Άναψε φωτιές η μονόφθαλμη Σμυρνιά και για χάρη της έπεσαν κορμιά
σε κέντρο διασκεδάσεως της Γερανίου όπου τραγουδούσε το 1893.
Πηγή των περισσοτέρων εγκλημάτων, στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα,
πλην της τιμής και των ληστειών, ήταν καλλιτέχνιδες του άσματος, ή ελευθερίων
ηθών. Οι καυγάδες για γυναίκα μεταξύ θερμόαιμων θαμώνων καφωδίων, είχαν πάντα αιματηρή
κατάληξη, όπως εκείνο το βράδυ του Αγίου Νικολάου, (6-12-1893), στην οδό Γερανίου. Την ίδια ώρα, ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Δημήτριος Μπαϊρακτάρης βρισκόταν σε επίσκεψη στο σπίτι του εορτάζοντος υποστρατήγου Νίκου Μακρή, στην Κλαυθμώνος, όταν ένας εύζωνας τον ειδοποιεί, ότι στο καφωδείο της « Κιόρ-Κατίνα»
στη Γερανίου, οι θαμώνες σφάζονται μεταξύ τους !
Στο Καφωδείο που έγινε ο καυγάς, τραγουδούσε μια μονόφθαλμη τραγουδίστρια,
η Κιόρ-Κατίνα (τυφλή Κατίνα στα τούρκικα) μια θελκτική καλλονή, με χυμώδες κορμί
που ενέπνεε τον πόθο. Το ένα της μάτι το έχασε σε καυγά στη Σμύρνη από τη γροθιά
του αγαπητικού της και το φονικό που ακολούθησε για χάρη της, την ανάγκασε
να φύγει. Με βαπόρι ήρθε στον Πειραιά κι άρχισε καριέρα στη Γερανίου, όπου
ο κάπελας έβαλε στην ταμπέλα του μαγαζιού του το όνομά της. Φημιζόταν για τους εκπληκτικούς αμανέδες της που ράγιζαν, τις πονεμένες από έρωτα καρδιές των
ανδρών…
Στο καφωδείο, το θέαμα που αντίκρισε ο Μπαϊρακτάρης ήταν συγκλονιστικό.
Γκρεμισμένα ράφια, καταστραμμένες πόρτες και παράθυρα, βαρέλια να τρέχουν
κρασί και τρεις θαμώνες κείτονταν καταγής νεκροί και περίμεναν το κάρο του
δήμου να τους μεταφέρει στο νεκροτομείο του «Ευαγγελισμού»…
«Ποιος τάκανε ορέ αυτά τα φονικά;» Ρώτησε ο Μπαϊρακτάρης τον κάπελα που
βρισκόταν μισοκρυμένος και φοβισμένος πίσω από τον αναποδογυρισμένο
πάγκο του. «Σάματις ξέρω κυρ’ αστυνόμε… Εδώ μπαίνει, βγαίνει κόσμος…»
Με μια απότομη κίνηση τον αρπάζει από το γιακά και τον τραβά με δύναμη στη
μέση του μαγαζιού.«Λέγε γιατί θα την πληρώσεις εσύ! Πού είναι η αμανετσού ;»
Ο κάπελας μέχρι να σηκώσει το κεφάλι του, κάνει την εμφάνισή της η αμανετσού
«Εμένα ζητάτε κυρ’ αστυνόμε ;» Ο Μπαϊρακτάρης γυρίζει και βλέπει μια καλλονή να στέκεται ολόρθη, με προκλητικό χαμόγελο. Το κοφτερό από το ένα της μάτι βλέμμα,
μένει καρφωμένο πάνω του. «Εσύ είσαι η Κιόρ – Κατίνα ; Ντύσου κι έλα μαζί μου…» . Εκείνη απαντά « Έχω δουλειά, δεν μπορώ…»
Μέχρι να καταλάβει η Κιόρ – Κατίνα τι συμβαίνει, δύο εύζωνοι την οδηγούν σηκωτή
στο Τμήμα, όπου αποκαλύπτει ότι ο καυγάς ξεκίνησε από μια παρέα που
διαφωνούσε με μια άλλη για το ποιο τραγούδι θα έλεγε… Η μία ήταν τριών
υπαξιωματικών που υπηρετούσαν στη φρουρά Αθηνών. «Ο μόρτης που έχω
νταλγκά μαζί του, ήταν στην διπλανή παρέα και δεν σήκωνε ζοριλίκια. Φούντωσε,
έβγαλε από το ζωνάρι του την σκανταλιάρα κι έγινε το κακό…»
Ο αγαπητικός της Κιόρ Κατίνας που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του, τραυμάτισε με το μαχαίρι θανάσιμα τον ένα υπαξιωματικό και τράπηκε σε φυγή. Ο δεύτερος
υπαξιωματικός προσπάθησε να φροντίσει τον μαχαιρωμένο συνάδελφο του και
ο τρίτος έτρεξε να ειδοποιήσει την Φρουρά. Μετά από λίγο κατέφθασαν είκοσι εξαγριωμένοι υπαξιωματικοί με όπλα και ξιφολόγχες και τα έκαναν γυαλιά καρφιά! Τσάκισαν στο ξύλο όποιον βρήκαν κι έκανε τον ζόρικο και ξάπλωσαν δύο!
«Τρεις άνδρες μωρή νεκροί για το ένα σου μάτι; Φαντάσου να είχες και το άλλο !…
Και ποιος είναι ο μόρτης σου που καθαρίζει για πάρτη σου;» ρώτησε
ο Μπαϊρακτάρης. «Σάματις ξέρω πού είναι…» Ένα ανάποδο χαστούκι ήταν
αρκετό για να πείσει την μονόφθαλμη σμυρνιά να αποκαλύψει την κρυψώνα
του Κίτσου του Τρομάρα…
Ο Κίτσος ή Τρομάρας, ή Χρήστος Μπαϊρης ή Μουλωχτός, κατηγορήθηκε στο
παρελθόν για φόνο ενός χωροφύλακα, αλλά αθωώθηκε επειδή οι μάρτυρες κατέθεσαν φοβισμένοι ότι φονιάς ήταν κάποιος που τούμοιαζε! Μαχαιροβγάλτης από τους
λίγους, δεν περίμενε ποτέ να χτυπήσει την πόρτα του νυχτιάτικα αστυνομία.
Ξαφνιάστηκε σαν είδε τον Μπαϊρακτάρη. Προσπάθησε να πηδήσει από το πίσω παράθυρο και να εξαφανισθεί για να αποφύγει τη σύλληψη και τον διασυρμό,
αλλά δεν τα κατάφερε.
-->
σε κέντρο διασκεδάσεως της Γερανίου όπου τραγουδούσε το 1893.
Πηγή των περισσοτέρων εγκλημάτων, στα τέλη του 19ου αιώνα στην Αθήνα,
πλην της τιμής και των ληστειών, ήταν καλλιτέχνιδες του άσματος, ή ελευθερίων
ηθών. Οι καυγάδες για γυναίκα μεταξύ θερμόαιμων θαμώνων καφωδίων, είχαν πάντα αιματηρή
κατάληξη, όπως εκείνο το βράδυ του Αγίου Νικολάου, (6-12-1893), στην οδό Γερανίου. Την ίδια ώρα, ο αστυνομικός διευθυντής Αθηνών Δημήτριος Μπαϊρακτάρης βρισκόταν σε επίσκεψη στο σπίτι του εορτάζοντος υποστρατήγου Νίκου Μακρή, στην Κλαυθμώνος, όταν ένας εύζωνας τον ειδοποιεί, ότι στο καφωδείο της « Κιόρ-Κατίνα»
στη Γερανίου, οι θαμώνες σφάζονται μεταξύ τους !
Στο Καφωδείο που έγινε ο καυγάς, τραγουδούσε μια μονόφθαλμη τραγουδίστρια,
η Κιόρ-Κατίνα (τυφλή Κατίνα στα τούρκικα) μια θελκτική καλλονή, με χυμώδες κορμί
που ενέπνεε τον πόθο. Το ένα της μάτι το έχασε σε καυγά στη Σμύρνη από τη γροθιά
του αγαπητικού της και το φονικό που ακολούθησε για χάρη της, την ανάγκασε
να φύγει. Με βαπόρι ήρθε στον Πειραιά κι άρχισε καριέρα στη Γερανίου, όπου
ο κάπελας έβαλε στην ταμπέλα του μαγαζιού του το όνομά της. Φημιζόταν για τους εκπληκτικούς αμανέδες της που ράγιζαν, τις πονεμένες από έρωτα καρδιές των
ανδρών…
Στο καφωδείο, το θέαμα που αντίκρισε ο Μπαϊρακτάρης ήταν συγκλονιστικό.
Γκρεμισμένα ράφια, καταστραμμένες πόρτες και παράθυρα, βαρέλια να τρέχουν
κρασί και τρεις θαμώνες κείτονταν καταγής νεκροί και περίμεναν το κάρο του
δήμου να τους μεταφέρει στο νεκροτομείο του «Ευαγγελισμού»…
«Ποιος τάκανε ορέ αυτά τα φονικά;» Ρώτησε ο Μπαϊρακτάρης τον κάπελα που
βρισκόταν μισοκρυμένος και φοβισμένος πίσω από τον αναποδογυρισμένο
πάγκο του. «Σάματις ξέρω κυρ’ αστυνόμε… Εδώ μπαίνει, βγαίνει κόσμος…»
Με μια απότομη κίνηση τον αρπάζει από το γιακά και τον τραβά με δύναμη στη
μέση του μαγαζιού.«Λέγε γιατί θα την πληρώσεις εσύ! Πού είναι η αμανετσού ;»
Ο κάπελας μέχρι να σηκώσει το κεφάλι του, κάνει την εμφάνισή της η αμανετσού
«Εμένα ζητάτε κυρ’ αστυνόμε ;» Ο Μπαϊρακτάρης γυρίζει και βλέπει μια καλλονή να στέκεται ολόρθη, με προκλητικό χαμόγελο. Το κοφτερό από το ένα της μάτι βλέμμα,
μένει καρφωμένο πάνω του. «Εσύ είσαι η Κιόρ – Κατίνα ; Ντύσου κι έλα μαζί μου…» . Εκείνη απαντά « Έχω δουλειά, δεν μπορώ…»
Μέχρι να καταλάβει η Κιόρ – Κατίνα τι συμβαίνει, δύο εύζωνοι την οδηγούν σηκωτή
στο Τμήμα, όπου αποκαλύπτει ότι ο καυγάς ξεκίνησε από μια παρέα που
διαφωνούσε με μια άλλη για το ποιο τραγούδι θα έλεγε… Η μία ήταν τριών
υπαξιωματικών που υπηρετούσαν στη φρουρά Αθηνών. «Ο μόρτης που έχω
νταλγκά μαζί του, ήταν στην διπλανή παρέα και δεν σήκωνε ζοριλίκια. Φούντωσε,
έβγαλε από το ζωνάρι του την σκανταλιάρα κι έγινε το κακό…»
Ο αγαπητικός της Κιόρ Κατίνας που δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του, τραυμάτισε με το μαχαίρι θανάσιμα τον ένα υπαξιωματικό και τράπηκε σε φυγή. Ο δεύτερος
υπαξιωματικός προσπάθησε να φροντίσει τον μαχαιρωμένο συνάδελφο του και
ο τρίτος έτρεξε να ειδοποιήσει την Φρουρά. Μετά από λίγο κατέφθασαν είκοσι εξαγριωμένοι υπαξιωματικοί με όπλα και ξιφολόγχες και τα έκαναν γυαλιά καρφιά! Τσάκισαν στο ξύλο όποιον βρήκαν κι έκανε τον ζόρικο και ξάπλωσαν δύο!
«Τρεις άνδρες μωρή νεκροί για το ένα σου μάτι; Φαντάσου να είχες και το άλλο !…
Και ποιος είναι ο μόρτης σου που καθαρίζει για πάρτη σου;» ρώτησε
ο Μπαϊρακτάρης. «Σάματις ξέρω πού είναι…» Ένα ανάποδο χαστούκι ήταν
αρκετό για να πείσει την μονόφθαλμη σμυρνιά να αποκαλύψει την κρυψώνα
του Κίτσου του Τρομάρα…
Ο Κίτσος ή Τρομάρας, ή Χρήστος Μπαϊρης ή Μουλωχτός, κατηγορήθηκε στο
παρελθόν για φόνο ενός χωροφύλακα, αλλά αθωώθηκε επειδή οι μάρτυρες κατέθεσαν φοβισμένοι ότι φονιάς ήταν κάποιος που τούμοιαζε! Μαχαιροβγάλτης από τους
λίγους, δεν περίμενε ποτέ να χτυπήσει την πόρτα του νυχτιάτικα αστυνομία.
Ξαφνιάστηκε σαν είδε τον Μπαϊρακτάρη. Προσπάθησε να πηδήσει από το πίσω παράθυρο και να εξαφανισθεί για να αποφύγει τη σύλληψη και τον διασυρμό,
αλλά δεν τα κατάφερε.
Έσπασε το ένα του πόδι, προσπάθησε να πυροβολήσει
αλλά στην ανταλλαγή των πυροβολισμών μια σφαίρα τον βρήκε στο στήθος και τον ξάπλωσε στο καλντερίμι…
Του Τάσου Κ. Κοντογιαννίδη
akontogiannidis@yahoo.gr
Από το pisostapalia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου