Γράφει ο Δημήτρης Γερμιώτης
Η Αθήνα της Αρχαιότητας, όπως και η «παλιά Αθήνα» του 19ου αιώνα, είχε τους...
«τύπους» της.
Ανθρώπους ιδιόμορφους, που μόνο με την παρουσία τους και την συμπεριφορά τους προκαλούσαν την προσοχή και γι΄ αυτό ορισμένοι από αυτούς πέρασαν στην ιστορία. Τέτοιος «τύπος» ήταν και ο Τίμων Εχεκρατίδου Κολυττεύς, ο επονομασθείς Μισάνθρωπος.
Έζησε την εποχή του
Πελοποννησιακού πολέμου, ήταν από καλή οικογένεια, αρκετά πλούσιος και πήρε φιλοσοφική μόρφωση, αλλά εύπιστος και καλόκαρδος, με αποτέλεσμα να τον περιτριγυρίσουν κόλακες και παράσιτοι, που παριστάνοντας τους φίλους του, κατάφεραν να του φάνε όλη την περιουσία.
Σε έναν από αυτούς τον Φιλιάδη, χάρισε ένα μεγάλο χωράφι για να προικίσει την κόρη του, σε έναν άλλον τον Δημέα, τον ρήτορα, που κατηγορήθηκε για κατάχρηση και κινδύνευε να καταδικαστεί, ο Τίμων του έδωσε το τεράστιο ποσό των ένδεκα ταντάλων (σα να λέμε τριάντα χιλιάδες ευρώ), για να αποφύγει την καταδίκη. Και επειδή, σύμφωνα με τον πανάρχαιο κώδικα ανθρώπινης συμπεριφοράς, η αχαριστία είναι παιδί της ευεργεσίας, όλοι αυτοί οι κόλακες και παράσιτοι του γύρισαν την πλάτη, όταν δεν του απόμεινε τίποτα.
Ο Τίμων, πάμπτωχος πλέον, αποσύρθηκε σε ένα μικρό χτηματάκι που είχε στις πλαγιές του Υμηττού, κοντά στη σημερινή Ηλιούπολη και μετά βίας επιβίωνε, καλλιεργώντας το μόνος του. Η δυστυχία τον έκανε να τραβηχτεί στον εαυτό του και να μη θέλει να δει άνθρωπο στα μάτια του. Έπαψε να πηγαίνει στο Άστυ και στην Αγορά, έπαψε να συναναστρέφεται με ανθρώπους και όσους τον επισκέπτονταν στην καλύβα του, τους έδιωχνε πετροβολώντας τους.
Φυσικά, μολονότι ήταν πολίτης με όλα τα δικαιώματα της ιδιότητάς του αυτής, σταμάτησε να προσέρχεται στην Εκκλησία του Δήμου και αρνήθηκε να αναλάβει οποιοδήποτε αξίωμα ή λειτούργημα, που ως πολίτης εδικαιούτο. Έτσι με τον καιρό ονομάστηκε από τους συμπολίτες του, Τίμων ο Μισάνθρωπος.
Έναν και μοναδικό άνθρωπο ανεχόταν, τον Απέναντο, μισάνθρωπο, όπως αυτός, που τελικά συγκατοίκησε μαζί του. Δε θα μπορούσε να τους πει κανείς φίλους, αφού σπανίως αλλάζανε μια δυο κουβέντες. Απλώς ανεχόταν ο ένας τον άλλον και όταν κάποτε γιόρτασαν τις «επιτάφιες σπονδές», μετά το καθιερωμένο γεύμα, ο Απέναντος είπε στον Τίμωνα
«Ωραίο δεν ήταν το γεύμα μας Τίμων;»
αυτός του απάντησε
«Πράγματι ήταν ωραίο και θα ήταν ωραιότερο αν δεν ήσουνα κι εσύ στο τραπέζι»
Όπως έγραψα στο προηγούμενο σημείωμά μου για τα φαιδρά καμώματα του Αλκιβιάδη, όταν ο Τίμων έμαθε πως οι Αθηναίοι είχαν εκλέξει τον Αλκιβιάδη μεταξύ των δέκα στρατηγών χάρηκε πολύ γιατί προέβλεπε πως η Αθήνα θα πάθαινε μεγάλες συμφορές από την εκλογή αυτή. Και δεν έπεσε έξω.
Μολονότι ο ίδιος αποστρεφόταν τους συμπολίτες του και απέφευγε κάθε συνάφεια μαζί τους, οι Αθηναίοι μιλούσαν συχνά για τις παραξενιές του και ο Αριστοφάνης τον σατίρισε στις κωμωδίες του «Όρνιθες» και «Λυσιστράτη».
Όπως γράφω πιο μπροστά, δεν πατούσε το πόδι του στην Αθήνα και φυσικά δε συμμετείχε στην Εκκλησία του Δήμου. Εντούτοις κάποια μέρα φάνηκε στην Πνύκα, την ώρα που συνεδρίαζε αυτό το ανώτατο όργανο της Δημοκρατίας. Έγινε μεγάλο σούσουρο, που το διαδέχτηκε η κατάπληξη, όταν ο Τίμων ζήτησε τον λόγο. Ανέβηκε πράγματι στο βήμα και εν μέσω νεκρικής σιγής είπε στους συγκεντρωμένους πολίτες
«Άνδρες Αθηναίοι, όπως ξέρετε στο χτήμα που έχω στους πρόποδες του Υμηττού, υπάρχει μια συκιά, που χρησίμεψε ως τώρα σε πολλούς για να κρεμαστούν. Επειδή σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα εκεί και θα κόψω αυτή τη συκιά θα ήθελα να ειδοποιήσω όσους έχουν σκοπό να αυτοκτονήσουν, να το κάνουν σύντομα, πριν κόψω το δέντρο».
Μετά από αυτόν τον σύντομο «λόγο» ο Τίμων κατέβηκε από το βήμα και έφυγε αμέσως από την Εκκλησία του Δήμου.
Κάποτε, αρκετά μεγάλος στην ηλικία, έπεσε από μιαν αχλαδιά και χτύπησε άσκημα. Δε θέλησε να φωνάξει γιατρό και το τραύμα κακοφόρμισε, έπαθε γάγγραινα και τελικά ο Τίμων πέθανε.
Τον έθαψαν στην παραλία του Σαρωνικού, στον δρόμο που οδηγεί από τον Πειραιά στο Σούνιο. Στον τάφο του, που ήταν φυσικά πάντοτε απεριποίητος, σκεπασμένος με αγκάθια και πέτρες, υπήρχε επίγραμμα, που υπαγόρευσε ο ίδιος πριν πεθάνει:
«Διαβάτη, αφού αφήκα μιαν άθλια ζωή, κοιμάμαι σ΄ αυτόν τον τάφο. Μη ζητήσεις να μάθεις το όνομά μου αλλά πήγαινε στον διάβολο*».
-->
Η Αθήνα της Αρχαιότητας, όπως και η «παλιά Αθήνα» του 19ου αιώνα, είχε τους...
«τύπους» της.
Ανθρώπους ιδιόμορφους, που μόνο με την παρουσία τους και την συμπεριφορά τους προκαλούσαν την προσοχή και γι΄ αυτό ορισμένοι από αυτούς πέρασαν στην ιστορία. Τέτοιος «τύπος» ήταν και ο Τίμων Εχεκρατίδου Κολυττεύς, ο επονομασθείς Μισάνθρωπος.
Έζησε την εποχή του
Πελοποννησιακού πολέμου, ήταν από καλή οικογένεια, αρκετά πλούσιος και πήρε φιλοσοφική μόρφωση, αλλά εύπιστος και καλόκαρδος, με αποτέλεσμα να τον περιτριγυρίσουν κόλακες και παράσιτοι, που παριστάνοντας τους φίλους του, κατάφεραν να του φάνε όλη την περιουσία.
Σε έναν από αυτούς τον Φιλιάδη, χάρισε ένα μεγάλο χωράφι για να προικίσει την κόρη του, σε έναν άλλον τον Δημέα, τον ρήτορα, που κατηγορήθηκε για κατάχρηση και κινδύνευε να καταδικαστεί, ο Τίμων του έδωσε το τεράστιο ποσό των ένδεκα ταντάλων (σα να λέμε τριάντα χιλιάδες ευρώ), για να αποφύγει την καταδίκη. Και επειδή, σύμφωνα με τον πανάρχαιο κώδικα ανθρώπινης συμπεριφοράς, η αχαριστία είναι παιδί της ευεργεσίας, όλοι αυτοί οι κόλακες και παράσιτοι του γύρισαν την πλάτη, όταν δεν του απόμεινε τίποτα.
Ο Τίμων, πάμπτωχος πλέον, αποσύρθηκε σε ένα μικρό χτηματάκι που είχε στις πλαγιές του Υμηττού, κοντά στη σημερινή Ηλιούπολη και μετά βίας επιβίωνε, καλλιεργώντας το μόνος του. Η δυστυχία τον έκανε να τραβηχτεί στον εαυτό του και να μη θέλει να δει άνθρωπο στα μάτια του. Έπαψε να πηγαίνει στο Άστυ και στην Αγορά, έπαψε να συναναστρέφεται με ανθρώπους και όσους τον επισκέπτονταν στην καλύβα του, τους έδιωχνε πετροβολώντας τους.
Φυσικά, μολονότι ήταν πολίτης με όλα τα δικαιώματα της ιδιότητάς του αυτής, σταμάτησε να προσέρχεται στην Εκκλησία του Δήμου και αρνήθηκε να αναλάβει οποιοδήποτε αξίωμα ή λειτούργημα, που ως πολίτης εδικαιούτο. Έτσι με τον καιρό ονομάστηκε από τους συμπολίτες του, Τίμων ο Μισάνθρωπος.
Έναν και μοναδικό άνθρωπο ανεχόταν, τον Απέναντο, μισάνθρωπο, όπως αυτός, που τελικά συγκατοίκησε μαζί του. Δε θα μπορούσε να τους πει κανείς φίλους, αφού σπανίως αλλάζανε μια δυο κουβέντες. Απλώς ανεχόταν ο ένας τον άλλον και όταν κάποτε γιόρτασαν τις «επιτάφιες σπονδές», μετά το καθιερωμένο γεύμα, ο Απέναντος είπε στον Τίμωνα
«Ωραίο δεν ήταν το γεύμα μας Τίμων;»
αυτός του απάντησε
«Πράγματι ήταν ωραίο και θα ήταν ωραιότερο αν δεν ήσουνα κι εσύ στο τραπέζι»
Όπως έγραψα στο προηγούμενο σημείωμά μου για τα φαιδρά καμώματα του Αλκιβιάδη, όταν ο Τίμων έμαθε πως οι Αθηναίοι είχαν εκλέξει τον Αλκιβιάδη μεταξύ των δέκα στρατηγών χάρηκε πολύ γιατί προέβλεπε πως η Αθήνα θα πάθαινε μεγάλες συμφορές από την εκλογή αυτή. Και δεν έπεσε έξω.
Μολονότι ο ίδιος αποστρεφόταν τους συμπολίτες του και απέφευγε κάθε συνάφεια μαζί τους, οι Αθηναίοι μιλούσαν συχνά για τις παραξενιές του και ο Αριστοφάνης τον σατίρισε στις κωμωδίες του «Όρνιθες» και «Λυσιστράτη».
Όπως γράφω πιο μπροστά, δεν πατούσε το πόδι του στην Αθήνα και φυσικά δε συμμετείχε στην Εκκλησία του Δήμου. Εντούτοις κάποια μέρα φάνηκε στην Πνύκα, την ώρα που συνεδρίαζε αυτό το ανώτατο όργανο της Δημοκρατίας. Έγινε μεγάλο σούσουρο, που το διαδέχτηκε η κατάπληξη, όταν ο Τίμων ζήτησε τον λόγο. Ανέβηκε πράγματι στο βήμα και εν μέσω νεκρικής σιγής είπε στους συγκεντρωμένους πολίτες
«Άνδρες Αθηναίοι, όπως ξέρετε στο χτήμα που έχω στους πρόποδες του Υμηττού, υπάρχει μια συκιά, που χρησίμεψε ως τώρα σε πολλούς για να κρεμαστούν. Επειδή σκοπεύω να χτίσω μια καλύβα εκεί και θα κόψω αυτή τη συκιά θα ήθελα να ειδοποιήσω όσους έχουν σκοπό να αυτοκτονήσουν, να το κάνουν σύντομα, πριν κόψω το δέντρο».
Μετά από αυτόν τον σύντομο «λόγο» ο Τίμων κατέβηκε από το βήμα και έφυγε αμέσως από την Εκκλησία του Δήμου.
Κάποτε, αρκετά μεγάλος στην ηλικία, έπεσε από μιαν αχλαδιά και χτύπησε άσκημα. Δε θέλησε να φωνάξει γιατρό και το τραύμα κακοφόρμισε, έπαθε γάγγραινα και τελικά ο Τίμων πέθανε.
Τον έθαψαν στην παραλία του Σαρωνικού, στον δρόμο που οδηγεί από τον Πειραιά στο Σούνιο. Στον τάφο του, που ήταν φυσικά πάντοτε απεριποίητος, σκεπασμένος με αγκάθια και πέτρες, υπήρχε επίγραμμα, που υπαγόρευσε ο ίδιος πριν πεθάνει:
«Διαβάτη, αφού αφήκα μιαν άθλια ζωή, κοιμάμαι σ΄ αυτόν τον τάφο. Μη ζητήσεις να μάθεις το όνομά μου αλλά πήγαινε στον διάβολο*».
Η ιστορία που διαβάσατε είναι παρμένη από τον Λουκιανό, που αφιέρωσε στον Τίμωνα το έργο «Τίμων ο Μισάνθρωπος», ενώ πολύ προσφυώς, σε ένα άλλο βιβλίο του, στην «Αληθή Ιστορία», τον έχει βάλει θυρωρό στις πύλες του Άδη! Τον Τίμωνα τον αναφέρει επίσης ο Πλούταρχος, ενώ ο Σαίξπηρ έχει γράψει το δράμα «Τίμων ο Αθηναίος».
Πηγή
Από το tro-ma-ktiko
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου