Του Κώστα Βεργόπουλου
Με πρόσφατη συνέντευξη του στην Καθημερινή της 31ης Ιανουαρίου, ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων παραδέχθηκε με ειλικρίνεια που τον τιμά μια πραγματικότητα, που όμως αφ’ ενός πληγώνει όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την αλλαγή και επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της τρέχουσας κατάρρευσης της, και αφετέρου τους εμβάλλει σε ακόμη
περισσότερη ανησυχία για τις άμεσες προοπτικές της χωράς και του λαού της.
Οπωσδήποτε κάθε νέα κυβέρνηση δικαιούται να διατηρεί στην αρχή της θητείας της «αυταπάτες» και στη συνέχεια, διαπιστώνοντας με όψιμο ρεαλισμό τις δυνατότητες της, να προσγειώνεται στην πραγματικότητα. Αυτό το δικαίωμα δε μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε από την σημερινή κυβέρνηση. Ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών ομολογεί ότι η κυβέρνηση διατηρούσε «αυταπάτες» που κατέρρευσαν όσον αφορά την επίλυση του ελληνικου προβλήματος με βάση την ενδεχόμενη στήριξη από την Κίνα, την Ρωσία, τον Ντράγκι και το μέτωπο των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος αναφέρεται σε αυτές αφήνει να διαφανεί και κάποιο κρίσιμο κυβερνητικό έλλειμμα διαπραγματευτικής ικανότητος. Χωρίς την κατάλληλη κυβερνητική διαχείριση, τότε όλες ανεξαιρέτως οι εναλλακτικές λύσεις μπορούν να καίγονται η μια μετά την άλλη και να χαρακτηρίζονται τελικά «αυταπάτες».
Ακόμη και οι καλύτερες ιδέες και με τις καλύτερες των προθέσεων μπορούν να καταλήγουν «αυταπάτες», όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρόγραμμα εφαρμογής τους. Υπάρχουν «αυταπάτες» που με πρόσφορη διαχείριση μπορούν να αποδεικνύονται εφικτές και αντίστροφα εφικτές εξ αρχής επιλογές που όμως στη συνέχεια να μοιάζουν με αυταπάτες λόγω απρόσφορης διαχείρισης.
Μέχρι στιγμής, ουδέποτε έγινε γνωστό κάποιο συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα εφαρμογής βάσει του οποίου οι αναφερόμενες από τον πρόεδρο περιπτώσεις αποδείχθηκαν «αυταπάτες». Ως γνωστόν, ένα πράγμα η έμπνευση και οι ιδέες, άλλο η εφαρμογή τους.
Έπειτα, στις δηλώσεις του πρόεδρου ουδεμία διάκριση γίνεται ανάμεσα στις εντός και στις εκτός Ευρωζώνης λύσεις, σα να πρόκειται για ισοδύναμες. Όμως, κάθε μια από αυτές είναι διαφορετική και θα απαιτούσε την ιδιαίτερη κατανόησή της με την κατάθεση εξειδικευμένων κάθε φορά προτάσεων, πράγμα που επίσης ουδέποτε συνέβη. Όσον αφορά στην Ρωσία και στην Κίνα, εάν η κυβέρνηση διακινούσε σοβαρά παρόμοια προοπτική, θα όφειλε να έχει καταθέσει πρόγραμμα συνεργασίας με αυτές τις χώρες και όχι να βασίζεται σε αβασάνιστες, συναισθηματικές εκρήξεις εμπνευσμένες είτε από την ιστορία είτε από την γεωπολιτική. Όσο το πρόγραμμα αυτό δεν παρουσιάζεται, τόσο οι εναλλακτικές λύσεις θα βγαίνουν «αυταπάτες».
Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος αναφέρθηκε στις «αυταπάτες» σχετικά με τον Ντράγκι και το μέτωπο του Νότου. Ωστόσο, παρά την εκτίμησή του, τόσο ο ένας όσο και το άλλο δεν έχουν ξεφουσκώσει, δε μοιάζουν για «αυταπάτες», αλλά αντίθετα συνεχίζουν την πορεία τους. Με την αισθητή διαφορά για την χώρα μας ότι αυτή παραμένει απ’ έξω και χωρίς κανένα ειδικό βάρος από κάθε σχεδιασμό είτε της ΕΚΤ είτε των χωρών του Νότου. Ο μεν Ιταλός πρόεδρος της ΕΚΤ συνεχίζει την επιθετική νομισματική πολιτική του των χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων, παρά τις πιέσεις των Γερμανών πολιτικών, επεκτείνει την προσφορά φθηνού χρήματος σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, εκτός βέβαια της Ελλάδος και παράλληλα η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει δημοσία χρέη των χωρών μελών στο κοινό νόμισμα, ενώ η χώρα μας αγνοείται και δεν λαμβάνεται υπόψη σε κανένα από τα προγράμματά της.
Τουναντίον μάλιστα, ενώ σε ολόκληρη την Ευρωζώνη η ρευστότητα αυξάνεται και με μηδενικό κόστος, στη χώρα μας μειώνεται και με κόστος χρήματος αισθητά ανώτερο από ο,τι στην υπόλοιπη νομισματική περιοχή. Γιατί η χώρα μας δε συμμετέχει στην «ποσοτική χαλάρωση» ούτε στις αγορές από την ΕΚΤ τίτλων δημοσίου χρέους των χωρών μελών στο ευρώ; Επειδή άραγε τα προγράμματα αυτά είναι «αυταπάτες» ή μήπως επειδή ουδέποτε διαπραγματεύθηκε με πρόσφορο τρόπο την ένταξή της σε αυτά; Ακόμη και την επισήμανση του ΔΝΤ σχετικά με την λανθασμένη εκτίμηση των πολλαπλασιαστών από τις δραστικές περικοπές δαπανών και εισοδημάτων στη χώρα μας, δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει καμιά ελληνική κυβέρνηση και όχι μόνον οι προηγούμενες, αλλά και ακόμη λιγότερο η σημερινή.
Τέλος, όσον αφορά στο μέτωπο των χωρών του Νότου, φαίνεται ότι ο ίδιος ο Ντράγκι, που δεν το έχει τόσο ανάγκη, ποντάρει με ρεαλισμό σε αυτό πολύ περισσότερο από ο,τι η χώρα μας, για την οποία εν τούτοις αυτό αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου. Το μέτωπο δεν παύει οργανώνεται εκ των πραγμάτων και μέχρι στιγμής περιλαμβάνει τις Γαλλία και Ιταλία, με πιθανή επέκταση προς την Ισπανία, ενώ η χώρα μας αγνοείται, παραμένοντας στην υποδειγματική τήρηση του προγράμματος από το οποίο οι άλλες χώρες του Νότου σταδιακά αποστασιοποιούνται. Ενόσω δεν υπάρχει σοβαρή και τεκμηριωμένη επεξεργασία με συγκεκριμένες προτάσεις, κάθε εναλλακτική λύση θα καταλήγει μοιραία να μοιάζει με «αυταπάτη» και η ευθύνη για αυτό θα επιρρίπτεται συνεχώς στους άλλους που δεν θα έχουν σταθεί στο ύψος των δικών μας προσδοκιών και αναγκών.
Με την ίδια ευκαιρία, ο πρόεδρος της Βουλής, παντα με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια, ομολογεί ότι «δεν δημοσιοποιήσαμε πολλά πράγματα για να μην φτύνει ο κόσμος την Αριστερά». Σέβομαι τον αγωνιστή Νίκο Βούτση, όμως αυτή η εκμυστήρευση θα μπορούσε να είναι η χαριστική βολή, αυτή που αποτελειώνει τον θανάσιμα πληγωμένο. Δεν κοινολογούμε τις θλιβερές αδυναμίες μας για να μην μας πάρει ο κόσμος με τις πέτρες. Όμως, όταν παραδεχόμαστε ότι αυτές είναι υπαρκτές και όχι απλή συκοφαντία των αντιπάλων, τότε καταλήγουμε στο αυτό αποτέλεσμα και τα εφιαλτικά σενάρια δικαιούνται να αγριεύουν στις προσδοκίες της κοινωνίας από την κυβέρνηση. Ενόσω ο πρόεδρος της Βουλής επιβεβαιώνει το πρόβλημα, χωρίς να προσδιορίζει την έκτασή του, δικαιούται ακόμη και ο καλόπιστος πολίτης να φοβάται ότι οι διαστάσεις του δεν περιορίζονται σε μερικά κυβερνητικά κλιμάκια, αλλά αφορούν στο σύνολο.
Ο πρόεδρος κλείνει τις διαπιστώσεις του με την διαβεβαίωση ότι η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει από την λαϊκή αποδοκιμασία, αφού μέχρι σήμερα σε όλες τις πρόσφατες αναμετρήσεις βγαίνει κερδισμένη. «Τρίβουμε τα χεριά μας εμείς». Όμως, το ζήτημα δεν είναι το τι συνέβη στις παρελθούσες αναμετρήσεις, αλλά το τι εγγυμονεί να συμβεί στις επόμενες. Όχι το ποιος τρίβει τα χέρια μέχρι σήμερα, αλλά το ποιος τα τρίβει τελευταίος. Και ότι βρίσκεται σε λάθος δρόμο, ουδείς λόγος υπάρχει για να προεξοφλείται ότι θα συνεχίζει απερίσπαστο την λανθασμένη πορεία του και με την συγκατάθεσή παντα των θυμάτων του.
Παρ’ όλο που η χώρα μας χρησιμοποιείται ως «πειραματόζωο», φαίνεται ότι από την θλιβερή εμπειρία όλες οι άλλες, πλην Ελλάδος, χώρες αντλούν κάποια διδάγματα. Η σημερινή κυβέρνηση παραμένει στην πλάνη ότι εφαρμόζοντας υποδειγματικά το πρόγραμμα που η ίδια έχει άλλοτε καταγγείλει ως «ανεφάρμοστο», οι δανειστές θα την διευκολύνουν στην αποπληρωμή του χρέους της. Όμως, εάν το ανεφάρμοστο αποδειχθεί εφαρμόσιμο, τότε θα έχει δοθεί η απόδειξη ότι δεν χρειάζεται καμιά απολύτως διευκόλυνση. Άραγε δεν θα έπρεπε και η χώρα μας να αντλεί τα δικά της διδάγματα από την οδυνηρή εμπειρία, αντί να περιορίζεται στην χωρίς αντιστάθμισμα πρόθυμη, άγονη και υποδειγματική τήρηση των μνημοναικών δεσμεύσεών της, που δεν οδηγούν παρά στο μεγάλο πουθενά;
Από το kostasxan
-->
Με πρόσφατη συνέντευξη του στην Καθημερινή της 31ης Ιανουαρίου, ο πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων παραδέχθηκε με ειλικρίνεια που τον τιμά μια πραγματικότητα, που όμως αφ’ ενός πληγώνει όσους ενδιαφέρονται πραγματικά για την αλλαγή και επιβίωση της ελληνικής κοινωνίας μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο της τρέχουσας κατάρρευσης της, και αφετέρου τους εμβάλλει σε ακόμη
περισσότερη ανησυχία για τις άμεσες προοπτικές της χωράς και του λαού της.
Οπωσδήποτε κάθε νέα κυβέρνηση δικαιούται να διατηρεί στην αρχή της θητείας της «αυταπάτες» και στη συνέχεια, διαπιστώνοντας με όψιμο ρεαλισμό τις δυνατότητες της, να προσγειώνεται στην πραγματικότητα. Αυτό το δικαίωμα δε μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε από την σημερινή κυβέρνηση. Ο πρώην Υπουργός Εσωτερικών ομολογεί ότι η κυβέρνηση διατηρούσε «αυταπάτες» που κατέρρευσαν όσον αφορά την επίλυση του ελληνικου προβλήματος με βάση την ενδεχόμενη στήριξη από την Κίνα, την Ρωσία, τον Ντράγκι και το μέτωπο των χωρών του Ευρωπαϊκού Νότου. Ωστόσο, ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος αναφέρεται σε αυτές αφήνει να διαφανεί και κάποιο κρίσιμο κυβερνητικό έλλειμμα διαπραγματευτικής ικανότητος. Χωρίς την κατάλληλη κυβερνητική διαχείριση, τότε όλες ανεξαιρέτως οι εναλλακτικές λύσεις μπορούν να καίγονται η μια μετά την άλλη και να χαρακτηρίζονται τελικά «αυταπάτες».
Ακόμη και οι καλύτερες ιδέες και με τις καλύτερες των προθέσεων μπορούν να καταλήγουν «αυταπάτες», όταν δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρόγραμμα εφαρμογής τους. Υπάρχουν «αυταπάτες» που με πρόσφορη διαχείριση μπορούν να αποδεικνύονται εφικτές και αντίστροφα εφικτές εξ αρχής επιλογές που όμως στη συνέχεια να μοιάζουν με αυταπάτες λόγω απρόσφορης διαχείρισης.
Μέχρι στιγμής, ουδέποτε έγινε γνωστό κάποιο συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα εφαρμογής βάσει του οποίου οι αναφερόμενες από τον πρόεδρο περιπτώσεις αποδείχθηκαν «αυταπάτες». Ως γνωστόν, ένα πράγμα η έμπνευση και οι ιδέες, άλλο η εφαρμογή τους.
Έπειτα, στις δηλώσεις του πρόεδρου ουδεμία διάκριση γίνεται ανάμεσα στις εντός και στις εκτός Ευρωζώνης λύσεις, σα να πρόκειται για ισοδύναμες. Όμως, κάθε μια από αυτές είναι διαφορετική και θα απαιτούσε την ιδιαίτερη κατανόησή της με την κατάθεση εξειδικευμένων κάθε φορά προτάσεων, πράγμα που επίσης ουδέποτε συνέβη. Όσον αφορά στην Ρωσία και στην Κίνα, εάν η κυβέρνηση διακινούσε σοβαρά παρόμοια προοπτική, θα όφειλε να έχει καταθέσει πρόγραμμα συνεργασίας με αυτές τις χώρες και όχι να βασίζεται σε αβασάνιστες, συναισθηματικές εκρήξεις εμπνευσμένες είτε από την ιστορία είτε από την γεωπολιτική. Όσο το πρόγραμμα αυτό δεν παρουσιάζεται, τόσο οι εναλλακτικές λύσεις θα βγαίνουν «αυταπάτες».
Από την άλλη πλευρά, ο πρόεδρος αναφέρθηκε στις «αυταπάτες» σχετικά με τον Ντράγκι και το μέτωπο του Νότου. Ωστόσο, παρά την εκτίμησή του, τόσο ο ένας όσο και το άλλο δεν έχουν ξεφουσκώσει, δε μοιάζουν για «αυταπάτες», αλλά αντίθετα συνεχίζουν την πορεία τους. Με την αισθητή διαφορά για την χώρα μας ότι αυτή παραμένει απ’ έξω και χωρίς κανένα ειδικό βάρος από κάθε σχεδιασμό είτε της ΕΚΤ είτε των χωρών του Νότου. Ο μεν Ιταλός πρόεδρος της ΕΚΤ συνεχίζει την επιθετική νομισματική πολιτική του των χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων, παρά τις πιέσεις των Γερμανών πολιτικών, επεκτείνει την προσφορά φθηνού χρήματος σε ολόκληρη την Ευρωζώνη, εκτός βέβαια της Ελλάδος και παράλληλα η ΕΚΤ συνεχίζει να αγοράζει δημοσία χρέη των χωρών μελών στο κοινό νόμισμα, ενώ η χώρα μας αγνοείται και δεν λαμβάνεται υπόψη σε κανένα από τα προγράμματά της.
Τουναντίον μάλιστα, ενώ σε ολόκληρη την Ευρωζώνη η ρευστότητα αυξάνεται και με μηδενικό κόστος, στη χώρα μας μειώνεται και με κόστος χρήματος αισθητά ανώτερο από ο,τι στην υπόλοιπη νομισματική περιοχή. Γιατί η χώρα μας δε συμμετέχει στην «ποσοτική χαλάρωση» ούτε στις αγορές από την ΕΚΤ τίτλων δημοσίου χρέους των χωρών μελών στο ευρώ; Επειδή άραγε τα προγράμματα αυτά είναι «αυταπάτες» ή μήπως επειδή ουδέποτε διαπραγματεύθηκε με πρόσφορο τρόπο την ένταξή της σε αυτά; Ακόμη και την επισήμανση του ΔΝΤ σχετικά με την λανθασμένη εκτίμηση των πολλαπλασιαστών από τις δραστικές περικοπές δαπανών και εισοδημάτων στη χώρα μας, δεν μπόρεσε να αξιοποιήσει καμιά ελληνική κυβέρνηση και όχι μόνον οι προηγούμενες, αλλά και ακόμη λιγότερο η σημερινή.
Τέλος, όσον αφορά στο μέτωπο των χωρών του Νότου, φαίνεται ότι ο ίδιος ο Ντράγκι, που δεν το έχει τόσο ανάγκη, ποντάρει με ρεαλισμό σε αυτό πολύ περισσότερο από ο,τι η χώρα μας, για την οποία εν τούτοις αυτό αποτελεί ζήτημα ζωής και θανάτου. Το μέτωπο δεν παύει οργανώνεται εκ των πραγμάτων και μέχρι στιγμής περιλαμβάνει τις Γαλλία και Ιταλία, με πιθανή επέκταση προς την Ισπανία, ενώ η χώρα μας αγνοείται, παραμένοντας στην υποδειγματική τήρηση του προγράμματος από το οποίο οι άλλες χώρες του Νότου σταδιακά αποστασιοποιούνται. Ενόσω δεν υπάρχει σοβαρή και τεκμηριωμένη επεξεργασία με συγκεκριμένες προτάσεις, κάθε εναλλακτική λύση θα καταλήγει μοιραία να μοιάζει με «αυταπάτη» και η ευθύνη για αυτό θα επιρρίπτεται συνεχώς στους άλλους που δεν θα έχουν σταθεί στο ύψος των δικών μας προσδοκιών και αναγκών.
Με την ίδια ευκαιρία, ο πρόεδρος της Βουλής, παντα με αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια, ομολογεί ότι «δεν δημοσιοποιήσαμε πολλά πράγματα για να μην φτύνει ο κόσμος την Αριστερά». Σέβομαι τον αγωνιστή Νίκο Βούτση, όμως αυτή η εκμυστήρευση θα μπορούσε να είναι η χαριστική βολή, αυτή που αποτελειώνει τον θανάσιμα πληγωμένο. Δεν κοινολογούμε τις θλιβερές αδυναμίες μας για να μην μας πάρει ο κόσμος με τις πέτρες. Όμως, όταν παραδεχόμαστε ότι αυτές είναι υπαρκτές και όχι απλή συκοφαντία των αντιπάλων, τότε καταλήγουμε στο αυτό αποτέλεσμα και τα εφιαλτικά σενάρια δικαιούνται να αγριεύουν στις προσδοκίες της κοινωνίας από την κυβέρνηση. Ενόσω ο πρόεδρος της Βουλής επιβεβαιώνει το πρόβλημα, χωρίς να προσδιορίζει την έκτασή του, δικαιούται ακόμη και ο καλόπιστος πολίτης να φοβάται ότι οι διαστάσεις του δεν περιορίζονται σε μερικά κυβερνητικά κλιμάκια, αλλά αφορούν στο σύνολο.
Ο πρόεδρος κλείνει τις διαπιστώσεις του με την διαβεβαίωση ότι η κυβέρνηση δεν κινδυνεύει από την λαϊκή αποδοκιμασία, αφού μέχρι σήμερα σε όλες τις πρόσφατες αναμετρήσεις βγαίνει κερδισμένη. «Τρίβουμε τα χεριά μας εμείς». Όμως, το ζήτημα δεν είναι το τι συνέβη στις παρελθούσες αναμετρήσεις, αλλά το τι εγγυμονεί να συμβεί στις επόμενες. Όχι το ποιος τρίβει τα χέρια μέχρι σήμερα, αλλά το ποιος τα τρίβει τελευταίος. Και ότι βρίσκεται σε λάθος δρόμο, ουδείς λόγος υπάρχει για να προεξοφλείται ότι θα συνεχίζει απερίσπαστο την λανθασμένη πορεία του και με την συγκατάθεσή παντα των θυμάτων του.
Παρ’ όλο που η χώρα μας χρησιμοποιείται ως «πειραματόζωο», φαίνεται ότι από την θλιβερή εμπειρία όλες οι άλλες, πλην Ελλάδος, χώρες αντλούν κάποια διδάγματα. Η σημερινή κυβέρνηση παραμένει στην πλάνη ότι εφαρμόζοντας υποδειγματικά το πρόγραμμα που η ίδια έχει άλλοτε καταγγείλει ως «ανεφάρμοστο», οι δανειστές θα την διευκολύνουν στην αποπληρωμή του χρέους της. Όμως, εάν το ανεφάρμοστο αποδειχθεί εφαρμόσιμο, τότε θα έχει δοθεί η απόδειξη ότι δεν χρειάζεται καμιά απολύτως διευκόλυνση. Άραγε δεν θα έπρεπε και η χώρα μας να αντλεί τα δικά της διδάγματα από την οδυνηρή εμπειρία, αντί να περιορίζεται στην χωρίς αντιστάθμισμα πρόθυμη, άγονη και υποδειγματική τήρηση των μνημοναικών δεσμεύσεών της, που δεν οδηγούν παρά στο μεγάλο πουθενά;
- Ο Κώστας Βεργόπουλος είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Paris VIII – Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην www.huffingtonpost.gr
Από το kostasxan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου