απαρατήρητο.
Τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, συνοδευόμενος από τον Τσούρκα και τον Πεπονούλια, τα δύο αχώριστα πρωτοπαλίκαρά του. Κατόπτευε, ερευνούσε, κατεύθυνε τα αστυνομικά όργανα. Είχε βέβαια και τις αδυναμίες του. Χαριζόταν στους «φτωχοδιαβόλους», τους μικρολωποδύτες που έκλεβαν είδη για να επιβιώσουν. Οι επιτυχίες του ήταν άπειρες και δεν επέτρεπε σε κανέναν να αμφισβητήσει το αστυνομικό του δαιμόνιο.
Είχε αλλόκοτες συνήθειες. Συνεργαζόταν με λωποδύτες και κακοποιούς και ήταν εκείνος που έκανε συνείδηση στην ελληνική κοινωνία πως ο εγκληματίας επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Γύρω από τον τόπο κάθε εγκλήματος έβαζε κρυφούς αστυνομικούς να παρακολουθούν την κίνηση και αρκετές φορές επιβεβαιώθηκε η άποψή του.
Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση, ο Μαρούδας φρόντισε να νοικιάσει κάποια χαμόσπιτα με αυλές, τα οποία μετέτρεψε σε «ανακριτήρια». Εκεί οδηγούσε τους ύποπτους για διάφορα αδικήματα και τους ανέκρινε, έχοντας συμπαραστάτες τους δύο βοηθούς του.
Τρόμαζε τους ισχυρούς
Έμποροι, δικηγόροι, χρηματιστές, γιατροί, αρχιτέκτονες, βιομήχανοι και πάσης φύσεως εκπρόσωποι της εξουσίας τρομοκρατούνταν αν έπρεπε να περάσουν από την «αυλή» του Μαρούδα. Αντίθετα με την τακτική που κρατούσε με τους μικροαπατεώνες, ταλαιπωρούσε αφάνταστα τους ευκατάστατους πολίτες των Αθηνών που συλλάμβανε να παρανομούν.
Συνήθως με τη συμπεριφορά του έδειχνε άρνηση να υποταχθεί στις συνήθειες της εποχής προς τους ισχυρούς… Πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στα τέλη του 1910 καταδίκαζε τη συνήθεια του Μαρούδα να μην «υποκλίνεται εδαφιαίως οσάκις εισέρχεται εις την αυλήν των Ανακτόρων», ενώ την ίδια εποχή δεχόταν σφοδρή επίθεση γιατί συμπεριφέρθηκε απρεπώς σε μεγαλοδημοσιογράφο, αλλά και στον υπουργό Εσωτερικών που τηλεφώνησε για να τον… συνετίσει.
Δεν έκανε πίσω
Οι αποκαλύψεις συνόδευαν η μία την άλλη «διά τας θηριωδίας του αστυνομικού βούρδουλα», τις οποίες πιστοποιούσαν ιατρικές εκθέσεις αλλά και «φρικιών ο κ. Υπουργός των Εσωτερικών». Ο Μαρούδας όμως δεν «κώλωνε»… Απτόητος, κάποια φορά δεν δίστασε για κάποια υπόθεση να μεταβεί στα Ανάκτορα και να ανακρίνει τον αρχηγό του Πολιτικού Οίκου του Βασιλέως Στέφανο Στεφάνου ή κάποια άλλη φορά να ανακρίνει και τον μετέπειτα πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη.
Σε άλλη περίπτωση δεν δίστασε να ρίξει στα υγρά μπουντρούμια της Αστυνομικής Διεύθυνσης έναν πάμπλουτο έμπορο από τη Ρωσία, διότι διαμαρτυρήθηκε βλέποντας τα όργανα του Μαρούδα να προβαίνουν σε «άγριο και απάνθρωπο βουρδούλιασμα αιγοβοσκού». Οι εφημερίδες προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον εν λόγω αιγοβοσκό, και ουσιαστικά συνεργάτη του Ρώσου εμπόρου, ως εννιάχρονο παιδί που αντιμετωπίσθηκε με βαρβαρότητα. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως όχι μόνον επρόκειτο για συνεργάτη του Ρώσου επιχειρηματία, αλλά και πως λάμβαναν χώρα παράνομες εισαγωγές και εξαγωγές που δεν φορολογούνταν από το ελληνικό κράτος. Έφυγε απ’ τη ζωή, σε βαθιά γεράματα τον Απρίλιο 1935 και αναμφίβολα καταγράφηκε ως ο άνθρωπος που «τρομοκράτησε τους ήρωες του εγκληματικού πάνθεου».
-->
Ήταν ο αστυνόμος που έμεινε
παντελώς άγνωστος, γιατί ήταν κόντρα σ’ αυτό που σήμερα ονομάζουμε «σύστημα», το οποίο κυριολεκτικά τον έτρεμε και ακριβώς γι’ αυτό οι τότε εφημερίδες του συστήματος προσπαθούσαν σε κάθε ευκαιρία να τον διασύρουν.
Όσο εκείνος τα ’βαζε με πολιτικούς, εισαγγελείς, δημοσιογράφους αλλά και υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, οποιοδήποτε θεωρούσε ότι στεκόταν εμπόδιο στο έργο του ή παρανομούσε εκμεταλλευόμενος τη θέση του και το αξίωμά του, τόσο το σύστημα αμυνόταν με τα γνωστά μέσα. Τα δημοσιεύματα ήταν καθημερινά και έκαναν λόγο για ειδεχθή, τρομακτικά και απαίσια αστυνομικά σκάνδαλα, κατακρίνοντας ως «απάνθρωπο» τον τρόπο λειτουργίας της αστυνομικής υπηρεσίας.
Ο μαυροπίνακας
Ο Γιάννης Μαρούδας δεν βιογραφήθηκε και δεν καταγράφηκε μέχρι σήμερα, αφού οι πάσης φύσεως αρχές και εξουσίες – το σάπιο, όπως θα λέγαμε και σήμερα, σύστημα – θέλησαν να ξεχάσουν τον ίδιο και τις μεθόδους του, θέλησαν να θάψουν τη φήμη ότι πήγαινε κόντρα στους ισχυρούς της εποχής καθώς και ότι είχε στα χέρια του τον «μαυροπίνακα της Αριστοκρατίας».
Ο Μαρούδας κλήθηκε ως αστυνομικός διευθυντής να προστατεύσει την πρωτεύουσα από τους δράστες ποικιλώνυμων εγκλημάτων. Ήταν η εποχή που η αστυφιλία αύξανε ραγδαία τον πληθυσμό της Πόλης. Εγκαταστάθηκε με κάθε επισημότητα στο Τμήμα Καταδίωξης, όπου τον θυμόντουσαν όλοι να συζητά θορυβωδώς, να χαριτολογεί με τους λωποδύτες και να εξιχνιάζει τα πιο περίπλοκα εγκλήματα με τον δικό του τρόπο. Γιατί ο Μαρούδας είχε δικό του, λίαν αποτελεσματικό αστυνομικό σύστημα ανάκρισης, σεβόμενος όμως κάθε μυστικό (που δεν ήταν ποινικά κολάσιμο).
Κάποια φορά, μια κυρία της καλής κοινωνίας είχε απολέσει ένα βαρύτιμο περιδέραιο, το οποίο φορούσε σχεδόν πάντα στις κοσμικές εκδηλώσεις. Σύντομα ο Μαρούδας ανακάλυψε πως το περιδέραιο είχε δωρίσει η αριστοκρατική κυρία στον οδηγό της σε ανταπόδοση «υπηρεσιών» που της είχε προσφέρει. Ο σκληροτράχηλος αστυνομικός δεν αποκάλυψε την αλήθεια στον σύζυγο, αφήνοντας το γεγονός να περάσει… απαρατήρητο.
Τριγυρνούσε στους δρόμους της πόλης, συνοδευόμενος από τον Τσούρκα και τον Πεπονούλια, τα δύο αχώριστα πρωτοπαλίκαρά του. Κατόπτευε, ερευνούσε, κατεύθυνε τα αστυνομικά όργανα. Είχε βέβαια και τις αδυναμίες του. Χαριζόταν στους «φτωχοδιαβόλους», τους μικρολωποδύτες που έκλεβαν είδη για να επιβιώσουν. Οι επιτυχίες του ήταν άπειρες και δεν επέτρεπε σε κανέναν να αμφισβητήσει το αστυνομικό του δαιμόνιο.
Είχε αλλόκοτες συνήθειες. Συνεργαζόταν με λωποδύτες και κακοποιούς και ήταν εκείνος που έκανε συνείδηση στην ελληνική κοινωνία πως ο εγκληματίας επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος. Γύρω από τον τόπο κάθε εγκλήματος έβαζε κρυφούς αστυνομικούς να παρακολουθούν την κίνηση και αρκετές φορές επιβεβαιώθηκε η άποψή του.
Όταν ανέλαβε τη διεύθυνση, ο Μαρούδας φρόντισε να νοικιάσει κάποια χαμόσπιτα με αυλές, τα οποία μετέτρεψε σε «ανακριτήρια». Εκεί οδηγούσε τους ύποπτους για διάφορα αδικήματα και τους ανέκρινε, έχοντας συμπαραστάτες τους δύο βοηθούς του.
Τρόμαζε τους ισχυρούς
Έμποροι, δικηγόροι, χρηματιστές, γιατροί, αρχιτέκτονες, βιομήχανοι και πάσης φύσεως εκπρόσωποι της εξουσίας τρομοκρατούνταν αν έπρεπε να περάσουν από την «αυλή» του Μαρούδα. Αντίθετα με την τακτική που κρατούσε με τους μικροαπατεώνες, ταλαιπωρούσε αφάνταστα τους ευκατάστατους πολίτες των Αθηνών που συλλάμβανε να παρανομούν.
Συνήθως με τη συμπεριφορά του έδειχνε άρνηση να υποταχθεί στις συνήθειες της εποχής προς τους ισχυρούς… Πρωτοσέλιδο δημοσίευμα στα τέλη του 1910 καταδίκαζε τη συνήθεια του Μαρούδα να μην «υποκλίνεται εδαφιαίως οσάκις εισέρχεται εις την αυλήν των Ανακτόρων», ενώ την ίδια εποχή δεχόταν σφοδρή επίθεση γιατί συμπεριφέρθηκε απρεπώς σε μεγαλοδημοσιογράφο, αλλά και στον υπουργό Εσωτερικών που τηλεφώνησε για να τον… συνετίσει.
Δεν έκανε πίσω
Οι αποκαλύψεις συνόδευαν η μία την άλλη «διά τας θηριωδίας του αστυνομικού βούρδουλα», τις οποίες πιστοποιούσαν ιατρικές εκθέσεις αλλά και «φρικιών ο κ. Υπουργός των Εσωτερικών». Ο Μαρούδας όμως δεν «κώλωνε»… Απτόητος, κάποια φορά δεν δίστασε για κάποια υπόθεση να μεταβεί στα Ανάκτορα και να ανακρίνει τον αρχηγό του Πολιτικού Οίκου του Βασιλέως Στέφανο Στεφάνου ή κάποια άλλη φορά να ανακρίνει και τον μετέπειτα πρωθυπουργό Στέφανο Σκουλούδη.
Σε άλλη περίπτωση δεν δίστασε να ρίξει στα υγρά μπουντρούμια της Αστυνομικής Διεύθυνσης έναν πάμπλουτο έμπορο από τη Ρωσία, διότι διαμαρτυρήθηκε βλέποντας τα όργανα του Μαρούδα να προβαίνουν σε «άγριο και απάνθρωπο βουρδούλιασμα αιγοβοσκού». Οι εφημερίδες προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον εν λόγω αιγοβοσκό, και ουσιαστικά συνεργάτη του Ρώσου εμπόρου, ως εννιάχρονο παιδί που αντιμετωπίσθηκε με βαρβαρότητα. Εκ των υστέρων αποδείχθηκε πως όχι μόνον επρόκειτο για συνεργάτη του Ρώσου επιχειρηματία, αλλά και πως λάμβαναν χώρα παράνομες εισαγωγές και εξαγωγές που δεν φορολογούνταν από το ελληνικό κράτος. Έφυγε απ’ τη ζωή, σε βαθιά γεράματα τον Απρίλιο 1935 και αναμφίβολα καταγράφηκε ως ο άνθρωπος που «τρομοκράτησε τους ήρωες του εγκληματικού πάνθεου».
Οι ιστορίες αυτές προέρχονται από κείμενα του ιστορικού ερευνητή και δημοσιογράφου Λευτέρη Σκιαδά, εκδότη της εφημερίδας «ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΗΟΣ», www.mikros-romios.gr, τηλ.: 210 3426833.
http://www.topontiki.gr
Από το pisostapalia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου