Θα σας γυρίσω 87 χρόνια πίσω· τότε που τα παιδιά γύριζαν άφοβα στους δρόμους και ο κόσμος τα περίμενε με λαχτάρα για να ακούσει τα κάλαντα. Απολαύστε πώς τ’αλάνια της Παλιάς Αθήνας κατέστρωναν μεγαλεπήβολα σχέδια για τα κάλαντα. Θα καταλάβετε έτσι, πώς μερικά απ’ αυτά εξελίχθηκαν σε επιτυχημένους επιχειρηματίες!
-Σας τάπανε; Ακούγονταν στις γειτονιές…
-Αμέ…
-Και του χρόνου…
Και οι περήφανοι πρωταγωνιστές αυτού του υπέροχου σκηνικού, τα ξυπόλητα τάγματα, έπαιρναν σοβαρά το ρόλο τους. Για πολλά παιδιά ίσως και νάταν το μοναδικό χαρτζιλίκι…
Με τη βοήθεια του ρεπόρτερ του «Ημερήσιου Τύπου» μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε το σχεδιασμό της «επόμενης ημέρας»
Πάρτε εικόνα:
«Τύφλα νάχουνε οι πολιτικές ζυμώσεις των ημερών αυτών. Έπρεπε να σας είχα μαζύ μου, σε μια γύρα που έκαμα προχθές στις συνοικίες των Αθηνών, για να καταλάβετε τι θα πή «ζύμωσις» και τι θα πή «παζάρεμα». Νταραβέρι, όχι αστεία. Όλοι οι «ευέλπιδες» στην Πλάκα, στη Γούβα, στα Παντρεμενάδικα, στο Κολωνάκι, στα Πετράλωνα, στου Ψυρρή, στη Νεάπολι, στα Πευκάκια, ήσαν ανάστατοι.
Εγίνετο το «παζάρεμα» και «κλείνανε οι παρέες» που θα «λέγαν’ τα Χριστούγεννα» κατά την χθεσινή ημέρα. Ο Κιόρης, ο Σάλτσας, ο Χαμπλεχούρας, ο Τζουτζουκλαράκιας, ο Τσίμπλας, ο Στραπάτσος. Ο Νικούρδας και τόσα άλλα σημαίνοντα ονόματα των «ξυπολήτων ταγμάτων» των αθηναϊκών συνοικιών, ήσαν εις την ημερησία διάταξι.
Το να σχηματισθή «παρέα» από τους «ευέλπιδες» κάθε γειτονιάς, για να πούνε «τα Χριστούγεννα» δεν είνε μικρό πράμα. Έπρεπε να ικανοποιηθούν φιλοδοξίες, να κατοχυρωθούν συμφέροντα, να αναγνωρισθούν «νταήδες» και όλα αυτά, ως αντιλαμβάνεσθε, έχουν τις δυσκολίες τους.
-Τζουτζουκλαράκια, τα περσυνά θα λείψουνε. Να το ξέρης. Δεν πάω εγώ στο τμήμα, χρονιάρα μέρα για τη μοιρασά. Αποφαίνεται σοβαρώς ο Στραπάτσος, επίλεκτον μέλος της αλαναρίας των Πευκακίων.
-Και πέρσυ ποιος σούπε να πάς μέσα ρέ; Μοναχός τα ήθελες. Από την μοβορία σου και από την γκρίνια σου έγιναν ούλα. Αλλοιώς θα μοιράζαμε την «κάσα» σαν αδρέφια.
-Ετούτο είνε κι’ όλας. Θα βρεθώ και χρεοφελέτης. Άκου. Τζουτζουκλαράκια. Εφέτος την είσπραξι θα την κάνω εγώ. Εγώ θα είμαι η «κάσα».
-Το μόνο που δεν γίνεται. Παραγγέλνω στη Βηθλεέμ και σταματάει η γέννα στη μέση.
-Νάτα. Τα γλέπεις;
-Τι να γλέπω ρέ; Άμα κανονίσουμε τα μερίδια από εξαρχής, τα πράματα θα πάνε εν τάξει.
Και ο πονηρός Τζουτζουκλαράκιας εξαγγέλλει επισήμως τον τρόπον με τον οποίον εννοεί να γίνη η μοιρασιά της κάσας, ενώ κεχηνότες οι σύντροφοί του τα ακούουν όρθιοι σε ένα τρίστρατο της οδού Δαφνομήλης.
-Η κάσα θα γένη τέσσερα μερδικά. Ένα εγώ, ένα για τα όργανα…
-Μερδικό για τα όργανα; Ποια όργανα;-Το τουμπερλέκι και το τρίγωνο;
-Δεν έχουνε λεφτά αυτά ρέ; Ή θες να τα προσφέρω τζάμπα στην κομπανία; Ο Σίνας επέθανε για να χαρίζη.
-Και σάματης δεν θα μείνουνε δικά σου πάλι;
-Έχουνε φτορά, ρέ τα όργανα. Έτσι τα ξέρεις τα πράμματα; Το τουμπερλέκι έχει ένα ενηάρι και με τις γρουμπανιές που θα του δίνει ο Κλάψας πάει το λαγοτόμαρο. Του χρόνου θα θέλει άλλο. Λοιπό. Δύο μερδικά εγώ, ένα εσύ και ένα ο Κλάψας. Είσαι φχαριστημένος;
-Μας υποχρέωσες τα μέγαρα.
-Γιατί;
-Ίσο μερδικό ο Κλάψας, ίσο εγώ;
-Αφού θα κάνει μπάσο ο άνθρωπος.
-Δεν αφίνεις την κουβέντα καημένε; Αυτός κάνει σαν κλάξον.
-Έτσι είνε ο μπάσος, φίλε. Μπάσος και να κάνη το ψιλό του, πάει;
-Ναι. Αλλά όμοια ο Κλάψας, όμοια εγώ, που κάνω τετραφωνία μαναχός μου, πάλε δεν πάει. Λοιπό, για να μην κουράζωνται οι φωνές μας απ’ τ’ απόψε, η είσπραξη θα γίνη τρία μερδικά και όχι τέσσερα.
Προ της κατηγορηματικής αυτής δηλώσεως του κυρίου Γκαβίλια, που κάνει «τετραφωνία μοναχός του» ο Τζουτζουκλαράκιας υπεχώρησε και η «παρέα έκλεισε».
***
Σ’ ένα απόμερο καφφενεδάκι των Πετραλώνων πεισματώδης διεξάγεται συζήτησις μεταξύ των κ.κ. Τσίμπλα, Στραπάτσου και Νίκουρδα. Και αφορμή η παράστασις της «μόστρας».
Το κοινόν εδώ έχει απαιτήσεις. Με το τουμπερλέκι και με το τρίγωνο τα πράμματα δεν λύονται. Πρέπει η παρέα να έχη και «μόστρα». Ένα ομοίωμα δηλαδή πολεμικού πλοίου οπότε η «μόστρα» θα είνε «ηρωικιά» ή την εικόνα της Γενοβέφας οπότε θα είνε «ερωτικιά»!
Το ειρηνόφιλο πνεύμα της εποχής έχει επιδράσει επί την πλειοψηφίαν της παρέας και γι’ αυτό αποφαίνεται υπέρ της «ερωτικιάς» εμφανίσεως της «μόστρας». Ο Στραπάτσος όμως επιμένει και με επιχειρήματα ακαταμάχητα.
-Ρέ σεις ο κόσμος σήμερις συνείθισε να την γλέπη ζωντανή τη γυναίκα τσίτσιδο. Θα σε πλερώση γιατί θα του την πας στη ζωγραφιά; Τον «Αβέρωφ» θα βάλουμε «μόστρα». Τετέλεσται.
Και προ της κατηγορηματικότητος του «τετέλεσται» του Στραπάτσου η πλειοψηφία υποχωρεί. Αλλά ο Τσίμπλας υποβάλλει έτερον όρον.
-Παιδιά. Να είμαστ’ εξηγημένοι. Στης εφτά η ώρα θα μοιραστή η είσπραξι.
-Γιατί; Τότες είνε η δουλειά στο φόρτε της.
-Τότες στις εφτά θα μου δώστε μπροστάντζα.
-Για ποια δουλειά;
-Θέλω να πάρω κινίνο της γρηάς να ζυμώση.
-Με κινίνο θα ζυμώση ρέ;
-Το μόνο που έχει αγνή φαρίνα. Οι φούρνοι πουλάνε νοθευμένο.
Ο Τσίμπλας συγκεντρώνει τας συμπαθείας της παρέας, ως προστάτης οικογενείας και η παράκλησίς του εισακούεται.
-->
-Σας τάπανε; Ακούγονταν στις γειτονιές…
-Αμέ…
-Και του χρόνου…
Και οι περήφανοι πρωταγωνιστές αυτού του υπέροχου σκηνικού, τα ξυπόλητα τάγματα, έπαιρναν σοβαρά το ρόλο τους. Για πολλά παιδιά ίσως και νάταν το μοναδικό χαρτζιλίκι…
Με τη βοήθεια του ρεπόρτερ του «Ημερήσιου Τύπου» μπορέσαμε να παρακολουθήσουμε το σχεδιασμό της «επόμενης ημέρας»
Πάρτε εικόνα:
«Τύφλα νάχουνε οι πολιτικές ζυμώσεις των ημερών αυτών. Έπρεπε να σας είχα μαζύ μου, σε μια γύρα που έκαμα προχθές στις συνοικίες των Αθηνών, για να καταλάβετε τι θα πή «ζύμωσις» και τι θα πή «παζάρεμα». Νταραβέρι, όχι αστεία. Όλοι οι «ευέλπιδες» στην Πλάκα, στη Γούβα, στα Παντρεμενάδικα, στο Κολωνάκι, στα Πετράλωνα, στου Ψυρρή, στη Νεάπολι, στα Πευκάκια, ήσαν ανάστατοι.
Εγίνετο το «παζάρεμα» και «κλείνανε οι παρέες» που θα «λέγαν’ τα Χριστούγεννα» κατά την χθεσινή ημέρα. Ο Κιόρης, ο Σάλτσας, ο Χαμπλεχούρας, ο Τζουτζουκλαράκιας, ο Τσίμπλας, ο Στραπάτσος. Ο Νικούρδας και τόσα άλλα σημαίνοντα ονόματα των «ξυπολήτων ταγμάτων» των αθηναϊκών συνοικιών, ήσαν εις την ημερησία διάταξι.
Το να σχηματισθή «παρέα» από τους «ευέλπιδες» κάθε γειτονιάς, για να πούνε «τα Χριστούγεννα» δεν είνε μικρό πράμα. Έπρεπε να ικανοποιηθούν φιλοδοξίες, να κατοχυρωθούν συμφέροντα, να αναγνωρισθούν «νταήδες» και όλα αυτά, ως αντιλαμβάνεσθε, έχουν τις δυσκολίες τους.
-Τζουτζουκλαράκια, τα περσυνά θα λείψουνε. Να το ξέρης. Δεν πάω εγώ στο τμήμα, χρονιάρα μέρα για τη μοιρασά. Αποφαίνεται σοβαρώς ο Στραπάτσος, επίλεκτον μέλος της αλαναρίας των Πευκακίων.
-Και πέρσυ ποιος σούπε να πάς μέσα ρέ; Μοναχός τα ήθελες. Από την μοβορία σου και από την γκρίνια σου έγιναν ούλα. Αλλοιώς θα μοιράζαμε την «κάσα» σαν αδρέφια.
-Ετούτο είνε κι’ όλας. Θα βρεθώ και χρεοφελέτης. Άκου. Τζουτζουκλαράκια. Εφέτος την είσπραξι θα την κάνω εγώ. Εγώ θα είμαι η «κάσα».
-Το μόνο που δεν γίνεται. Παραγγέλνω στη Βηθλεέμ και σταματάει η γέννα στη μέση.
-Νάτα. Τα γλέπεις;
-Τι να γλέπω ρέ; Άμα κανονίσουμε τα μερίδια από εξαρχής, τα πράματα θα πάνε εν τάξει.
Και ο πονηρός Τζουτζουκλαράκιας εξαγγέλλει επισήμως τον τρόπον με τον οποίον εννοεί να γίνη η μοιρασιά της κάσας, ενώ κεχηνότες οι σύντροφοί του τα ακούουν όρθιοι σε ένα τρίστρατο της οδού Δαφνομήλης.
-Η κάσα θα γένη τέσσερα μερδικά. Ένα εγώ, ένα για τα όργανα…
-Μερδικό για τα όργανα; Ποια όργανα;-Το τουμπερλέκι και το τρίγωνο;
-Δεν έχουνε λεφτά αυτά ρέ; Ή θες να τα προσφέρω τζάμπα στην κομπανία; Ο Σίνας επέθανε για να χαρίζη.
-Και σάματης δεν θα μείνουνε δικά σου πάλι;
-Έχουνε φτορά, ρέ τα όργανα. Έτσι τα ξέρεις τα πράμματα; Το τουμπερλέκι έχει ένα ενηάρι και με τις γρουμπανιές που θα του δίνει ο Κλάψας πάει το λαγοτόμαρο. Του χρόνου θα θέλει άλλο. Λοιπό. Δύο μερδικά εγώ, ένα εσύ και ένα ο Κλάψας. Είσαι φχαριστημένος;
-Μας υποχρέωσες τα μέγαρα.
-Γιατί;
-Ίσο μερδικό ο Κλάψας, ίσο εγώ;
-Αφού θα κάνει μπάσο ο άνθρωπος.
-Δεν αφίνεις την κουβέντα καημένε; Αυτός κάνει σαν κλάξον.
-Έτσι είνε ο μπάσος, φίλε. Μπάσος και να κάνη το ψιλό του, πάει;
-Ναι. Αλλά όμοια ο Κλάψας, όμοια εγώ, που κάνω τετραφωνία μαναχός μου, πάλε δεν πάει. Λοιπό, για να μην κουράζωνται οι φωνές μας απ’ τ’ απόψε, η είσπραξη θα γίνη τρία μερδικά και όχι τέσσερα.
Προ της κατηγορηματικής αυτής δηλώσεως του κυρίου Γκαβίλια, που κάνει «τετραφωνία μοναχός του» ο Τζουτζουκλαράκιας υπεχώρησε και η «παρέα έκλεισε».
***
Σ’ ένα απόμερο καφφενεδάκι των Πετραλώνων πεισματώδης διεξάγεται συζήτησις μεταξύ των κ.κ. Τσίμπλα, Στραπάτσου και Νίκουρδα. Και αφορμή η παράστασις της «μόστρας».
Το κοινόν εδώ έχει απαιτήσεις. Με το τουμπερλέκι και με το τρίγωνο τα πράμματα δεν λύονται. Πρέπει η παρέα να έχη και «μόστρα». Ένα ομοίωμα δηλαδή πολεμικού πλοίου οπότε η «μόστρα» θα είνε «ηρωικιά» ή την εικόνα της Γενοβέφας οπότε θα είνε «ερωτικιά»!
Το ειρηνόφιλο πνεύμα της εποχής έχει επιδράσει επί την πλειοψηφίαν της παρέας και γι’ αυτό αποφαίνεται υπέρ της «ερωτικιάς» εμφανίσεως της «μόστρας». Ο Στραπάτσος όμως επιμένει και με επιχειρήματα ακαταμάχητα.
-Ρέ σεις ο κόσμος σήμερις συνείθισε να την γλέπη ζωντανή τη γυναίκα τσίτσιδο. Θα σε πλερώση γιατί θα του την πας στη ζωγραφιά; Τον «Αβέρωφ» θα βάλουμε «μόστρα». Τετέλεσται.
Και προ της κατηγορηματικότητος του «τετέλεσται» του Στραπάτσου η πλειοψηφία υποχωρεί. Αλλά ο Τσίμπλας υποβάλλει έτερον όρον.
-Παιδιά. Να είμαστ’ εξηγημένοι. Στης εφτά η ώρα θα μοιραστή η είσπραξι.
-Γιατί; Τότες είνε η δουλειά στο φόρτε της.
-Τότες στις εφτά θα μου δώστε μπροστάντζα.
-Για ποια δουλειά;
-Θέλω να πάρω κινίνο της γρηάς να ζυμώση.
-Με κινίνο θα ζυμώση ρέ;
-Το μόνο που έχει αγνή φαρίνα. Οι φούρνοι πουλάνε νοθευμένο.
Ο Τσίμπλας συγκεντρώνει τας συμπαθείας της παρέας, ως προστάτης οικογενείας και η παράκλησίς του εισακούεται.
Ούτω κατόπιν αμοιβαίων υποχωρήσεων δια της λογικής ή της καρπαζάς, οι «παρέες» έκλεισαν και τόσον πολυάριθμα μάλιστα ώστε πολλοί των συμπολιτών να υποφέρουν σήμερον από παράκρουσι από το ατελείωτο … Να τα πούμεεεε;».
Ημερήσιος Τύπος, 1930, Ι. Παπαδιαμαντόπουλος
http://paliaathina.com/gr
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου