Κοντά στη Δυτική είσοδο της πόλης της Ναυπάκτου, κολλητά στο φρούριο, βρίσκεται ένα κτιριακό συγκρότημα, που με την επιβλητική του μορφή προκαλεί την προσοχή εκείνων που για πρώτη φορά το αντικρίζουν. Κι όλοι τους, καθώς στέκονται να το θαυμάσουν και να το περιεργαστούν, αναρωτιούνται.
Τι άραγε κρύβεται πίσω από τη μεγαλόπρεπη μορφή του; Και ποια να είναι η ιστορία του; Αυτό είναι το στοιχειωμένο αρχοντικό. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα αποτελείται από
δύο κτίρια. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε χτίστηκαν.
Όμως, από τις διάφορες ενδείξεις συμπεραίνεται πως το καθένα από αυτά χτίστηκε σε διαφορετική από το άλλο περίοδο. Εκείνο που βρίσκεται κολλητά με το φρούριο φαίνεται πως χτίστηκε στο δέκατο πέμπτο αιώνα, το άλλο που είναι στα ανατολικά του πρώτου, μάλλον χτίστηκε κατά το δέκατο έκτο αιώνα.
Από τα διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία, την τεχνοκρατία και γενικά από τον εσωτερικό τους διάκοσμο, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα πως για την κατασκευή τους θα έπρεπε να εργάστηκαν Φλωρεντινοί και Βενετσιάνοι, σαν ειδικοί τεχνίτες.
Ανάμεσα στα δυο αυτά κτίρια περνάει ο δρόμος, που ξεκινώντας από τη δυτική είσοδο της πόλης, οδηγεί προς τη σιδηρόπορτα που είναι μια από τις εισόδους του φρουρίου, που οδηγεί προς το άλλοτε τζαμί. Αργότερα τα δύο αυτά κτίσματα, συνδέθηκαν μεταξύ τους, με άλλο κτίσμα, που για να μην αποκοπεί ο δρόμος που περνούσε ανάμεσα τους χτίστηκε απάνω σε λιθαρόχτιστα τόξα.
Κι έτσι ο δρόμος δεν αποκόπηκε, χωρίς να προκαλείται καμία δυσχέρεια στη χρησιμοποίηση του. Το θόλο (ημισφαιρική οροφή) που σχηματίζεται κάτω από το ενωτικό κτίσμα, τον αποκαλούν "Καμάρα" ονομασία που και σήμερα χρησιμοποιείται σαν τοπωνύμιο εκείνου του μέρους.
Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, επειδή χρησιμοποιείτο για κατοικία, του άρχοντα της πόλης το αποκαλούσαν αρχοντικό.
Στην περίοδο που οι Τούρκοι κρατούσαν τη Ναύπακτο το χρησιμοποιούσαν για διοικητήριο και για κατοικία του Τούρκου διοικητή. Γι αυτό και το αποκαλούσαν "σεράγι" που στην Ελληνική γλώσσα σημαίνει αρχοντικό.
Μετά την παράδοση της Ναυπάκτου από τους Τούρκους στους Έλληνες που, όπως είναι γνωστό από την ιστορία, έγινε στις 18 Απριλίου 1829, η Ελληνική κυβέρνηση, πολλά από τα πρώην Τούρκικα σπίτια της Ναυπάκτου, παραχώρησε, σε άστεγες οικογένειες Σουλιωτών, αλλά και σε οικογένειες Ηπειρωτών, για να εγκατασταθούν σ' αυτές, καταβάλλοντος ένα χρηματικό ποσό ανάλογο με την αξία του σπιτιού που θα τους παρεχωρείτο.
Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, παραχωρήθηκε στην οικογένεια του πολεμάρχη αγωνιστή της επανάστασης 1821-1829 στρατηγού Νότη Μπότσαρη, αντί τριών χιλιάδων εξακοσίων δραχμών (3600).
Το ποσόν αυτό των 3.600 δραχμών, για κείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, ήταν αρκετά σοβαρό. Για να γίνει αντιληπτό, προσθέτουμε πως το σπίτι που παραχωρήθηκε στην οικογένεια του πολέμαρχου στρατηγού Κίτσου Τζαβέλλα, αρκετά καλό, με κήπο και αυλή, που βρισκόταν εκεί που και σήμερα βρίσκεται, κοντά στη θέση που βρίσκεται το ωρολόγιο της πόλης, εκτιμήθηκε για χίλιες πεντακόσιες (1500) δραχμές.
Σημειώνουμε πως παραχωρήθηκαν σπίτια με αυλή και κήπο αντί είκοσι πέντε (25) μόνον δραχμές. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, στο πέρασμα τόσων χρόνων, είχε υποστεί πολλές φθορές. Ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια που έμεινε ακατοίκητο από τους Μποτσαραίους. Πιο πολλές καταστροφές υπέστη στην περίοδο της πρώτης πενταετίας του εικοστού αιώνα.
Παρά ταύτα η ονομασία του "αρχοντικό" παρέμεινε και ο λαός της Ναυπάκτου το αποκαλούσε "αρχοντικό των Μποτσαραίων". Ο στρατηγός Δημήτρης Μπότσαρης κατά την περίοδο 1968-1972 έκαμε μια μικρή ανακαίνιση στο κτιριακό αυτό συγκρότημα.
Κατασκεύασε τις επάλξεις που οι περισσότερες είχαν καταστραφεί, καθώς και τους πύργους, και γενικά το εξωράισε και του έδωσε την αρχική μεγαλόπρεπη μορφή του, το αναπαλαίωσε. Για το κτιριακό αυτό συγκρότημα επικρατούσε η εντύπωση πως ήταν στοιχειωμένο.
Γι αυτό και το απόφευγαν τις νυχτερινές ώρες να πλησιάσουν κι ιδιαίτερα να περάσουν κάτω από την "καμάρα". Η λαϊκή φαντασία που έπλασε το μύθο αυτό παραδεχόταν, πως το στοιχειό ήτανε η ψυχή του μοσχαριού που έσφαξαν στη θεμελίωση του αρχοντικού.
Μια που χτίζανε ένα τέτοιο κτίριο, δικαιολογητική τους σκέψη, για να είναι τα θεμέλια του γερά κι ανθεκτικά, αντί να σφάξουν κόκορα, που συνηθίζεται να σφάζουν στη θεμελίωση οικοδομής, έσφαξαν μοσχάρι, που μάλιστα το έσφαξε κάποιος αράπης.
Αργότερα το μοσχάρι αυτό έγινε στοιχειό και, που ξεπετάχτηκε από τα θεμέλια αυτού του κτιρίου, αυτού του σπιτιού που με το αίμα του δέθηκαν κι έγιναν γερά κι ανθεκτικά, το θεωρούσε σαν δικό του σπίτι και σαν δικούς τους ανθρώπους που σ' αυτό κατοικούσαν.
Γι αυτό είχε αναλάβει την προστασία του αρχοντικού κι όλων εκείνων που σε αυτό κατοικούσαν, άσχετα αν κάθε τόσο έφευγαν κι ερχόντουσαν άλλοι. Το στοιχειό δεν έκανε διάκριση. Καθώς έλεγαν, πολλοί είχαν ιδεί το στοιχειό, άλλοι σαν ένα "μαύρο μοσχάρι" κι άλλοι σαν ένα "μαύρο άλογο" που στην ουρά του σέρνονταν ένας αράπης.
Έτσι δεν χωρούσε καμία αμφιβολία, πως το σεράγι ήταν στοιχειωμένο. Παραδέχονταν πως το στοιχειό εμφανιζότανε τις νυχτερινές μόνο ώρες και κοντά στα μεσάνυχτα. Έβγαινε από την κρύπτη του, την ντάπια, που είναι λίγα βήματα πιο κάτω από το αρχοντικό, έπαιρνε το δρόμο που περνάει ανάμεσα στα δύο κτίρια και οδηγεί προς τη σιδηρόπορτα, κι όταν έφτανε στην καμάρα, κάτω από τα λιθαρόκτιστα τόξα το θόλο του συγκροτήματος σταματούσε.
Εκεί περίμενε τις περισσότερες ώρες της νύχτας, φυλάγοντας το αρχοντικό και παραμονεύοντας. Λίγο πριν ξημερώσει εξαφανιζόταν. Πίστευαν πως την ημέρα κρυβότανε στη ντάπια. Ωστόσο, πολλοί που με προσοχή εξέτασαν την ντάπια, δεν βρήκαν κάτι που θα τους έλεγε, πως εκεί μπορούσε να έμεινε και να κρυβότανε το στοιχειό, κι όλοι εκείνοι, παραταύτα, συμφωνούσαν πως σαν στοιχειό μπορούσε κι έπαιρνε τη μορφή που κείνο ήθελε, αλλά κι ακόμα να εξαϋλώνεται.
Το στοιχειό τους ξένους και περαστικούς έξω απ' το αρχοντικό δεν τους πείραζε. Μονάχα εκείνον που θα επιχειρούσε, ακόμα και να σκεφτόταν κάποιο κακό για τ' αρχοντικό, γιατί σαν στοιχειό μπορούσε να μαντέψει και τις σκέψεις του. Τότε τον κατέτρωγε. Το μύθο πως το σεράγι των Μποτσαραίων ήταν στοιχειωμένο και πως το στοιχειό τον προστάτευε, από κάθε κακό, εκμεταλλεύτηκε η οικογένεια των Μποτσαραίων, στην περίοδο 1862-1863, που συνέβησαν τα γεγονότα τα "Οθωνικά", όπως αποκαλούν την πολιτική διαμάχη μεταξύ της κυβέρνησης, και της αντιπολίτευσης.
Εκείνη την εποχή ο Μάρκος Μπότσαρης ήτανε φρούραρχος στο Αντίρριο και η οικογένεια του έμεινε στη Ναύπακτο στο αρχοντικό των Μποτσαραίων. Οι Αντιοθωνικοί επιτηρούσαν το αρχοντικό, που για φρουρά του βρισκόταν ο Υπενωμοτάρχης Φινηνής Ιωάννης, από το χωριό Νίσβαρι της Ναυπακτίας, που σήμερα έχει μετονομαστεί σε Κοκκινοχώρι κι ένας χωροφύλακας ονόματι Γεωργός, που το Επώνυμο του δεν το διέδωσε η ιστορία αλλά ούτε και η παράδοση.
Η μικρή αυτή φρουρά, δεν μπορούσε να προστατέψει το αρχοντικό, από τυχόν προσπάθεια των Αντιοθωνικών που απειλούσαν να το καταλάβουν, για να το λεηλατήσουν. Τότε, η περίφημη Ελένη Μπαϊρακτάραινα, θέλησε να εκμεταλλευτεί το μύθο, πως τάχα το αρχοντικό των Μποτσαραίων, δεν είχε ανάγκη από φρουρά, γιατί το φύλαγε και το προστάτευε το στοιχειό.
Η Ελένη ήταν υπηρέτρια, οικιακή βοηθός θα λέγαμε σήμερα της οικογένειας Μποτσαραίων, που το επώνυμο της δεν διέσωσε η ιστορία, ούτε η παράδοση. Το επώνυμο του Μπαϊρακτάραινα είναι προσωνυμία που της δόθηκε γιατί διέσωσε το μπαϊράκι, σημαία της φάρας των Μποτσαραίων και κάτω από τις εξής συνθήκες.
Τη νύχτα της 10ης προς την 11 Απριλίου 1826 που πραγματοποιήθηκε η έξοδος της φρουράς Μεσολογγίου, για να σπάσουν τον Τούρκικο κλοιό και να τραβήξουν προς το βουνό Ζυγός, ενώ τα Ελληνικά Σώματα προχωρούσαν σύμφωνα με το σχέδιο, ξαφνικά ακούστηκε η φωνή ΠΙΣΩ - ΠΙΣΩ. Στο σώμα του στρατηγού Νότη Μπότσαρη, παρατηρήθηκε κάποια σύγχυση. Ο στρατηγός Μπότσαρης κρατούσε το μπαϊράκι σημαία των Μποτσαραίων.
Η Ελένη που τον συνόδευε και διαπίστωσε την ταραχή του, φοβήθηκε μήπως ο στρατηγός σκοτωθεί, οπότε το μπαϊράκι θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, για αυτό άρπαξε από τα χέρια του στρατηγού το μπαϊράκι το απόσπασε από το κοντάρι, το έκρυψε μέσα στον κόρφο της και χρησιμοποιώντας το κοντάρι για ρόπαλο, χτυπώντας με αυτό δεξιά-αριστερά κατόρθωσε να σωθεί και μαζί της το Μπαϊράκι, που το έφερε στη Ναύπακτο αργότερα.
Γι αυτή την πράξη της δόθηκε η προσωνυμία Μπαϊρακτάραινα. Το Μπαϊράκι σαν σημαία, έχει μια ιστορία που έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γι αυτό κρίνω σκόπιμο να τη αφηγηθώ. Το Μπαϊράκι αυτό το είχε δωρίσει η Αικατερίνη Β' αυτοκράτειρα της Ρωσίας στο Δημήτρη - Τούσα Μπότσαρη όταν, σαν μεγαλύτερος αδελφός του Νότη και Κίτσου Μπότσαρη είχε πάει στη Ρωσία, για να υπογράψει σύμφωνο μεταξύ Ρωσίας και Σουλιωτών.
Είχε καταταγεί και υπηρέτησε με το βαθμό του Ταγματάρχη, στην ανακτορική φρουρά της Ρωσίας. Γύρισε στην Ελλάδα την εποχή των γεγονότων του Ορλώφ στα 1770. Αλλά και στην περίοδο ενάντια στον Αλή Πασά στα 1790-1792. Από τότε το Μπαϊράκι παρέμεινε στους Μποτσαραίους και αποτέλεσε την επίσημη σημαία της φάρας των Μποτσαραίων.
Το Μπαϊράκι ήτανε κατασκευασμένο από μεταξωτό πανί χρώματος κόκκινου. Στη μια πλευρά του εικονιζόταν ο Άγιος Γεώργιος, που σκότωνε το δράκοντα και η επιγραφή "Απόγονοι του Πύρρου". Στην άλλη εικονιζόταν ο Άγιος Δημήτριος και φόνευε το Λιαίο. Αντίγραφο του μπαϊράκι, υπάρχει στη δημαρχία του Μεσολογγείου, όπου μαζί με τις σημαίες Σπετσών, Ύδρας, Ψαρρών, τις χρησιμοποιεί κάθε χρόνο στις γιορτές που γίνονται σ' ανάμνηση της ηρωϊκής εξόδου της φρουράς του Μεσολογγίου.
Η Μπαϊρακτάραινα μέχρι του τέλους του βίου της παρέμεινε σαν οικιακή βοηθός στην οικογένεια των Μποτσαραίων στη Ναύπακτο, όπου πέθανε και θάφτηκε εκεί. Αλλά, ας επανέλθουμε στη Σουλιώτισσα Ελένη Μπαϊρακτάραινα, που για να σώσει το αρχοντικό των Μποτσαραίων, που το επιτηρούσαν και το απειλούσαν οι Αντιοθωνικοί, μια που δεν διέθετε αρκετή φρουρά για να αντισταθεί σε περίπτωση που θα επιχειρούσαν να το καταλάβουν, σοφίστηκε και χρησιμοποίησε το μύθο για το στοιχειωμένο αρχοντικό.
Άνοιξε τις αυλόπορτες κι όλες τις πόρτες του αρχοντικού και διέδωσε "πως το αρχοντικό δεν έχει ανάγκη από φρουρά, δε φοβάται κανέναν γιατί το φυλάει και το προστατεύει το ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ, υπονοώντας το στοιχειό. Το τέχνασμα της Μπαϊρακτάραινας πέτυχε.
Οι Αντιοθωνικοί, είτε γιατί πίστευαν στο μύθο, για το στοιχειό, είτε γιατί σεβάστηκαν το αρχοντικό δεν έκαμαν καμιά εχθρική ενέργεια εναντίον του αρχοντικού. Δεν είναι εξακριβωμένο ποια από τις δύο εκδοχές είναι η πραγματική. Δεν αποκλείεται ο φόβος για το στοιχειό να τους επηρέασε να σεβαστούν, τάχα, το αρχοντικό. Έτσι ο θρύλος για το στοιχειό έσωσε το σεράγι από τους Αντιοθωνικούς.
Όμως, από κάποιο τυχαίο περιστατικό, δόθηκε η ευκαιρία να διαλυθεί ο μύθος, πως τάχα τ' αρχοντικό ήτανε στοιχειωμένο. Οι Αντιοθωνικοί ναι μεν δεν επιχείρησαν να καταλάβουν ή να λεηλατήσουν το αρχοντικό, όμως το επιτηρούσαν για πολλές μέρες και, κατά κάποιο τρόπο, το είχαν κυκλωμένο και δεν επέτρεπαν σ' εκείνους που βρίσκονταν στο αρχοντικό να επικοινωνήσουν με τους έξω. Κι ακόμα δεν τους άφηναν να πάνε στη αγορά για τρόφιμα.
Έτσι, όσα τρόφιμα είχε η οικογένεια Μπότσαρη τα κατανάλωσε και τα μέλη της άρχισαν να πεινούν. Η πείνα για πολλές μέρες δεν κρατιέται. Πάλι η περίφημη Μπαΐρακτάραινα έσωσε την κατάσταση, ανάλαβε την πρωτοβουλία για να εξοικονομήσει τρόφιμα.
Έδωσε οδηγίες στο δεκαπεντάχρονο τότε Τιμολέοντα-Νότη Μπότσαρη, που βρισκόταν στο αρχοντικό, με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να περνούσε τη νύχτα ανάμεσα στους Αντιοθωνικούς χωρίς να τον αντιληφθούν και να πήγαινε σε φιλικά σπίτια, για να ζητούσε τρόφιμα.
Ο μικρός Τιμολέων τα κατάφερε. Πέρασε χωρίς κανένας να τον αντιληφθεί και σε λίγες ώρες γύρισε στο αρχοντικό με αρκετά τρόφιμα, μα σαν πέρασε την αυλόπορτα, που βρισκόταν στην Ανατολική πλευρά της αυλής και προχωρούσε προς την αυλή του σπιτιού, άκουσε στο βάθος της αυλής θόρυβο και είδε κάποια σκιά. Φοβήθηκε.
Πίστεψε πως κάποιος Αντιοθωνικός είχε μπει στην αυλή. Τάχυνε το βήμα του προχωρώντας προς τη σκάλα του σπιτιού. Δεν είχε καλά τελειώσει το συλλογισμό του, τι άραγε να ζητούσε εκεί ο Αντιοθωνικός κι ακούστηκε ένα μούγκρισμα, ένας μυκηθμός. Τ
Το ξεχώρισε κατακάθαρα πως ήτανε μούγκρισμα βοδιού και χωρίς να δυσκολευθεί, διέκρινε μέσα στης νύχτας την αστροφεγγιά, πως στο βάθος της αυλής, ότι η μαύρη κείνη σκιά ήτανε ένα μαύρο μοσχάρι. Στο μικρό Τιμολέοντα, που είχε ακούσει από τη θεία του την Ελένη για το στοιχειό, πως άλλοτε παρουσιαζότανε σαν μαύρο μοσχάρι κι άλλοτε σαν μαύρο άλογο, δεν υπήρχε ποια καμιά αμφιβολία, πως αυτό ήτανε το στοιχειό.
Φοβήθηκε πιο πολύ, μα δεν φώναξε, μάλιστα, με την παλάμη του χεριού του έκλεισε το στόμα του, για καλό και για κακό, μη τυχόν του ξεφεύγει καμιά λέξη και τότε το στοιχειό θα του έκοβε τη μιλιά κι έτρεξε να ανεβεί στη σκάλα του σπιτιού. Η Μπαΐρακτάραινα που άκουσε το μούγκρισμα του μοσχαριού και το τρέξιμο του Τιμολέοντα, κατάλαβε πως φοβήθηκε, γι αυτό έτρεξε η ίδια προς τη σκάλα για να τον καθησυχάσει.
Του λέγε πως δεν υπάρχει στοιχειό και, πως όλα εκείνα για το στοιχειό ήτανε δικά της κατασκευάσματα και πως στο κάτω κάτω της γραφής, αν ήτανε στοιχειό, δεν πείραζε ανθρώπους του σπιτιού, αντίθετα τους προστάτευε. Καλά και άγια λόγια εκείνα της θειας Ελένης, μα ο μικρός Τιμολέων τόσα χρόνια άκουγε για το στοιχειό και μάλιστα από την ίδια την θεια του Ελένη, πως το στοιχειό παρουσιαζότανε σαν μαύρο μοσχάρι. Κόπηκαν τα πόδια του.
Δεν μπορούσε να ανεβεί τα σκαλοπάτια, αλλά ούτε και να μιλήσει. Η Μπαϊρακτάραινα φώναξε τον υπενωμοτάρχη Φινηνή, που ήτανε αρχηγός της φρουράς. Πίστευε πως η δικιά του παρουσία θα έδινε θάρρος στο μικρό Τιμολέοντα. Μα, και ο υπενωμοτάρχης ήταν άνθρωπος κι εκείνος. Μήπως κι εκείνος δεν είχε ακούσει τα λόγια από την Μπαΐρακτάραινα για το στοιχειωμένο αρχοντικό; Κι ακόμα πως εκείνο μάντευε τις σκέψεις εκείνου που θα ήθελε να του κάμει κακό;
Πώς θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει; που αν τολμούσε κάτι σε βάρος του στοιχειού, εκείνο θα τον κατάτρωγε. Τότε θυμήθηκε πως το στοιχειό το μόνο που φοβάται είναι η φωτιά, που σαν την αντικρίσει, απομακρύνεται, χωρίς να αντιδράσει. Με τη σκέψη αυτή θάρρεψε. Πήρε από το τζάκι του σπιτιού ένα δαυλί και κρατώντας το στο χέρι κατέβηκε στην αυλή.
Με το ασθενικό φως του δαυλιού, είδε ολοκάθαρα στο βάθος της αυλής ένα μαύρο μοσχάρι, που καθώς τον αντίκριζε λαμπύριζαν τα δυο του μάτια. Ο υπενωμοτάρχης ταράχτηκε. Έβλεπε μπρος του το μαύρο μοσχάρι, το στοιχειό που όπως το παρουσίαζε η παράδοση κι όπως η θεια Ελένη, που τόσες φορές για κείνο είχε μιλήσει. Στα σίγουρα διαλογίστηκε αυτό ήτανε το στοιχειό. Τώρα ο υπενωμοτάρχης, κρατώντας όχι μόνο τη μιλιά του, αλλά και την αναπνοή του, με πολύ κόπο έκρυβε το φόβο που δοκίμαζε και διαλογιζότανε. —Καπετάνιος και να φοβάμαι; Δειλός εγώ; Όχι και πάλι όχι. Ποτέ μα ποτέ αυτό.
Τέτοιες σκέψεις έκανε, άσχετα αν η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από το φόβο που δοκίμαζε. Υπερίσχυσε το φιλότιμο να μην τον θεωρήσουν δειλό. Σύμφωνα με τη λαϊκή έκφραση, έκανε ξηρό κουράγιο, που το έπαιρνε από την ιδέα πως το στοιχειό μια που φοβάται τη φωτιά δεν θα τον πλησίαζε και θα εξαφανιζότανε.
Έτσι κουνώντας το δαυλί δεξιά - αριστερά, όλο και πλησίαζε προς το μέρος που βρισκόταν το μοσχάρι. Εκείνο, σαν να μην συνέβαινε τίποτα εξακολουθούσε να βόσκει στην ολοπράσσινη, από τη χλόη αυλή.
—Το μοσχάρι της κυρά-Κώσταινας, που να το φάει ο λύκος. Ακούστηκε η φωνή της Μπαϊρακτάραινας, που αναγνώρισε το μοσχάρι. Πράγματι ήτανε το μοσχάρι της γειτόνισσας της κυρά-Κώσταινας, που καθώς γυρνούσε στη γειτονιά, βρήκε την αυλόπορτα ανοιχτή, μπήκε στην αυλή κι άρχισε να βόσκει.
Κανένας δεν το εμπόδιζε αλλά και εκείνο κανέναν δεν ενοχλούσε. Σε όλους ήρθε η καρδιά τους στον τόπο της, σύμφωνα με τη λαϊκή έκφραση. Κι αν όλοι, προτού το αναγνωρίσουν είχαν ταραχθεί, εκείνο έμεινε αδιάφορο κι ατάραχο κι εξακολουθούσε να βόσκει. Σαν το αναγνώρισαν, ήρθε η καρδιά τους στον τόπο της, όπως λέει ο λαός μας. Ησύχασε ο υπενωμοτάρχης και πιο πολύ ο μικρός Τιμολέων, που παρά ταύτα, όπως αργότερα ομολογούσε, πίστευε στην ύπαρξη του στοιχειού. Δεν είναι γνωστό αν το καλοθρεμμένο εκείνο μοσχάρι της κυρά-Κώσταινας που μπήκε από την αυλόπορτα στην αυλή του αρχοντικού, ξαναβγήκε απ' αυτήν.
-->
Τι άραγε κρύβεται πίσω από τη μεγαλόπρεπη μορφή του; Και ποια να είναι η ιστορία του; Αυτό είναι το στοιχειωμένο αρχοντικό. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα αποτελείται από
δύο κτίρια. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο πότε χτίστηκαν.
Όμως, από τις διάφορες ενδείξεις συμπεραίνεται πως το καθένα από αυτά χτίστηκε σε διαφορετική από το άλλο περίοδο. Εκείνο που βρίσκεται κολλητά με το φρούριο φαίνεται πως χτίστηκε στο δέκατο πέμπτο αιώνα, το άλλο που είναι στα ανατολικά του πρώτου, μάλλον χτίστηκε κατά το δέκατο έκτο αιώνα.
Από τα διάφορα αρχιτεκτονικά στοιχεία, την τεχνοκρατία και γενικά από τον εσωτερικό τους διάκοσμο, οδηγούμεθα στο συμπέρασμα πως για την κατασκευή τους θα έπρεπε να εργάστηκαν Φλωρεντινοί και Βενετσιάνοι, σαν ειδικοί τεχνίτες.
Ανάμεσα στα δυο αυτά κτίρια περνάει ο δρόμος, που ξεκινώντας από τη δυτική είσοδο της πόλης, οδηγεί προς τη σιδηρόπορτα που είναι μια από τις εισόδους του φρουρίου, που οδηγεί προς το άλλοτε τζαμί. Αργότερα τα δύο αυτά κτίσματα, συνδέθηκαν μεταξύ τους, με άλλο κτίσμα, που για να μην αποκοπεί ο δρόμος που περνούσε ανάμεσα τους χτίστηκε απάνω σε λιθαρόχτιστα τόξα.
Κι έτσι ο δρόμος δεν αποκόπηκε, χωρίς να προκαλείται καμία δυσχέρεια στη χρησιμοποίηση του. Το θόλο (ημισφαιρική οροφή) που σχηματίζεται κάτω από το ενωτικό κτίσμα, τον αποκαλούν "Καμάρα" ονομασία που και σήμερα χρησιμοποιείται σαν τοπωνύμιο εκείνου του μέρους.
Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, επειδή χρησιμοποιείτο για κατοικία, του άρχοντα της πόλης το αποκαλούσαν αρχοντικό.
Στην περίοδο που οι Τούρκοι κρατούσαν τη Ναύπακτο το χρησιμοποιούσαν για διοικητήριο και για κατοικία του Τούρκου διοικητή. Γι αυτό και το αποκαλούσαν "σεράγι" που στην Ελληνική γλώσσα σημαίνει αρχοντικό.
Μετά την παράδοση της Ναυπάκτου από τους Τούρκους στους Έλληνες που, όπως είναι γνωστό από την ιστορία, έγινε στις 18 Απριλίου 1829, η Ελληνική κυβέρνηση, πολλά από τα πρώην Τούρκικα σπίτια της Ναυπάκτου, παραχώρησε, σε άστεγες οικογένειες Σουλιωτών, αλλά και σε οικογένειες Ηπειρωτών, για να εγκατασταθούν σ' αυτές, καταβάλλοντος ένα χρηματικό ποσό ανάλογο με την αξία του σπιτιού που θα τους παρεχωρείτο.
Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, παραχωρήθηκε στην οικογένεια του πολεμάρχη αγωνιστή της επανάστασης 1821-1829 στρατηγού Νότη Μπότσαρη, αντί τριών χιλιάδων εξακοσίων δραχμών (3600).
Το ποσόν αυτό των 3.600 δραχμών, για κείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητο, ήταν αρκετά σοβαρό. Για να γίνει αντιληπτό, προσθέτουμε πως το σπίτι που παραχωρήθηκε στην οικογένεια του πολέμαρχου στρατηγού Κίτσου Τζαβέλλα, αρκετά καλό, με κήπο και αυλή, που βρισκόταν εκεί που και σήμερα βρίσκεται, κοντά στη θέση που βρίσκεται το ωρολόγιο της πόλης, εκτιμήθηκε για χίλιες πεντακόσιες (1500) δραχμές.
Σημειώνουμε πως παραχωρήθηκαν σπίτια με αυλή και κήπο αντί είκοσι πέντε (25) μόνον δραχμές. Το κτιριακό αυτό συγκρότημα, στο πέρασμα τόσων χρόνων, είχε υποστεί πολλές φθορές. Ιδιαίτερα στα τελευταία χρόνια που έμεινε ακατοίκητο από τους Μποτσαραίους. Πιο πολλές καταστροφές υπέστη στην περίοδο της πρώτης πενταετίας του εικοστού αιώνα.
Παρά ταύτα η ονομασία του "αρχοντικό" παρέμεινε και ο λαός της Ναυπάκτου το αποκαλούσε "αρχοντικό των Μποτσαραίων". Ο στρατηγός Δημήτρης Μπότσαρης κατά την περίοδο 1968-1972 έκαμε μια μικρή ανακαίνιση στο κτιριακό αυτό συγκρότημα.
Κατασκεύασε τις επάλξεις που οι περισσότερες είχαν καταστραφεί, καθώς και τους πύργους, και γενικά το εξωράισε και του έδωσε την αρχική μεγαλόπρεπη μορφή του, το αναπαλαίωσε. Για το κτιριακό αυτό συγκρότημα επικρατούσε η εντύπωση πως ήταν στοιχειωμένο.
Γι αυτό και το απόφευγαν τις νυχτερινές ώρες να πλησιάσουν κι ιδιαίτερα να περάσουν κάτω από την "καμάρα". Η λαϊκή φαντασία που έπλασε το μύθο αυτό παραδεχόταν, πως το στοιχειό ήτανε η ψυχή του μοσχαριού που έσφαξαν στη θεμελίωση του αρχοντικού.
Μια που χτίζανε ένα τέτοιο κτίριο, δικαιολογητική τους σκέψη, για να είναι τα θεμέλια του γερά κι ανθεκτικά, αντί να σφάξουν κόκορα, που συνηθίζεται να σφάζουν στη θεμελίωση οικοδομής, έσφαξαν μοσχάρι, που μάλιστα το έσφαξε κάποιος αράπης.
Αργότερα το μοσχάρι αυτό έγινε στοιχειό και, που ξεπετάχτηκε από τα θεμέλια αυτού του κτιρίου, αυτού του σπιτιού που με το αίμα του δέθηκαν κι έγιναν γερά κι ανθεκτικά, το θεωρούσε σαν δικό του σπίτι και σαν δικούς τους ανθρώπους που σ' αυτό κατοικούσαν.
Γι αυτό είχε αναλάβει την προστασία του αρχοντικού κι όλων εκείνων που σε αυτό κατοικούσαν, άσχετα αν κάθε τόσο έφευγαν κι ερχόντουσαν άλλοι. Το στοιχειό δεν έκανε διάκριση. Καθώς έλεγαν, πολλοί είχαν ιδεί το στοιχειό, άλλοι σαν ένα "μαύρο μοσχάρι" κι άλλοι σαν ένα "μαύρο άλογο" που στην ουρά του σέρνονταν ένας αράπης.
Έτσι δεν χωρούσε καμία αμφιβολία, πως το σεράγι ήταν στοιχειωμένο. Παραδέχονταν πως το στοιχειό εμφανιζότανε τις νυχτερινές μόνο ώρες και κοντά στα μεσάνυχτα. Έβγαινε από την κρύπτη του, την ντάπια, που είναι λίγα βήματα πιο κάτω από το αρχοντικό, έπαιρνε το δρόμο που περνάει ανάμεσα στα δύο κτίρια και οδηγεί προς τη σιδηρόπορτα, κι όταν έφτανε στην καμάρα, κάτω από τα λιθαρόκτιστα τόξα το θόλο του συγκροτήματος σταματούσε.
Εκεί περίμενε τις περισσότερες ώρες της νύχτας, φυλάγοντας το αρχοντικό και παραμονεύοντας. Λίγο πριν ξημερώσει εξαφανιζόταν. Πίστευαν πως την ημέρα κρυβότανε στη ντάπια. Ωστόσο, πολλοί που με προσοχή εξέτασαν την ντάπια, δεν βρήκαν κάτι που θα τους έλεγε, πως εκεί μπορούσε να έμεινε και να κρυβότανε το στοιχειό, κι όλοι εκείνοι, παραταύτα, συμφωνούσαν πως σαν στοιχειό μπορούσε κι έπαιρνε τη μορφή που κείνο ήθελε, αλλά κι ακόμα να εξαϋλώνεται.
Το στοιχειό τους ξένους και περαστικούς έξω απ' το αρχοντικό δεν τους πείραζε. Μονάχα εκείνον που θα επιχειρούσε, ακόμα και να σκεφτόταν κάποιο κακό για τ' αρχοντικό, γιατί σαν στοιχειό μπορούσε να μαντέψει και τις σκέψεις του. Τότε τον κατέτρωγε. Το μύθο πως το σεράγι των Μποτσαραίων ήταν στοιχειωμένο και πως το στοιχειό τον προστάτευε, από κάθε κακό, εκμεταλλεύτηκε η οικογένεια των Μποτσαραίων, στην περίοδο 1862-1863, που συνέβησαν τα γεγονότα τα "Οθωνικά", όπως αποκαλούν την πολιτική διαμάχη μεταξύ της κυβέρνησης, και της αντιπολίτευσης.
Εκείνη την εποχή ο Μάρκος Μπότσαρης ήτανε φρούραρχος στο Αντίρριο και η οικογένεια του έμεινε στη Ναύπακτο στο αρχοντικό των Μποτσαραίων. Οι Αντιοθωνικοί επιτηρούσαν το αρχοντικό, που για φρουρά του βρισκόταν ο Υπενωμοτάρχης Φινηνής Ιωάννης, από το χωριό Νίσβαρι της Ναυπακτίας, που σήμερα έχει μετονομαστεί σε Κοκκινοχώρι κι ένας χωροφύλακας ονόματι Γεωργός, που το Επώνυμο του δεν το διέδωσε η ιστορία αλλά ούτε και η παράδοση.
Η μικρή αυτή φρουρά, δεν μπορούσε να προστατέψει το αρχοντικό, από τυχόν προσπάθεια των Αντιοθωνικών που απειλούσαν να το καταλάβουν, για να το λεηλατήσουν. Τότε, η περίφημη Ελένη Μπαϊρακτάραινα, θέλησε να εκμεταλλευτεί το μύθο, πως τάχα το αρχοντικό των Μποτσαραίων, δεν είχε ανάγκη από φρουρά, γιατί το φύλαγε και το προστάτευε το στοιχειό.
Η Ελένη ήταν υπηρέτρια, οικιακή βοηθός θα λέγαμε σήμερα της οικογένειας Μποτσαραίων, που το επώνυμο της δεν διέσωσε η ιστορία, ούτε η παράδοση. Το επώνυμο του Μπαϊρακτάραινα είναι προσωνυμία που της δόθηκε γιατί διέσωσε το μπαϊράκι, σημαία της φάρας των Μποτσαραίων και κάτω από τις εξής συνθήκες.
Τη νύχτα της 10ης προς την 11 Απριλίου 1826 που πραγματοποιήθηκε η έξοδος της φρουράς Μεσολογγίου, για να σπάσουν τον Τούρκικο κλοιό και να τραβήξουν προς το βουνό Ζυγός, ενώ τα Ελληνικά Σώματα προχωρούσαν σύμφωνα με το σχέδιο, ξαφνικά ακούστηκε η φωνή ΠΙΣΩ - ΠΙΣΩ. Στο σώμα του στρατηγού Νότη Μπότσαρη, παρατηρήθηκε κάποια σύγχυση. Ο στρατηγός Μπότσαρης κρατούσε το μπαϊράκι σημαία των Μποτσαραίων.
Η Ελένη που τον συνόδευε και διαπίστωσε την ταραχή του, φοβήθηκε μήπως ο στρατηγός σκοτωθεί, οπότε το μπαϊράκι θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, για αυτό άρπαξε από τα χέρια του στρατηγού το μπαϊράκι το απόσπασε από το κοντάρι, το έκρυψε μέσα στον κόρφο της και χρησιμοποιώντας το κοντάρι για ρόπαλο, χτυπώντας με αυτό δεξιά-αριστερά κατόρθωσε να σωθεί και μαζί της το Μπαϊράκι, που το έφερε στη Ναύπακτο αργότερα.
Γι αυτή την πράξη της δόθηκε η προσωνυμία Μπαϊρακτάραινα. Το Μπαϊράκι σαν σημαία, έχει μια ιστορία που έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γι αυτό κρίνω σκόπιμο να τη αφηγηθώ. Το Μπαϊράκι αυτό το είχε δωρίσει η Αικατερίνη Β' αυτοκράτειρα της Ρωσίας στο Δημήτρη - Τούσα Μπότσαρη όταν, σαν μεγαλύτερος αδελφός του Νότη και Κίτσου Μπότσαρη είχε πάει στη Ρωσία, για να υπογράψει σύμφωνο μεταξύ Ρωσίας και Σουλιωτών.
Είχε καταταγεί και υπηρέτησε με το βαθμό του Ταγματάρχη, στην ανακτορική φρουρά της Ρωσίας. Γύρισε στην Ελλάδα την εποχή των γεγονότων του Ορλώφ στα 1770. Αλλά και στην περίοδο ενάντια στον Αλή Πασά στα 1790-1792. Από τότε το Μπαϊράκι παρέμεινε στους Μποτσαραίους και αποτέλεσε την επίσημη σημαία της φάρας των Μποτσαραίων.
Το Μπαϊράκι ήτανε κατασκευασμένο από μεταξωτό πανί χρώματος κόκκινου. Στη μια πλευρά του εικονιζόταν ο Άγιος Γεώργιος, που σκότωνε το δράκοντα και η επιγραφή "Απόγονοι του Πύρρου". Στην άλλη εικονιζόταν ο Άγιος Δημήτριος και φόνευε το Λιαίο. Αντίγραφο του μπαϊράκι, υπάρχει στη δημαρχία του Μεσολογγείου, όπου μαζί με τις σημαίες Σπετσών, Ύδρας, Ψαρρών, τις χρησιμοποιεί κάθε χρόνο στις γιορτές που γίνονται σ' ανάμνηση της ηρωϊκής εξόδου της φρουράς του Μεσολογγίου.
Η Μπαϊρακτάραινα μέχρι του τέλους του βίου της παρέμεινε σαν οικιακή βοηθός στην οικογένεια των Μποτσαραίων στη Ναύπακτο, όπου πέθανε και θάφτηκε εκεί. Αλλά, ας επανέλθουμε στη Σουλιώτισσα Ελένη Μπαϊρακτάραινα, που για να σώσει το αρχοντικό των Μποτσαραίων, που το επιτηρούσαν και το απειλούσαν οι Αντιοθωνικοί, μια που δεν διέθετε αρκετή φρουρά για να αντισταθεί σε περίπτωση που θα επιχειρούσαν να το καταλάβουν, σοφίστηκε και χρησιμοποίησε το μύθο για το στοιχειωμένο αρχοντικό.
Άνοιξε τις αυλόπορτες κι όλες τις πόρτες του αρχοντικού και διέδωσε "πως το αρχοντικό δεν έχει ανάγκη από φρουρά, δε φοβάται κανέναν γιατί το φυλάει και το προστατεύει το ΜΑΥΡΟ ΑΛΟΓΟ, υπονοώντας το στοιχειό. Το τέχνασμα της Μπαϊρακτάραινας πέτυχε.
Οι Αντιοθωνικοί, είτε γιατί πίστευαν στο μύθο, για το στοιχειό, είτε γιατί σεβάστηκαν το αρχοντικό δεν έκαμαν καμιά εχθρική ενέργεια εναντίον του αρχοντικού. Δεν είναι εξακριβωμένο ποια από τις δύο εκδοχές είναι η πραγματική. Δεν αποκλείεται ο φόβος για το στοιχειό να τους επηρέασε να σεβαστούν, τάχα, το αρχοντικό. Έτσι ο θρύλος για το στοιχειό έσωσε το σεράγι από τους Αντιοθωνικούς.
Όμως, από κάποιο τυχαίο περιστατικό, δόθηκε η ευκαιρία να διαλυθεί ο μύθος, πως τάχα τ' αρχοντικό ήτανε στοιχειωμένο. Οι Αντιοθωνικοί ναι μεν δεν επιχείρησαν να καταλάβουν ή να λεηλατήσουν το αρχοντικό, όμως το επιτηρούσαν για πολλές μέρες και, κατά κάποιο τρόπο, το είχαν κυκλωμένο και δεν επέτρεπαν σ' εκείνους που βρίσκονταν στο αρχοντικό να επικοινωνήσουν με τους έξω. Κι ακόμα δεν τους άφηναν να πάνε στη αγορά για τρόφιμα.
Έτσι, όσα τρόφιμα είχε η οικογένεια Μπότσαρη τα κατανάλωσε και τα μέλη της άρχισαν να πεινούν. Η πείνα για πολλές μέρες δεν κρατιέται. Πάλι η περίφημη Μπαΐρακτάραινα έσωσε την κατάσταση, ανάλαβε την πρωτοβουλία για να εξοικονομήσει τρόφιμα.
Έδωσε οδηγίες στο δεκαπεντάχρονο τότε Τιμολέοντα-Νότη Μπότσαρη, που βρισκόταν στο αρχοντικό, με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να περνούσε τη νύχτα ανάμεσα στους Αντιοθωνικούς χωρίς να τον αντιληφθούν και να πήγαινε σε φιλικά σπίτια, για να ζητούσε τρόφιμα.
Ο μικρός Τιμολέων τα κατάφερε. Πέρασε χωρίς κανένας να τον αντιληφθεί και σε λίγες ώρες γύρισε στο αρχοντικό με αρκετά τρόφιμα, μα σαν πέρασε την αυλόπορτα, που βρισκόταν στην Ανατολική πλευρά της αυλής και προχωρούσε προς την αυλή του σπιτιού, άκουσε στο βάθος της αυλής θόρυβο και είδε κάποια σκιά. Φοβήθηκε.
Πίστεψε πως κάποιος Αντιοθωνικός είχε μπει στην αυλή. Τάχυνε το βήμα του προχωρώντας προς τη σκάλα του σπιτιού. Δεν είχε καλά τελειώσει το συλλογισμό του, τι άραγε να ζητούσε εκεί ο Αντιοθωνικός κι ακούστηκε ένα μούγκρισμα, ένας μυκηθμός. Τ
Το ξεχώρισε κατακάθαρα πως ήτανε μούγκρισμα βοδιού και χωρίς να δυσκολευθεί, διέκρινε μέσα στης νύχτας την αστροφεγγιά, πως στο βάθος της αυλής, ότι η μαύρη κείνη σκιά ήτανε ένα μαύρο μοσχάρι. Στο μικρό Τιμολέοντα, που είχε ακούσει από τη θεία του την Ελένη για το στοιχειό, πως άλλοτε παρουσιαζότανε σαν μαύρο μοσχάρι κι άλλοτε σαν μαύρο άλογο, δεν υπήρχε ποια καμιά αμφιβολία, πως αυτό ήτανε το στοιχειό.
Φοβήθηκε πιο πολύ, μα δεν φώναξε, μάλιστα, με την παλάμη του χεριού του έκλεισε το στόμα του, για καλό και για κακό, μη τυχόν του ξεφεύγει καμιά λέξη και τότε το στοιχειό θα του έκοβε τη μιλιά κι έτρεξε να ανεβεί στη σκάλα του σπιτιού. Η Μπαΐρακτάραινα που άκουσε το μούγκρισμα του μοσχαριού και το τρέξιμο του Τιμολέοντα, κατάλαβε πως φοβήθηκε, γι αυτό έτρεξε η ίδια προς τη σκάλα για να τον καθησυχάσει.
Του λέγε πως δεν υπάρχει στοιχειό και, πως όλα εκείνα για το στοιχειό ήτανε δικά της κατασκευάσματα και πως στο κάτω κάτω της γραφής, αν ήτανε στοιχειό, δεν πείραζε ανθρώπους του σπιτιού, αντίθετα τους προστάτευε. Καλά και άγια λόγια εκείνα της θειας Ελένης, μα ο μικρός Τιμολέων τόσα χρόνια άκουγε για το στοιχειό και μάλιστα από την ίδια την θεια του Ελένη, πως το στοιχειό παρουσιαζότανε σαν μαύρο μοσχάρι. Κόπηκαν τα πόδια του.
Δεν μπορούσε να ανεβεί τα σκαλοπάτια, αλλά ούτε και να μιλήσει. Η Μπαϊρακτάραινα φώναξε τον υπενωμοτάρχη Φινηνή, που ήτανε αρχηγός της φρουράς. Πίστευε πως η δικιά του παρουσία θα έδινε θάρρος στο μικρό Τιμολέοντα. Μα, και ο υπενωμοτάρχης ήταν άνθρωπος κι εκείνος. Μήπως κι εκείνος δεν είχε ακούσει τα λόγια από την Μπαΐρακτάραινα για το στοιχειωμένο αρχοντικό; Κι ακόμα πως εκείνο μάντευε τις σκέψεις εκείνου που θα ήθελε να του κάμει κακό;
Πώς θα μπορούσε να το αντιμετωπίσει; που αν τολμούσε κάτι σε βάρος του στοιχειού, εκείνο θα τον κατάτρωγε. Τότε θυμήθηκε πως το στοιχειό το μόνο που φοβάται είναι η φωτιά, που σαν την αντικρίσει, απομακρύνεται, χωρίς να αντιδράσει. Με τη σκέψη αυτή θάρρεψε. Πήρε από το τζάκι του σπιτιού ένα δαυλί και κρατώντας το στο χέρι κατέβηκε στην αυλή.
Με το ασθενικό φως του δαυλιού, είδε ολοκάθαρα στο βάθος της αυλής ένα μαύρο μοσχάρι, που καθώς τον αντίκριζε λαμπύριζαν τα δυο του μάτια. Ο υπενωμοτάρχης ταράχτηκε. Έβλεπε μπρος του το μαύρο μοσχάρι, το στοιχειό που όπως το παρουσίαζε η παράδοση κι όπως η θεια Ελένη, που τόσες φορές για κείνο είχε μιλήσει. Στα σίγουρα διαλογίστηκε αυτό ήτανε το στοιχειό. Τώρα ο υπενωμοτάρχης, κρατώντας όχι μόνο τη μιλιά του, αλλά και την αναπνοή του, με πολύ κόπο έκρυβε το φόβο που δοκίμαζε και διαλογιζότανε. —Καπετάνιος και να φοβάμαι; Δειλός εγώ; Όχι και πάλι όχι. Ποτέ μα ποτέ αυτό.
Τέτοιες σκέψεις έκανε, άσχετα αν η καρδιά του χτυπούσε δυνατά από το φόβο που δοκίμαζε. Υπερίσχυσε το φιλότιμο να μην τον θεωρήσουν δειλό. Σύμφωνα με τη λαϊκή έκφραση, έκανε ξηρό κουράγιο, που το έπαιρνε από την ιδέα πως το στοιχειό μια που φοβάται τη φωτιά δεν θα τον πλησίαζε και θα εξαφανιζότανε.
Έτσι κουνώντας το δαυλί δεξιά - αριστερά, όλο και πλησίαζε προς το μέρος που βρισκόταν το μοσχάρι. Εκείνο, σαν να μην συνέβαινε τίποτα εξακολουθούσε να βόσκει στην ολοπράσσινη, από τη χλόη αυλή.
—Το μοσχάρι της κυρά-Κώσταινας, που να το φάει ο λύκος. Ακούστηκε η φωνή της Μπαϊρακτάραινας, που αναγνώρισε το μοσχάρι. Πράγματι ήτανε το μοσχάρι της γειτόνισσας της κυρά-Κώσταινας, που καθώς γυρνούσε στη γειτονιά, βρήκε την αυλόπορτα ανοιχτή, μπήκε στην αυλή κι άρχισε να βόσκει.
Κανένας δεν το εμπόδιζε αλλά και εκείνο κανέναν δεν ενοχλούσε. Σε όλους ήρθε η καρδιά τους στον τόπο της, σύμφωνα με τη λαϊκή έκφραση. Κι αν όλοι, προτού το αναγνωρίσουν είχαν ταραχθεί, εκείνο έμεινε αδιάφορο κι ατάραχο κι εξακολουθούσε να βόσκει. Σαν το αναγνώρισαν, ήρθε η καρδιά τους στον τόπο της, όπως λέει ο λαός μας. Ησύχασε ο υπενωμοτάρχης και πιο πολύ ο μικρός Τιμολέων, που παρά ταύτα, όπως αργότερα ομολογούσε, πίστευε στην ύπαρξη του στοιχειού. Δεν είναι γνωστό αν το καλοθρεμμένο εκείνο μοσχάρι της κυρά-Κώσταινας που μπήκε από την αυλόπορτα στην αυλή του αρχοντικού, ξαναβγήκε απ' αυτήν.
Απ' όσα λέγονται μάλλον θυσιάστηκε από τον υπενωμοτάρχη, για να διώξει το στοιχειό, που από κείνη τη νύχτα δεν παρουσιάστηκε άλλη φορά. Έτσι τ' αρχοντικό των Μποτσαραίων, έπαψε να θεωρείται στοιχειωμένο. Και όμως, όσοι δεν γνωρίζουν την μικρή αυτή ιστορία, εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να πιστεύουν πως το σεράγι είναι στοιχειωμένο. Γι αυτό, με κάποιο δέος περνούν τις νυχτερινές ώρες από κοντά του κι ιδιαίτερα από το δρόμο που περνάει κάτω από την καμάρα. Αυτή με λίγα λόγια είναι η ιστορία του στοιχειωμένου αρχοντικού.
Από το kastamonitis
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου