Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει πολύ δημοφιλής και αποτελεί ένα από τα πιο συνηθισμένα βότανα για την καταπολέμηση του κοινού κρυολογήματος και της αδυναμίας του ανοσοποιητικού συστήματος. Επίσης, η θεραπευτική αγωγή με Echinacea ελαττώνει τον αριθμό των επαναλαμβανομένων κρυολογημάτων, από τα οποία υποφέρουν άτομα με αδύναμο ανοσοποιητικό σύστημα ή με πλούσιο ιστορικό κατά
το παρελθόν, σε ποσοστό 60%. Η εχινάκεια ενισχύει τις άμυνες του οργανισμού μιας που το βότανο αυτό διαθέτει αντιβακτηριακές, αντιβιοτικές, αντιφλεγμονώδεις και τονωτικές ιδιότητες.
το παρελθόν, σε ποσοστό 60%. Η εχινάκεια ενισχύει τις άμυνες του οργανισμού μιας που το βότανο αυτό διαθέτει αντιβακτηριακές, αντιβιοτικές, αντιφλεγμονώδεις και τονωτικές ιδιότητες.
Αν και χρησιμοποιείται στην Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια, η καταγωγή του βοτάνου είναι από τη Bόρεια Αμερική.
Στο γένος του φυτού Echinacea ανήκουν τα είδη: Echinacea angustifolia, Echinacea purpurea, Echinacea pallida και είναι αυτά που κυρίως χρησιμοποιούνται για φαρμακευτικούς σκοπούς.
Η Εchinacea υπάγεται στην οικογένεια των Σύνθετων και στην υπερτάξη των Αστεριδίων. Τα άνθη της ποικίλλουν από λευκά, ιώδη μέχρι και ρόζ-κόκκινα. Είναι ένα ιθαγενές φυτό της Βορείου Αμερικής και τώρα καλλιεργείται και στην Ευρώπη (Ε. purpurea).
Τα μέρη του φυτού που χρησιμοποιούνται:
-ρίζες
-βότανο (τα μέρη πάνω από το έδαφος)
Χρησιμοποιήθηκε εσωτερικά και εξωτερικά, από τις φυλές των ινδιάνων για την αντιμετώπιση διαφόρων καταστάσεων όπως δαγκώματα φιδιών, ερεθισμένο λαιμό και ούλα, λύσσα, κρυολογήματα, φλεγμονές, σηπτικές καταστάσεις κ.λ.π. Η χρήση της στην καθιερωμένη ιατρική πρακτική των ΗΠΑ εισχώρησε γύρω στα 1800, και χορηγούνταν από τους εκλεκτικούς και παραδοσιακούς ιατρούς μέχρι τον 20ο αιώνα. Εν τω μεταξύ από το 19ο αιώνα η χρήση της μεταφέρθηκε στην Γερμανία, κυρίως ως μέσο αντιμετώπισης λοιμώξεων του άνω αναπνευστικού συστήματος. Το 1938, Γερμανοί επιστήμονες , ασχολήθηκαν σοβαρά, με την εχινάκεια. Το 1994 κατέληξαν στο γεγονός ότι: όντως είχαμε θεαματική βελτίωση με χρήση εχινάκειας στη δόση των 900 mg/μέρα. Αν και μετά την είσοδο των αντιβιοτικών στην αγορά η χρήση της περιορίστηκε αρκετά, τα τελευταία χρόνια, με την τάση που επικρατεί για την εφαρμογή ήπιων εναλλακτικών μεθόδων άρχισε και πάλι να διαδίδεται ευρύτερα.
Δραστικά συστατικά του βοτάνου:
Οι βασικές φυτοχημικές ουσίες της Echinacea είναι:
παράγωγα του καφεϊκού οξέος (κυρίως η εχινακοσίδη, το κιχωρικό οξύ και η κυναρίνη), αλκαμίδια, πολυσακχαρίδια, φλαβονοειδή, πολυακετυλένια, πτητικά έλαια, ρητίνες, γλυκοπρωτεΐνες , στερόλες, μέταλλα, βιταμίνες, λιπαρά οξέα.
Θεραπευτικές ιδιότητες
Οι κύριες βιολογικές της δράσεις είναι: ανοσοδιεγερτική, αντιφλεγμονώδης, δράση κατά των ιών, δράση κατά των βακτηριδίων, δράση κατά των μυκήτων.
Η ανοσοδιεγερτική της δράση είναι πολύπλοκη και οφείλεται στη συνδυασμένη δράση πολλών φυτοχημικών της, κυρίως των πολυσακχαριδίων, γλυκοπρωτεϊνών, αλκαμιδίων και φλαβονοειδών.
Ο βασικός μηχανισμός δράσης της έχει να κάνει, κυρίως, με την ενεργοποίηση των Τ-λεμφοκυττάρων που, ουσιαστικά, αποτελούν την κύρια γραμμή κρούσης του οργανισμού κατά βακτηρίων και ιών. Επιπλέον, η εχινάκεια σχετίζεται με την παραγωγή ιντερφερόνης, που μεταξύ των άλλων εμποδίζει τη δράση της υαλουρονιδάσης (ένζυμο που διευκολύνει την εισβολή των παθογόνων) και διεγείρει την παραγωγή Τ-λεμφοκυττάρων. Τα συγκεκριμένα, μάλιστα, εμποδίζουν τη δράση του DNA των ιών, αποτρέποντας έτσι την αναπαραγωγή και την εξέλιξή τους.
Επίσης, διάφορες έρευνες έδειξαν ότι τα πολυσακχαρίδια που περιέχονται στην echinacea έχουν αντιφλεγμονώδη δράση.
Ακόμη, έχει αναφερθεί ότι η Echinacea επιταχύνει τις διαδικασίες επούλωσης του προσβληθέντος ιστού, μια λειτουργία που φαίνεται να σχετίζεται με την ικανότητα του φυτού να προάγει την ανάπλαση του συνδετικού ιστού και ταυτόχρονα να δρα ως αντιφλεγμονώδης παράγοντας.
Πολλά από τα συστατικά της Εchinacea φαίνεται να εμποδίζουν την πρόσδεση των ιών στους πρωτεϊνικούς υποδοχείς τις κυτταρικής μεμβράνης, ενώ αναστέλλουν τη δράση της υαλουρονιδάσης. Η υαλουρονιδάση αυξάνει τη διαπερατότητα του συνδετικού ιστού και καθιστά τον οργανισμό πιο ευπαθή στις μολύνσεις.
Η Εχινάκεια angustifolia παρουσιάζει ήπια αντιβακτηριακή δράση. Η εχινακοσίδη και το καφεϊκό οξύ εμποδίζουν την ανάπτυξη των: staphylococcus aureus, corynebacterium diphtheria, proteus vulgaris.
Περιέχει χημικά συστατικά που δρουν σαν εντομοκτόνα σε κουνούπια, ενώ η echinolone διακόπτει την ανάπτυξη κάποιων εντόμων.
Σύμφωνα με επιστημονικές έρευνες, η Echinacea ενισχύει σημαντικά τη δράση των μακροφάγων να καταστρέψουν μύκητες όπως candida albicans.
Συστατικά της Εχινάκειας όπως alkamides, τα παράγωγα του caffeic acid, glycoproteins, polysaccharides, polyacetilenes έχει αναφερθεί ότι παρουσιάζουν αντιφλεγμονώδη δράση. Η φλεγμονή είναι, ουσιαστικά, η αντίδραση του οργανισμού μας για να αντιμετωπίσει τη δράση εξωτερικών παραγόντων. Διάφορες ασθένειες που συνδέονται με αυτές είναι τα καρδιοαγγειακά, ο διαβήτης, η παχυσαρκία, η κατάθλιψη καθώς και τα αυτοάνοσα νοσήματα. Μελέτη του British Columbia University έδειξε ότι η συστηματική πρόσληψη εχινάκειας ανακουφίζει κι αναστέλλει συμπτώματα φλεγμονής στον οργανισμό μας.
Η εχινακοσίδη είναι ένα συστατικό του βοτάνου, που τα τελευταία χρόνια έχει κεντρίσει το επιστημονικό ενδιαφέρον, κυρίως λόγω της πιθανής συσχέτισής της με αντικαρκινική δράση. Συγκεκριμένα, ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι εμποδίζει τη λειτουργία ενός ενζύμου (MTH1) που σχετίζεται τόσο με καταστροφή του DNA, όσο και με απόπτωση των καρκινικών κυττάρων. Μεγάλες προσδοκίες φαίνεται να δημιουργούνται, ώστε στο μέλλον, πιθανόν, να χρησιμοποιείται ως μέρος μιας αντικαρκινικής θεραπείας.
Η εχινακοσίδη είναι ένα συστατικό του βοτάνου, που τα τελευταία χρόνια έχει κεντρίσει το επιστημονικό ενδιαφέρον, κυρίως λόγω της πιθανής συσχέτισής της με αντικαρκινική δράση. Συγκεκριμένα, ορισμένες μελέτες δείχνουν ότι εμποδίζει τη λειτουργία ενός ενζύμου (MTH1) που σχετίζεται τόσο με καταστροφή του DNA, όσο και με απόπτωση των καρκινικών κυττάρων. Μεγάλες προσδοκίες φαίνεται να δημιουργούνται, ώστε στο μέλλον, πιθανόν, να χρησιμοποιείται ως μέρος μιας αντικαρκινικής θεραπείας.
Βότανο για την τόνωση του ανοσοποιητικού και της άμυνας του οργανισμού:
Δεν είναι αντιβιοτικό, αλλά ενισχύει το ανοσοποιητικό, ούτως ώστε να μπορεί ο οργανισμός να αντιμετωπίσει τους «εισβολείς» ευκολότερα. Ενώ οι περισσότεροι συμφωνούν ότι δεν μπορεί να αναστείλει την εμφάνιση ενός κοινού κρυολογήματος, λαμβάνεται συνήθως με τα πρώτα συμπτώματα είτε για να τα κάνει πιο ήπια, είτε για να συντομεύσει την διάρκεια τους.
Ενισχύει το ανοσοποιητικό μας σύστημα, μειώνοντας τόσο την ένταση των συμπτωμάτων, όσο και τη διάρκεια του κρυολογήματος. Μολονότι, η κατανάλωση των αντιβιοτικών περιόρισε τη χρήση της, παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια άρχισε να επανέρχεται στο προσκήνιο, γεγονός που αποτελεί απόρροια της σύγχρονης παγκόσμιας τάσης προς φυσικές εναλλακτικές προσεγγίσεις.
Ενισχύει το ανοσοποιητικό μας σύστημα, μειώνοντας τόσο την ένταση των συμπτωμάτων, όσο και τη διάρκεια του κρυολογήματος. Μολονότι, η κατανάλωση των αντιβιοτικών περιόρισε τη χρήση της, παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια άρχισε να επανέρχεται στο προσκήνιο, γεγονός που αποτελεί απόρροια της σύγχρονης παγκόσμιας τάσης προς φυσικές εναλλακτικές προσεγγίσεις.
Χρησιμοποιείται για προβλήματα ακμής, δοθιήνες, σηψαιμία, εγκαύματα και ηλιακά εγκαύματα, δερματίτιδας, ψωρίαση, έρπητα ζωστήρα, τσιμπήματα εντόμων και κεντρίσματα. Είναι χρήσιμη για λοιμώξεις της ανώτερης αναπνευστικής οδού, όπως η λαρυγγίτιδα και η αμυγδαλίτιδα καθώς και σε καταρροΐκές καταστάσεις της μύτης και των παραρρινικών κόλπων, οξεία βρογχίτιδα, κοινό κρυολόγημα, γρίπη και αδενικό πυρετό, μέση ωτίτιδα, ωτίτιδα του κολυμβητή, άφθες, πυόρροια, ουλίτιδα, θυλακίτιδα, σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, οστεοαρθρίτιδα, ρευματοειδή αρθρίτιδα, έρπητα γεννητικών οργάνων και κολπίτιδα.
Τρόπος χρήσης σε εναλλακτικές θεραπείες και δοσολογία
Αφέψημα από τη ρίζα του βοτάνου: Η ρίζα του βοτάνου παρασκευάζεται ως αφέψημα. (ρίχνουμε 1-2 κουταλιές του τσαγιού ρίζα σε ένα φλιτζάνι νερό να σιγοβράσει για 10-15 λεπτά). Σε συνδυασμό με άλλα βότανα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για κάθε μόλυνση σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος. Εξωτερικά χρησιμοποιείται έτσι για τη θεραπεία μολυσμένων τραυμάτων και αμυχών.
H εχινάκεια λαμβάνεται στο 90% των περιπτώσεων για να περιοριστούν τα συμπτώματα (φαρυγγίτιδα, βήχας, πυρετός) και η διάρκεια του κρυολογήματος. Πολλοί είναι, επίσης, αυτοί που τη λαμβάνουν προληπτικά στη διάρκεια του χειμώνα, αφού φαίνεται πως μπορεί να προλάβει την εκδήλωση του κρυολογήματος.
H σωστή χρήση της φέρνει τα μέγιστα αποτελέσματα:
Μπορούμε να τη λάβουμε ως έγχυμα, το οποίο θα πίνουμε 2 φορές την ημέρα για 2 περίπου εβδομάδες. Το ετοιμάζουμε ως εξής: Ρίχνουμε 1 κουταλάκι σε ένα φλιτζάνι βρασμένο νερό, το αφήνουμε για 5 λεπτά, το σουρώνουμε και το πίνουμε. Η εχινάκεια διατίθεται και σε μορφή βάμματος η συμπληρωμάτων. Όσον αφορά το βάμμα, μπορούμε να πίνουμε 15 σταγόνες βάμματος -διαλυμένες σε ένα φλιτζάνι με νερό- 2 φορές την ημέρα.
Παιδιά
Το βότανο εχινάκεια δεν θα πρέπει να χορηγείται σε παιδιά κάτω των 12 ετών εξ αιτίας του κινδύνου εμφάνισης αλλεργιών, σύμφωνα με προειδοποίηση των βρετανικών αρχών.
Τα παιδιά μπορούν να λαμβάνουν 3 φορές την ημέρα το 1/2 της δόσης που αντιστοιχεί στους ενηλίκους, πάλι σε σταγόνες διαλυμένες σε χυμό πορτοκάλι ή νερό.
Για την ανακούφιση του πονόλαιμου. Μπορείτε να κάνετε γαργάρες με αφέψημα εχινάκειας 3 φορές την ημέρα, ενώ για καλύτερα αποτελέσματα μπορείτε να τη συνδυάσετε με βιταμίνη C, πρόπολη και ψευδάργυρο.
Για το αφέψημα: Ετοίμασε ένα αφέψημα σύμφωνα με τη συνταγή. Πρόσθεσε και γλυκόριζα αν η γεύση σου προκαλεί αναγούλα.
ΠΡΟΣΟΧΗ
Παρενέργειες από τη χρήση του βοτάνου και προφυλάξεις
H εχινάκεια θεωρείται από τα ασφαλέστερα βότανα, αρκεί να λαμβάνεται σωστά. Σύμφωνα με έρευνες, δεν είναι τοξική, ενώ οι παρενέργειες που μπορεί να έχει σχετίζονται, ως επί το πλείστον, με ήπιες στομαχικές διαταραχές. Ωστόσο, πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή από άτομα με αλλεργία στην αμβροσία ή σε φυτά που ανήκουν στην οικογένεια των ηλίανθων. H χρήση της απαγορεύεται σε παιδιά κάτω των 4 ετών, σε εγκύους και γυναίκες που θηλάζουν, όπως και σε άτομα που πάσχουν από φυματίωση, λευχαιμία, αυτοάνοσα νοσήματα, ανεπάρκειες του ανοσοποιητικού συστήματος, σακχαρώδη διαβήτη και ηπατοπάθειες, επειδή θεωρητικά η Echinacea μπορεί να αντιδράσει με ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, να μην λαμβάνεται από ασθενείς που ακολουθούν ανοσοκατασταλτική αγωγή.
Eπίσης, δεν πρέπει να λαμβάνεται από όσους χρησιμοποιούν φάρμακα ανοσοκατασταλτικά, όπως η κορτιζόνη, γιατί οι ειδικοί πιστεύουν ότι το βότανο καταστέλλει τη δράση τους.
Όταν λαμβάνεται από το στόμα, υπάρχει η πιθανότητα να προκαλέσει μούδιασμα και μυρμήγκιασμα στη γλώσσα.
Δεν πρέπει να λαμβάνεται για περισσότερο από 2 μήνες, επειδή χάνει την αποτελεσματικότητά της και μπορεί να έχει την αντίθετη από την επιθυμητή δράση, δηλαδή να ρίξει την άμυνα του οργανισμού. Για το λόγο αυτό, οι συχνοί χρήστες χρειάζονται περιόδους αποχής, ώστε να διατηρείται η τονωτική της δράση. Όσον αφορά τα παιδιά, το βότανο και τα σκευάσματα που δεν περιέχουν αλκοόλη είναι η καλύτερη επιλογή.
Σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις η εχινάκεια αναφέρθηκε πως μπορεί να προκαλέσει ηπατική και νεφρική βλάβη και καρδιακή αρρυθμία. Τα άτομα που λαμβάνουν φάρμακα που μπορεί να βλάψουν το ήπαρ, όπως η ακεταμινοφαίνη, τα στεροειδή, ή αντιμυκητιασικά φάρμακα, δεν θα πρέπει να παίρνουν εχινάκεια. Η εχινάκεια μπορεί να επηρεάσει τη δράση των φαρμάκων που προβλέπονται για την καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος, όπως η πρεδνιζόνη.
Βιβλιογραφία
Melchart D, Linde K, Worku F, et al. Results of five randomized studies on the immunomodulatory activity of preparations of Echinacea. J Altern Complement Med 1995; 1:145-160
Lindenmuth GF, lindenmuth EB. thE Efficacy of Echinacea compound herbal tea preparation on the severity and duration of upper respiratory and flu symptoms: a randomized double-blind placebo controlled study. J Atlenrn Complement Med 2000 ;6:327-334
Bauer R, Hoheisel O, Stuhlfauth I, Wolf H, Extract of the Echinacea purpurea herb: an allopathic phytoimmunostimulant. Wien Med Wochenschr 1999: 149;185-189
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου