«Ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων, και Ιησούς δικάζεται και...
κατακρίνεται Σταυρώ και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον»!
Λίγο πριν την ανάγνωση του 12ου Ευαγγελίου τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται ο συγκεκριμένος ύμνος ο οποίος αναφέρεται στην καταδικαστική απόφαση κατά του Ιησού.
Η απόδοση των στίχων αυτών στη νεοελληνική έχει ως εξής:
«Ήδη ο κονδυλοφόρος βουτιέται στο μελάνι και γράφεται η απόφαση από άδικους δικαστές με την οποία ο Χριστός, καταδικάζεται στον διά Σταυρού θάνατο. Και η Δημιουργία πάσχει καθώς αντικρίζει τον Κύριο και Δημιουργό της στον Σταυρό».
Και έτσι προκύπτει ένα απλό ερώτημα: Είχε ο Ιησούς ο Ναζωραίος μια δίκαιη δίκη ή στάλθηκε στο σταυρό και στο θάνατο «παρά κριτών αδίκων»!
Η απάντηση σε αυτό είναι εύκολη ακόμα και από νομικής άποψης. Η απόφαση για τη σταύρωση δεν στηρίχθηκε ούτε στο Μωσαϊκό νόμο, ούτε στο ρωμαϊκό δίκαιο. Ο Χριστός έπρεπε να πεθάνει και αυτό θα γινόταν πάση θυσία…
Το φιλί της προδοσίας, η σύλληψη και η… προανάκριση
Η δικαστική περιπέτεια του Ιησού ξεκινά με το φιλί του Ιούδα. Το φιλί της προδοσίας. Από αυτό το σημείο και έπειτα ξεκινάνε τα παράδοξα. Επί Ρωμαϊκής κατοχής στην Ιουδαία τον πρώτο λόγο τον είχε ο Ρωμαίος έπαρχος.
Στην Ιερουσαλήμ, ωστόσο, ίσχυε ένα ιδιαίτερο καθεστώς, με ορισμένες αρμοδιότητες να έχουν παραχωρηθεί στο Εβραϊκό Συνέδριο ή αλλιώς το συμβούλιο των Εβραίων της Παλαιστίνης.
Στο Συνέδριο ανήκαν και οι Φρουροί του Ναού, οι οποίοι είχαν το ρόλο της Αστυνομίας στην περιοχή. Επιπλέον, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, στη δικαιοδοσία του Συνεδρίου υπάγονταν τα εγκλήματα θρησκευτικής φύσης ενώ για όλα τα υπόλοιπα (μέχρι και αυτά για τα οποία επιβαλλόταν ποινή θανάτου) είχε διττό ρόλο.
Αρχικά συγκέντρωνε όλο το υλικό της υπόθεσης (προανακριτικό υλικό), πριν το στείλει στον Ρωμαίο έπαρχο ο οποίος είχε πλέον τον πρώτο λόγο. Όταν η υπόθεση έφτανε στην ανάκριση (στον Ρωμαίο έπαρχο δηλαδή) οι άνθρωποι του Συνεδρίου αναλάμβαναν το ρόλο του δημόσιου κατήγορου, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Εδώ, όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα. Είναι δυνατόν αυτός που κάνει την προανάκριση να είναι στη συνέχεια και ο δημόσιος κατήγορος; Και ιδιαίτερα σε μια δίκη που η πρόθεση της μιας πλευράς για καταδίκη του κατηγορούμενου είναι εκπεφρασμένη και ξεκάθαρη; Προφανώς και όχι…
Ο Καϊάφας, οι ψευδομάρτυρες και το… επ’ αυτοφώρω αδίκημα της βλασφημίας
Με αυτά τα δεδομένα ο Ιησούς βρέθηκε μπροστά στα 70 μέλη του Συνέδριου επικεφαλής των οποίων ήταν ο αρχιερέας Καϊάφας. Αξίζει να σημειωθεί πως στη συντριπτική τους πλειονότητα τα μέλη του Συνεδρίου ήταν Σαδδουκαίοι, δηλαδή μέλη μιας αριστοκρατικής συντηρητικής αίρεσης που συνεργαζόταν με τη Ρώμη.
Ο Καϊάφας τον υποδέχεται στο σπίτι του, νύχτα και υποβάλει τον Ιησού σε μια (πάντα με βάση τα σημερινά δεδομένα) προκαταρτική εξέταση-ανάκριση. Οι «κατηγορίες» που αποδίδονται στον Ναζωραίο ήταν πως οι οπαδοί του τον εμφανίζουν ως Μεσσία και (το κυριότερο) Βασιλιά των Ιουδαίων ενώ και ο ίδιος μέσα από το κήρυγμα του ασκεί κριτική στο μωσαϊκό νόμο (θεματοφύλακες του οποίου είναι τα μέλη του Συνεδρίου) και προκαλεί ταραχές με σημαντικότερη την εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό!
Για να στηριχθούν οι κατηγορίες έπρεπε να υπάρχουν δύο μάρτυρες οι οποίοι σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Μάρκο έπεσαν σε αντιφάσεις. Με βάση αυτό αλλά και το γεγονός ότι σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο η «αυτοκατηγορία» δεν ήταν νομικά έγκυρη, έπρεπε να βρεθεί μια κατηγορία, ώστε, ο Ιησούς να παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου.
Αυτή βρέθηκε με ένα «τέχνασμα» του Καϊάφα. Στην ερώτηση του αρχιερέα: «Εσύ είσαι ο υιός του Θεού; Ο βασιλιάς των Ιουδαίων;», απάντησε «Εγώ ειμί». Συνεπώς η κατηγορία βασίστηκε στο επ’ αυτοφώρω αδίκημα της βλασφημίας. Από νομική άποψη, σε μια ρωμαϊκή επαρχία όπου ίσχυαν δύο συστήματα, η διπλή κατηγορία ήταν δυνατή.
Η δήλωση ότι είναι υιός του Θεού και βασιλιάς των Ιουδαίων ήταν ένα αδίκημα αντίληψης ή θρησκείας απέναντι στις ιουδαϊκές αρχές, αλλά ήταν και ένα έγκλημα εσχάτης προδοσίας απέναντι στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο.
Η πιο αμφιλεγόμενη δίκη της ιστορίας και ο ρόλος του Πιλάτου
Μέχρι αυτό το σημείο υπάρχουν πολλές δικονομικές παραβάσεις. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι πως το Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου, συνεδρίασε νύκτα και όχι μέρα όπως ρητά αναφερόταν στους νόμους, ενώ ξεκάθαρη κατηγορία δεν προέκυψε από τις καταθέσεις των δυο μαρτύρων.
Επιπλέον ο Ιησούς στερήθηκε κάθε υπεράσπισης ενώ και η ψηφοφορία που ακολούθησε ανάμεσα στα μέλη του Συνεδρίου δεν έγινε όπως όριζαν οι κανόνες (από τον νεότερο προς τον παλαιότερο προκειμένου να μην επηρεαστούν μεταξύ τους) ενώ ο Καϊάφας «διέρρηξε τα ιμάτια του» σε μια προφανή κίνηση που και υποκριτική ήταν και επηρέαζε τα υπόλοιπα μέλη.
Κάπως έτσι ο Ιησούς φτάνει ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου για να ξεκινήσει η δίκη η οποία έχει τουλάχιστον δυο βαθμούς κρίσης. Ο πρώτος αρχίζει και ολοκληρώνεται σχεδόν άμεσα με την αθώωση λόγω ανεπάρκειας αποδείξεων («Εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω», είπε ο Πιλάτος, Κατά Ιωάννην Ιθ’, 4).
Ο δεύτερος βαθμός εμπλέκει στην υπόθεση τον Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Γαλιλαίας. Η πράξη της… «ανταρσίας» του Χριστού συνέβη κυρίως στη Γαλιλαία. Έτσι ο Πιλάτος προσπάθησε να ρίξει το «μπαλάκι» στον ηγεμόνα αυτού του βασιλείου.
Στις επίμονες ερωτήσεις του Ηρώδη, ο Χριστός σώπασε. Εκ πρώτης όψης, λοιπόν, καταδικάστηκε χωρίς αποδείξεις αλλά με βάση το Ρωμαϊκό δίκαιο σύμφωνα με το οποίο η μη υπεράσπιση του εαυτού σου ισοδυναμούσε με «confessio», δηλαδή ομολογία ενοχής!
Ο Βαραββάς, το «νίπτω τας χείρας μου» και η οριστική καταδίκη
Ο Ναζωραίος επιστρέφει στον Πιλάτο από τον Ηρώδη χωρίς ουσιαστικά να έχει καταδικαστεί. Μέχρι και εκείνη την ώρα ούτε ο Πιλάτος, ούτε και ο Ηρώδης έχουν καταδικάσει τον Ιησού κάτι που μπορεί να μη γινόταν αν ο Πιλάτος δεν έβαζε τον λαό να επιλέξει ανάμεσα στον Χριστό και τον επαναστάτη Βαραββά.
Οι πρώτες δυο πράξεις για την απονομή χάριτος που προέβλεπε το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν η indulgentia (άφεση) και η abolitio (έφεση). Η πρώτη ήταν ευεργέτημα του αυτοκράτορα, ενώ η δεύτερη ήταν στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη και εφαρμοζόταν στους κρατούμενους εν αναμονή της δίκης. Η τρίτη ήταν η απελευθέρωση ενός κρατουμένου με αφορμή το Πάσχα. Ο Πιλάτος βάζει σε ψηφοφορία δια βοής την επιλογή ανάμεσα στους δυο.
Η επιλογή για τον λαό ανάμεσα σε έναν ιεροκήρυκα και έναν επαναστάτη ήταν εύκολη υπόθεση. Ο Πιλάτος «νίπτει τας χείρας του» και κάθεται στο έδρανο (sella curulis), μια κίνηση που επικύρωνε τη δικαστική απόφαση.
-->
κατακρίνεται Σταυρώ και πάσχει η κτίσις εν Σταυρώ καθορώσα τον Κύριον»!
Λίγο πριν την ανάγνωση του 12ου Ευαγγελίου τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται ο συγκεκριμένος ύμνος ο οποίος αναφέρεται στην καταδικαστική απόφαση κατά του Ιησού.
Η απόδοση των στίχων αυτών στη νεοελληνική έχει ως εξής:
«Ήδη ο κονδυλοφόρος βουτιέται στο μελάνι και γράφεται η απόφαση από άδικους δικαστές με την οποία ο Χριστός, καταδικάζεται στον διά Σταυρού θάνατο. Και η Δημιουργία πάσχει καθώς αντικρίζει τον Κύριο και Δημιουργό της στον Σταυρό».
Και έτσι προκύπτει ένα απλό ερώτημα: Είχε ο Ιησούς ο Ναζωραίος μια δίκαιη δίκη ή στάλθηκε στο σταυρό και στο θάνατο «παρά κριτών αδίκων»!
Η απάντηση σε αυτό είναι εύκολη ακόμα και από νομικής άποψης. Η απόφαση για τη σταύρωση δεν στηρίχθηκε ούτε στο Μωσαϊκό νόμο, ούτε στο ρωμαϊκό δίκαιο. Ο Χριστός έπρεπε να πεθάνει και αυτό θα γινόταν πάση θυσία…
Το φιλί της προδοσίας, η σύλληψη και η… προανάκριση
Η δικαστική περιπέτεια του Ιησού ξεκινά με το φιλί του Ιούδα. Το φιλί της προδοσίας. Από αυτό το σημείο και έπειτα ξεκινάνε τα παράδοξα. Επί Ρωμαϊκής κατοχής στην Ιουδαία τον πρώτο λόγο τον είχε ο Ρωμαίος έπαρχος.
Στην Ιερουσαλήμ, ωστόσο, ίσχυε ένα ιδιαίτερο καθεστώς, με ορισμένες αρμοδιότητες να έχουν παραχωρηθεί στο Εβραϊκό Συνέδριο ή αλλιώς το συμβούλιο των Εβραίων της Παλαιστίνης.
Στο Συνέδριο ανήκαν και οι Φρουροί του Ναού, οι οποίοι είχαν το ρόλο της Αστυνομίας στην περιοχή. Επιπλέον, σύμφωνα με κάποιους μελετητές, στη δικαιοδοσία του Συνεδρίου υπάγονταν τα εγκλήματα θρησκευτικής φύσης ενώ για όλα τα υπόλοιπα (μέχρι και αυτά για τα οποία επιβαλλόταν ποινή θανάτου) είχε διττό ρόλο.
Αρχικά συγκέντρωνε όλο το υλικό της υπόθεσης (προανακριτικό υλικό), πριν το στείλει στον Ρωμαίο έπαρχο ο οποίος είχε πλέον τον πρώτο λόγο. Όταν η υπόθεση έφτανε στην ανάκριση (στον Ρωμαίο έπαρχο δηλαδή) οι άνθρωποι του Συνεδρίου αναλάμβαναν το ρόλο του δημόσιου κατήγορου, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Εδώ, όμως, υπάρχει ένα πρόβλημα. Είναι δυνατόν αυτός που κάνει την προανάκριση να είναι στη συνέχεια και ο δημόσιος κατήγορος; Και ιδιαίτερα σε μια δίκη που η πρόθεση της μιας πλευράς για καταδίκη του κατηγορούμενου είναι εκπεφρασμένη και ξεκάθαρη; Προφανώς και όχι…
Ο Καϊάφας, οι ψευδομάρτυρες και το… επ’ αυτοφώρω αδίκημα της βλασφημίας
Με αυτά τα δεδομένα ο Ιησούς βρέθηκε μπροστά στα 70 μέλη του Συνέδριου επικεφαλής των οποίων ήταν ο αρχιερέας Καϊάφας. Αξίζει να σημειωθεί πως στη συντριπτική τους πλειονότητα τα μέλη του Συνεδρίου ήταν Σαδδουκαίοι, δηλαδή μέλη μιας αριστοκρατικής συντηρητικής αίρεσης που συνεργαζόταν με τη Ρώμη.
Ο Καϊάφας τον υποδέχεται στο σπίτι του, νύχτα και υποβάλει τον Ιησού σε μια (πάντα με βάση τα σημερινά δεδομένα) προκαταρτική εξέταση-ανάκριση. Οι «κατηγορίες» που αποδίδονται στον Ναζωραίο ήταν πως οι οπαδοί του τον εμφανίζουν ως Μεσσία και (το κυριότερο) Βασιλιά των Ιουδαίων ενώ και ο ίδιος μέσα από το κήρυγμα του ασκεί κριτική στο μωσαϊκό νόμο (θεματοφύλακες του οποίου είναι τα μέλη του Συνεδρίου) και προκαλεί ταραχές με σημαντικότερη την εκδίωξη των εμπόρων από τον Ναό!
Για να στηριχθούν οι κατηγορίες έπρεπε να υπάρχουν δύο μάρτυρες οι οποίοι σύμφωνα με τον ευαγγελιστή Μάρκο έπεσαν σε αντιφάσεις. Με βάση αυτό αλλά και το γεγονός ότι σύμφωνα με τον εβραϊκό νόμο η «αυτοκατηγορία» δεν ήταν νομικά έγκυρη, έπρεπε να βρεθεί μια κατηγορία, ώστε, ο Ιησούς να παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου.
Αυτή βρέθηκε με ένα «τέχνασμα» του Καϊάφα. Στην ερώτηση του αρχιερέα: «Εσύ είσαι ο υιός του Θεού; Ο βασιλιάς των Ιουδαίων;», απάντησε «Εγώ ειμί». Συνεπώς η κατηγορία βασίστηκε στο επ’ αυτοφώρω αδίκημα της βλασφημίας. Από νομική άποψη, σε μια ρωμαϊκή επαρχία όπου ίσχυαν δύο συστήματα, η διπλή κατηγορία ήταν δυνατή.
Η δήλωση ότι είναι υιός του Θεού και βασιλιάς των Ιουδαίων ήταν ένα αδίκημα αντίληψης ή θρησκείας απέναντι στις ιουδαϊκές αρχές, αλλά ήταν και ένα έγκλημα εσχάτης προδοσίας απέναντι στον Ρωμαίο αυτοκράτορα Τιβέριο.
Η πιο αμφιλεγόμενη δίκη της ιστορίας και ο ρόλος του Πιλάτου
Μέχρι αυτό το σημείο υπάρχουν πολλές δικονομικές παραβάσεις. Οι σημαντικότερες από αυτές είναι πως το Συνέδριο συνεδρίασε στο σπίτι του αρχιερέα και όχι στο κτίριο του Δικαστηρίου, συνεδρίασε νύκτα και όχι μέρα όπως ρητά αναφερόταν στους νόμους, ενώ ξεκάθαρη κατηγορία δεν προέκυψε από τις καταθέσεις των δυο μαρτύρων.
Επιπλέον ο Ιησούς στερήθηκε κάθε υπεράσπισης ενώ και η ψηφοφορία που ακολούθησε ανάμεσα στα μέλη του Συνεδρίου δεν έγινε όπως όριζαν οι κανόνες (από τον νεότερο προς τον παλαιότερο προκειμένου να μην επηρεαστούν μεταξύ τους) ενώ ο Καϊάφας «διέρρηξε τα ιμάτια του» σε μια προφανή κίνηση που και υποκριτική ήταν και επηρέαζε τα υπόλοιπα μέλη.
Κάπως έτσι ο Ιησούς φτάνει ενώπιον του Πόντιου Πιλάτου για να ξεκινήσει η δίκη η οποία έχει τουλάχιστον δυο βαθμούς κρίσης. Ο πρώτος αρχίζει και ολοκληρώνεται σχεδόν άμεσα με την αθώωση λόγω ανεπάρκειας αποδείξεων («Εν αυτώ ουδεμίαν αιτίαν ευρίσκω», είπε ο Πιλάτος, Κατά Ιωάννην Ιθ’, 4).
Ο δεύτερος βαθμός εμπλέκει στην υπόθεση τον Ηρώδη Αντύπα, τετράρχη της Γαλιλαίας. Η πράξη της… «ανταρσίας» του Χριστού συνέβη κυρίως στη Γαλιλαία. Έτσι ο Πιλάτος προσπάθησε να ρίξει το «μπαλάκι» στον ηγεμόνα αυτού του βασιλείου.
Στις επίμονες ερωτήσεις του Ηρώδη, ο Χριστός σώπασε. Εκ πρώτης όψης, λοιπόν, καταδικάστηκε χωρίς αποδείξεις αλλά με βάση το Ρωμαϊκό δίκαιο σύμφωνα με το οποίο η μη υπεράσπιση του εαυτού σου ισοδυναμούσε με «confessio», δηλαδή ομολογία ενοχής!
Ο Βαραββάς, το «νίπτω τας χείρας μου» και η οριστική καταδίκη
Ο Ναζωραίος επιστρέφει στον Πιλάτο από τον Ηρώδη χωρίς ουσιαστικά να έχει καταδικαστεί. Μέχρι και εκείνη την ώρα ούτε ο Πιλάτος, ούτε και ο Ηρώδης έχουν καταδικάσει τον Ιησού κάτι που μπορεί να μη γινόταν αν ο Πιλάτος δεν έβαζε τον λαό να επιλέξει ανάμεσα στον Χριστό και τον επαναστάτη Βαραββά.
Οι πρώτες δυο πράξεις για την απονομή χάριτος που προέβλεπε το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν η indulgentia (άφεση) και η abolitio (έφεση). Η πρώτη ήταν ευεργέτημα του αυτοκράτορα, ενώ η δεύτερη ήταν στη δικαιοδοσία του κυβερνήτη και εφαρμοζόταν στους κρατούμενους εν αναμονή της δίκης. Η τρίτη ήταν η απελευθέρωση ενός κρατουμένου με αφορμή το Πάσχα. Ο Πιλάτος βάζει σε ψηφοφορία δια βοής την επιλογή ανάμεσα στους δυο.
Η επιλογή για τον λαό ανάμεσα σε έναν ιεροκήρυκα και έναν επαναστάτη ήταν εύκολη υπόθεση. Ο Πιλάτος «νίπτει τας χείρας του» και κάθεται στο έδρανο (sella curulis), μια κίνηση που επικύρωνε τη δικαστική απόφαση.
Πηγή
Από το tro-ma-ktiko
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου