Χρονογράφημα του Δ. Γιαννουκάκη από το βιβλίο του Θ. Σιταρά
«Σας δίδω μίαν συμβουλήν: Του χρόνου, την παραμονήν των Χριστουγέννων, εάν δεν έχετε πού να πάτε, εάν δεν ξεύρετε πώς να περάση λίγο η ώρα σας, σας συνιστώ να κάμετε μια βόλτα στην αγορά.
»Παραξενεύεσθε; Έχετε άδικον. Διότι είνε αναμφισβήτητον ότι η παραμονή εις την αγοράν των Αθηνών κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων είνε
τόσον προβληματική όσον και… διασκεδαστική!
»Εκεί έχουν δώσει ραντεβού ο φτωχός άνθρωπος του λαού, που ψωνίζει κάθε μέρα μόνος του, με τον πλούσιον κύριον, που επήγε να ψωνίση για το επίσημον της ημέρας.
Κόσμος και κοσμάκης / από σόι κι’ απ’ αράδα / και του μπέη η φοράδα…
όπως συνηθείζει να λέγη και ο Χατζηαβάτης εις τον Καραγκιόζην.
»Αλλ’ ας αρχίσω, καλύτερα, από την αρχήν… [Είναι ο γνωστός συγγραφέας και χρονογράφος, νεαρός ρεπόρτερ τότε, Δ. Γιαννουκάκης, που μας προσκαλεί με τη σπιρτόζα πένα του σε μια βόλτα…]
– Θα κάμετε, λοιπόν, μια βόλτα στην αγορά, μου είπε ο αρχισυντάκτης και θα κάμετε μια περιγραφή για την κίνησι και ό,τι αξιοπερίεργο…
»Και εξεκίνησα. Διά της οδού Αθηνάς επορεύθην εις την αγοράν… Εισήλθα από την κεντρικήν είσοδον των ιχθυοπωλείων. Η μεγάλη αφθονία και ποικιλία των ψαριών με εξέπληξε. Ποικιλία αφάνταστος. Υπήρχαν εκεί ψάρια παντός είδους, διαμετρήματος και μεγέθους! Ψάρια πάσης γεύσεως, ορέξεως και τσέπης! Ψάρια για πτωχούς, ψάρια για πλούσιους, για καλοφαγάδες, για Λουκούλλους, για γαμπρούς, ψάρια για πεθερές – κοινώς γατόψαρα…
»Η έμφανισις δημοκρατικωτάτη. Η ταπεινή μαρίδα ευρίσκετο δίπλα εις μυστακοφόρα μπαρμπούνια – 70 δραχμάς παρακαλώ! Η σεμνότατες σαρδέλλες ακουμπούσαν επάνω εις κάτι κατακόκκινους αστακούς – 80 δραχμάς παρακαλώ!… Μία γόπα ήγγιξε την ουράν σεβαστής συναγρίδας – 90 δραχμάς παρακαλώ!….
»Υπήρχαν ακόμη εκεί και λιθρίνια, καλαμάρια, τσιπούρες, σουπιές, παλαμίδες, ροφοί, οκταπόδια, χέλια, σαφρίδια, κέφαλοι, κεφαλόπουλα, μπακαλιαρόπουλα, σκορπιοί, αθερίνες, γαρίδες, καραβίδες και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός…
»Αλλά ήτο αδύνατον να ψωνίση κανείς. Όχι τόσον από τον κόσμον, όσον από τον θόρυβον.
»Φωνές, καυγάδες, αντεγκλήσεις, παζάρια, λιποθυμίες, τα κάλαντα, η αγορανομία, όλα μαζί έδιδαν μια τόσην σύγχυσιν εις την ατμόσφαιραν, ώστε σου ήτο αδύνατον και να συννενοηθής.
– Μαρίδα του Φαλήρου.
– Πάρτε καλαμάρια του γαλάτου!
– Εδώ η μις Σιναγρίδα!…..
– Ε! ρε γαρίδα λεβέντισσα!
– Πρόσεχε τα ψώνια… Καλλιρρόη!…
– Μαμά! Θα μου πέση το λάχανο!….
– Τι το μυρίζεις, αφεντικό? Ψάρι είνε!…
» Με κόπον κατορθώνω και προχωρώ. Ένας μεγαλοπρεπής ψαράς προσκαλεί τους διαβάτας εμμέτρως:
– Προϊόντα της θάλασσης, πάρε, κόσμε, να χορτάσης!
»Τέλος πάντων, κατώρθωσα και έφυγα από τα ψαράδικα, αλλά έπεσα εις την απέναντι πλευράν, όπου επωλούσαν πατσές και ποδαράκια.
»Και εδώ ο συνωστισμός αφόρητος. Ο κοσμάκης, ο πολύ φτωχός, που ούτε τα Χριστούγεννα δεν τολμά να ατενίση το κρέας, το ρίχνει στα ποδαράκια τα αρνίσια, ογδόντα λεπτά το ένα. Σχετικώς φθηνά. Και κάνουν σούπα γευστικώτατη.
»Πολύ μεγάλη κίνησις εις τα πουλερικά. Ο πρώτος πωλητής πουλερικών που συνήντησα, διελάλει το εμπόρευμά του εμμέτρως και ομοιοκαταλήκτως:
Πετάμενα, πετούμενα / της γης τα κατοικούμενα! / Έχω κόττες και κοκόρια / και της γαλοπούλες χώρηα!
»Αφθονία μεγάλη. Κότες, κοτόπουλα, πουλάδες, πετεινάρια, γάλοι, γαλοπούλες, πάπιες, αγριόχηνες, μπεκάτσες, περιμένουν στα τσιγκέλια αγοραστάς. Αλλά οι αγορασταί εδώ, μολονότι περιεργάζονται απλήστως τα εκτεθειμένα πουλερικά, δεν πολυεκτίθενται οι ίδιοι εις διαπραγματεύσεις…
»Ένας δάσκαλος κυττάζει τας τιμάς των ορνίθων και φαίνεται απογοητευμένος:
– Προτιμώ να φάγω τας Όρνιθας του Αριστοφάνους!… τον ακούω να ψιθυρίζη…
»Φεύγω από τα πουλερικά, κατευθυνόμενος προς τα κρεοπωλεία. Εδώ η κίνησις και ο συνωστισμός είνε εις… δίεσιν!… Με συγχωρείτε αν ομιλώ μουσικώς, αλλά τα αυτιά μου είναι γεμάτα από ήχους.
»Τα κρεοπωλεία είνε και αυτά διακεκοσμημένα με κλάδους πεύκων, κλάδους χουρμαδιάς, κλάδους ελάτης και με απαραίτητες χάρτινες, πολύχρωμες γιρλάντες. Δίπλα μου με ξεκουφαίνει μια ολόκληρη μπάντα:
– Ταρατα-τζουμ… ταρατα-τζουμ! Τζουμ! Τζουμ!
»Ένας αθεόφοβος τύπος έχει πλευρίσει ένα μικρό μοδιστράκι:
– Του γάλακτος είσαι… της ψιθυρίζει.
»Κυττάζω τας επιγραφάς των κρεοπωλείων:
Αρνάκι Γάλακτος Δραχ. 40
Μοσχάρι Θηβών Δραχ. 32
Αιξ Περλεπέ Δραχ. 28
Κυμάς Δραχ. 36
Χοιρίδιον Χαλκίδος Δραχ. 42
Εντόσθια Δραχ. 30
»Δεξιά και αριστερά συζητήσεις:
– Έχετε μυαλά?
– Αμ, αν είχα μυαλά, δεν θα ήμουνα χασάπης!
»Κάποιος γαλατάς παζαρεύει ένα αρνάκι:
– Δεν θέλω αρνάκι του γαλάτου, διότι ξέρω ότι όλα τα γάλατα είναι νερωμένα… Γαλατάς είμαι!
»Ο αθεόφοβος τύπος που κυνηγά της γυναίκες, είνε πολυάσχολος. Το περιβάλλον τον επηρεάζει τρομερά. Τον ακούω μια στιγμή να λέγη:
– Να χαθής, κατσίκα!
»Εις ένα από τους διαδρόμους της αγοράς, υπάρχει ένα ουζοπωλείον του ποδαριού!
»Και εδώ συνωθείται κόσμος πολύς. Άνθρωποι, μάλλον λαϊκών τάξεων, προσπαθούν μέσα εις τον συνωστισμόν να πάρουν ένα ούζο εις το πόδι. Οι μεζέδες; Μάλλον στοιχειώδεις. Εν τούτοις υπάρχει μεταξύ των απαραιτήτων τουρσιών και ελαιών και ένα πιατάκι με… παστουρμάν. Ρίπτω ένα βλέμμα προς την ταμπέλλαν του καταστήματος. Το όνομα του ουζοπώλου λήγει εις… -ογλού. Χωρίς καμμιά αντίρρησιν δικαιολογώ τον παστουρμά:
»Νάτος πάλιν και ο αθεόφοβος τύπος που πλησιάζει της γυναίκες. Έχει διπλαρώσει τώρα κάποιο δουλικό και του ψιθυρίζει:
– Ένα μεζεδάκι θέλω!… Αχ!….
»Αποφεύγω να πιω ούζο. Είνε τόσον μεγάλη η κίνησις του μαγαζιού, ώστε καταντά προβληματικόν το πλύσιμο των ποτηριών. Άλλως τε η ώρα περνά και φοβούμαι μήπως χάσω τα μανάβικα! Φεύγω.
»Πατάτες, ντομάτες, ραδίκια, αντίδια, παντζάρια, σελινόριζες, πιπεριές, κρεμμύδια, ραπανάκια, σέσκουλα, φασολάκια, βλίττα, πορτοκάλια, μήλα, αχλάδια, μανδαρίνια… Λαβύρινθος!
»Ο κόσμος συνωθείται απελπιστικά. Είνε προφανές ότι όλοι οι Αθηναίοι έδωσαν ραντεβού εις την κεντρικήν αγοράν. Τα μανάβικα και αυτά στολισμένα με κονκάρδες διά το επίσημον της ημέρας….
– Πράσσα έχετε?
– Πάρε σελινόριζες για να της κάνης με το χοιρινό… Λουκούμι σου λέω… Λουκούμι!
»Ο αθεόφοβος τύπος που κυνηγά της γυναίκες, παρών κι’ αυτός. Πλησιάζει μία και της ψιθυρίζει:
– Μ’ ανάβεις.
»Εκείνη θυμώνει και φαίνεται, μάλιστα, ότι ανάβει και εκείνη… από τον θυμό! Του σκάει ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι, ενώ του λέγει και αυτή επηρεασμένη από το περιβάλλον:
– Να χαθής, μπάμια!….
»Ο μπάμιας απομακρύνεται σιωπηλός. Σκέπτομαι να τον μιμηθώ και εγώ. Άλλως τε ο κόσμος σιγά σιγά αραιώνει…
Καλήν εσπέραν άρχοντες / αν είνε ορισμός σας…» (Δ. Γιαννουκάκης, Δεκέμβριος 1932, Αθηναϊκά Νέα)
-->
«Σας δίδω μίαν συμβουλήν: Του χρόνου, την παραμονήν των Χριστουγέννων, εάν δεν έχετε πού να πάτε, εάν δεν ξεύρετε πώς να περάση λίγο η ώρα σας, σας συνιστώ να κάμετε μια βόλτα στην αγορά.
»Παραξενεύεσθε; Έχετε άδικον. Διότι είνε αναμφισβήτητον ότι η παραμονή εις την αγοράν των Αθηνών κατά την παραμονήν των Χριστουγέννων είνε
τόσον προβληματική όσον και… διασκεδαστική!
»Εκεί έχουν δώσει ραντεβού ο φτωχός άνθρωπος του λαού, που ψωνίζει κάθε μέρα μόνος του, με τον πλούσιον κύριον, που επήγε να ψωνίση για το επίσημον της ημέρας.
Κόσμος και κοσμάκης / από σόι κι’ απ’ αράδα / και του μπέη η φοράδα…
όπως συνηθείζει να λέγη και ο Χατζηαβάτης εις τον Καραγκιόζην.
»Αλλ’ ας αρχίσω, καλύτερα, από την αρχήν… [Είναι ο γνωστός συγγραφέας και χρονογράφος, νεαρός ρεπόρτερ τότε, Δ. Γιαννουκάκης, που μας προσκαλεί με τη σπιρτόζα πένα του σε μια βόλτα…]
– Θα κάμετε, λοιπόν, μια βόλτα στην αγορά, μου είπε ο αρχισυντάκτης και θα κάμετε μια περιγραφή για την κίνησι και ό,τι αξιοπερίεργο…
»Και εξεκίνησα. Διά της οδού Αθηνάς επορεύθην εις την αγοράν… Εισήλθα από την κεντρικήν είσοδον των ιχθυοπωλείων. Η μεγάλη αφθονία και ποικιλία των ψαριών με εξέπληξε. Ποικιλία αφάνταστος. Υπήρχαν εκεί ψάρια παντός είδους, διαμετρήματος και μεγέθους! Ψάρια πάσης γεύσεως, ορέξεως και τσέπης! Ψάρια για πτωχούς, ψάρια για πλούσιους, για καλοφαγάδες, για Λουκούλλους, για γαμπρούς, ψάρια για πεθερές – κοινώς γατόψαρα…
»Η έμφανισις δημοκρατικωτάτη. Η ταπεινή μαρίδα ευρίσκετο δίπλα εις μυστακοφόρα μπαρμπούνια – 70 δραχμάς παρακαλώ! Η σεμνότατες σαρδέλλες ακουμπούσαν επάνω εις κάτι κατακόκκινους αστακούς – 80 δραχμάς παρακαλώ!… Μία γόπα ήγγιξε την ουράν σεβαστής συναγρίδας – 90 δραχμάς παρακαλώ!….
»Υπήρχαν ακόμη εκεί και λιθρίνια, καλαμάρια, τσιπούρες, σουπιές, παλαμίδες, ροφοί, οκταπόδια, χέλια, σαφρίδια, κέφαλοι, κεφαλόπουλα, μπακαλιαρόπουλα, σκορπιοί, αθερίνες, γαρίδες, καραβίδες και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός…
»Αλλά ήτο αδύνατον να ψωνίση κανείς. Όχι τόσον από τον κόσμον, όσον από τον θόρυβον.
»Φωνές, καυγάδες, αντεγκλήσεις, παζάρια, λιποθυμίες, τα κάλαντα, η αγορανομία, όλα μαζί έδιδαν μια τόσην σύγχυσιν εις την ατμόσφαιραν, ώστε σου ήτο αδύνατον και να συννενοηθής.
– Μαρίδα του Φαλήρου.
– Πάρτε καλαμάρια του γαλάτου!
– Εδώ η μις Σιναγρίδα!…..
– Ε! ρε γαρίδα λεβέντισσα!
– Πρόσεχε τα ψώνια… Καλλιρρόη!…
– Μαμά! Θα μου πέση το λάχανο!….
– Τι το μυρίζεις, αφεντικό? Ψάρι είνε!…
» Με κόπον κατορθώνω και προχωρώ. Ένας μεγαλοπρεπής ψαράς προσκαλεί τους διαβάτας εμμέτρως:
– Προϊόντα της θάλασσης, πάρε, κόσμε, να χορτάσης!
»Τέλος πάντων, κατώρθωσα και έφυγα από τα ψαράδικα, αλλά έπεσα εις την απέναντι πλευράν, όπου επωλούσαν πατσές και ποδαράκια.
»Και εδώ ο συνωστισμός αφόρητος. Ο κοσμάκης, ο πολύ φτωχός, που ούτε τα Χριστούγεννα δεν τολμά να ατενίση το κρέας, το ρίχνει στα ποδαράκια τα αρνίσια, ογδόντα λεπτά το ένα. Σχετικώς φθηνά. Και κάνουν σούπα γευστικώτατη.
»Πολύ μεγάλη κίνησις εις τα πουλερικά. Ο πρώτος πωλητής πουλερικών που συνήντησα, διελάλει το εμπόρευμά του εμμέτρως και ομοιοκαταλήκτως:
Πετάμενα, πετούμενα / της γης τα κατοικούμενα! / Έχω κόττες και κοκόρια / και της γαλοπούλες χώρηα!
»Αφθονία μεγάλη. Κότες, κοτόπουλα, πουλάδες, πετεινάρια, γάλοι, γαλοπούλες, πάπιες, αγριόχηνες, μπεκάτσες, περιμένουν στα τσιγκέλια αγοραστάς. Αλλά οι αγορασταί εδώ, μολονότι περιεργάζονται απλήστως τα εκτεθειμένα πουλερικά, δεν πολυεκτίθενται οι ίδιοι εις διαπραγματεύσεις…
»Ένας δάσκαλος κυττάζει τας τιμάς των ορνίθων και φαίνεται απογοητευμένος:
– Προτιμώ να φάγω τας Όρνιθας του Αριστοφάνους!… τον ακούω να ψιθυρίζη…
»Φεύγω από τα πουλερικά, κατευθυνόμενος προς τα κρεοπωλεία. Εδώ η κίνησις και ο συνωστισμός είνε εις… δίεσιν!… Με συγχωρείτε αν ομιλώ μουσικώς, αλλά τα αυτιά μου είναι γεμάτα από ήχους.
»Τα κρεοπωλεία είνε και αυτά διακεκοσμημένα με κλάδους πεύκων, κλάδους χουρμαδιάς, κλάδους ελάτης και με απαραίτητες χάρτινες, πολύχρωμες γιρλάντες. Δίπλα μου με ξεκουφαίνει μια ολόκληρη μπάντα:
– Ταρατα-τζουμ… ταρατα-τζουμ! Τζουμ! Τζουμ!
»Ένας αθεόφοβος τύπος έχει πλευρίσει ένα μικρό μοδιστράκι:
– Του γάλακτος είσαι… της ψιθυρίζει.
»Κυττάζω τας επιγραφάς των κρεοπωλείων:
Αρνάκι Γάλακτος Δραχ. 40
Μοσχάρι Θηβών Δραχ. 32
Αιξ Περλεπέ Δραχ. 28
Κυμάς Δραχ. 36
Χοιρίδιον Χαλκίδος Δραχ. 42
Εντόσθια Δραχ. 30
»Δεξιά και αριστερά συζητήσεις:
– Έχετε μυαλά?
– Αμ, αν είχα μυαλά, δεν θα ήμουνα χασάπης!
»Κάποιος γαλατάς παζαρεύει ένα αρνάκι:
– Δεν θέλω αρνάκι του γαλάτου, διότι ξέρω ότι όλα τα γάλατα είναι νερωμένα… Γαλατάς είμαι!
»Ο αθεόφοβος τύπος που κυνηγά της γυναίκες, είνε πολυάσχολος. Το περιβάλλον τον επηρεάζει τρομερά. Τον ακούω μια στιγμή να λέγη:
– Να χαθής, κατσίκα!
»Εις ένα από τους διαδρόμους της αγοράς, υπάρχει ένα ουζοπωλείον του ποδαριού!
»Και εδώ συνωθείται κόσμος πολύς. Άνθρωποι, μάλλον λαϊκών τάξεων, προσπαθούν μέσα εις τον συνωστισμόν να πάρουν ένα ούζο εις το πόδι. Οι μεζέδες; Μάλλον στοιχειώδεις. Εν τούτοις υπάρχει μεταξύ των απαραιτήτων τουρσιών και ελαιών και ένα πιατάκι με… παστουρμάν. Ρίπτω ένα βλέμμα προς την ταμπέλλαν του καταστήματος. Το όνομα του ουζοπώλου λήγει εις… -ογλού. Χωρίς καμμιά αντίρρησιν δικαιολογώ τον παστουρμά:
»Νάτος πάλιν και ο αθεόφοβος τύπος που πλησιάζει της γυναίκες. Έχει διπλαρώσει τώρα κάποιο δουλικό και του ψιθυρίζει:
– Ένα μεζεδάκι θέλω!… Αχ!….
»Αποφεύγω να πιω ούζο. Είνε τόσον μεγάλη η κίνησις του μαγαζιού, ώστε καταντά προβληματικόν το πλύσιμο των ποτηριών. Άλλως τε η ώρα περνά και φοβούμαι μήπως χάσω τα μανάβικα! Φεύγω.
»Πατάτες, ντομάτες, ραδίκια, αντίδια, παντζάρια, σελινόριζες, πιπεριές, κρεμμύδια, ραπανάκια, σέσκουλα, φασολάκια, βλίττα, πορτοκάλια, μήλα, αχλάδια, μανδαρίνια… Λαβύρινθος!
»Ο κόσμος συνωθείται απελπιστικά. Είνε προφανές ότι όλοι οι Αθηναίοι έδωσαν ραντεβού εις την κεντρικήν αγοράν. Τα μανάβικα και αυτά στολισμένα με κονκάρδες διά το επίσημον της ημέρας….
– Πράσσα έχετε?
– Πάρε σελινόριζες για να της κάνης με το χοιρινό… Λουκούμι σου λέω… Λουκούμι!
»Ο αθεόφοβος τύπος που κυνηγά της γυναίκες, παρών κι’ αυτός. Πλησιάζει μία και της ψιθυρίζει:
– Μ’ ανάβεις.
»Εκείνη θυμώνει και φαίνεται, μάλιστα, ότι ανάβει και εκείνη… από τον θυμό! Του σκάει ένα μεγαλοπρεπές χαστούκι, ενώ του λέγει και αυτή επηρεασμένη από το περιβάλλον:
– Να χαθής, μπάμια!….
»Ο μπάμιας απομακρύνεται σιωπηλός. Σκέπτομαι να τον μιμηθώ και εγώ. Άλλως τε ο κόσμος σιγά σιγά αραιώνει…
Καλήν εσπέραν άρχοντες / αν είνε ορισμός σας…» (Δ. Γιαννουκάκης, Δεκέμβριος 1932, Αθηναϊκά Νέα)
Το χρονογράφημα του Δ. Γιαννουκάκη βρήκαμε στο βιβλίο του Θωμά Σιταρά Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται 1834-1938 (Εκδόσεις Ωκεανίδα, Αθήνα 2011).
Για περισσότερα κείμενα σχετικά με την Παλιά Αθήνα, μπορείτε να επισκεφθείτε τον ιστότοπο του Θωμά Σιταρά: www.paliaathina.com
http://www.archaiologia.gr
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου