Τη Μαρία Μίκελσον, o Αγγελος Πλέσσας την είχε πρωτοδεί στη γειτονιά της στο Παλαιό Φάληρο πριν από λίγα χρόνια.
Πλησίαζε τα 90, λιγομίλητη αλλά εντυπωσιακή με κάτι καταπληκτικά ρούχα της δεκαετίας του ’50, πάντα παρέα με τα σκυλιά της. Ξεχώριζε και ήταν για τους περισσότερους γείτονές της ένα μυστήριο: «Κανένας δεν ήξερε ακριβώς την ιστορία της και όλοι είχαν από μια θεωρία για εκείνη», θυμάται ο κ. Πλέσσας. Ενα καλοκαιρινό μεσημέρι τη
βοήθησε να κουβαλήσει ένα καρπούζι και εκείνη τον προσκάλεσε σπίτι της.
Μπαίνοντας στο διαμέρισμά της, τα έχασε: «Ενιωσα σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος σε μιαν άλλη εποχή», θυμάται. Παντού υπήρχαν φωτογραφίες και ενθύμια από μια πραγματικά κοσμοπολίτικη ζωή: από την Αμερική και τη Γερμανία όπου έζησε μετά τον πόλεμο, με τον σύζυγό της, Αμερικανό στρατιωτικό, από ταξίδια σε όλο τον κόσμο.
Και ενώ εκείνος περιεργαζόταν το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, είδε επάνω σε ένα τραπέζι κάτι που του τράβηξε αμέσως την προσοχή: Ενα δίπλωμα και ένα μετάλλιο για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει η ίδια στο ελληνικό κλιμάκιο κατασκοπείας. «Τι είναι αυτό, κυρία Μίκελσον;» τη ρώτησε. «Αγγελε, κάτσε, θα σ’ τα πω όλα», του απάντησε εκείνη. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι συναντήσεις τους. Εκείνος ρώταγε και εκείνη εξιστορούσε. Για το πώς την είχαν στρατολογήσει και τις αποστολές που είχε αναλάβει τα τέσσερα χρόνια του πολέμου, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή της.
Η ιστορία
Την οικογένειά της οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες την παρακολουθούσαν καιρό. Ετσι τουλάχιστον είχαν πει στον πατέρα της όταν του ζήτησαν άδεια για να στρατολογήσουν τη 14χρονη κόρη του. Είχαν καταλήξει σε εκείνη γιατί ήταν σοβαρή, γυναίκα και νεαρής ηλικίας – και άρα υπεράνω υποψίας. Επιπλέον, γιατί το σπίτι της ήταν σε στρατηγικό σημείο: Από το μπαλκόνι της στη στροφή του Τροκαντερό είχε απρόσκοπτη θέα στη βάση των Γερμανών, όπου επισκεύαζαν τα υδροπλάνα τους.
Της έδωσαν σκίτσα με όλα τα μοντέλα για να μάθει να τα αναγνωρίζει και της ζήτησαν να καταγράφει ποια και ακριβώς πότε προσθαλασσώνονταν ή αναχωρούσαν. Και έτσι έγινε, εφηύρε –για να μη γίνει αντιληπτή εάν την έπιαναν– έναν κώδικα σαν νότες μουσικής για να καταγράφει τα «πληγωμένα», όπως τα αποκαλούσε, υδροπλάνα. Με τον καιρό ανέλαβε και άλλες αποστολές. Με το ταμπεραμέντο της και με πρόφαση τη νεανική της αφέλεια, είχε καταφέρει να γνωριστεί με τους νέους Γιουγκοσλάβους εργάτες της γερμανικής βάσης που έμεναν στη γειτονιά της και μάθαινε και από εκεί πληροφορίες για το τι γινόταν πίσω από κλειστές πόρτες.
«Φοβόσασταν», την είχε ρωτήσει ο Πλέσσας. «Οχι», του είχε απαντήσει εκείνη αυθόρμητα. Αν και γνώριζε πολύ καλά πως ό,τι έκανε ήταν παρακινδυνευμένο, πως εάν την έπιαναν θα την εκτελούσαν. Θυμάται πως όταν στη γειτονιά άκουγε σούσουρο για το ότι παρά τους βομβαρδισμούς εκείνη περνούσε ώρες στη βεράντα, σταματούσε την κατασκοπεία για ένα διάστημα. Ολα κυλούσαν σχετικά ήρεμα, μέχρι που μια ημέρα ένας άγνωστος άνδρας χτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους. «Πρέπει να με ακολουθήσεις, κινδυνεύεις», της είπε.
Ηταν από τις μυστικές υπηρεσίες. Περπάτησαν για ώρες μέσα στο σκοτάδι και έφτασαν σε μια περιοχή όλο χωράφια. Την εγκατέστησαν σε ένα υπόγειο χωρίς φως και κάθε ημέρα της έφερναν φαγητό. «Δεν ρώτησα ποτέ τι είχε συμβεί. Τους είχα εμπιστοσύνη και απλά έκανα ό,τι μου έλεγαν», θα πει. Μια ημέρα άκουσε φασαρία – μια ομάδα Γερμανών έκανε έλεγχο. Εκείνη κράτησε την αναπνοή της. Εφυγαν χωρίς να την εντοπίσουν. Μετά περίπου τρεις μήνες επέστρεψε σπίτι της. Είχε φτάσει το τέλος του πολέμου.Ο κ. Πλέσσας, εμπνευσμένος από την ίδια και την ιστορία της, την έκανε κεντρικό θέμα στο έργο που παρουσίασε στην έκθεση της documenta. Η ίδια δεν κατάφερε να πάει στην έκθεση, λίγους μήνες νωρίτερα είχε ένα ατύχημα και έκτοτε η υγεία της ολοένα επιδεινωνόταν. Πρόλαβε όμως να μάθει πως το έργο του νέου της φίλου με εκείνη πρωταγωνίστρια είχε μεγάλη επιτυχία, πως μέσα από αυτό πολλοί έμαθαν την ιστορία της. Πριν από τρεις εβδομάδες η Μαρία Μίκελσον έφυγε από τη ζωή. Στο νεκροταφείο του Παλαιού Φαλήρου, οι δικοί της άνθρωποι, τα αγαπημένα της ανίψια, ο αδερφός της Στέλιος Ζαμάνος, αγωνιστής του ΕΑΜ, και κάποιοι καλοί της φίλοι την αποχαιρέτισαν. Επάνω στο φέρετρο είχαν τοποθετήσει το μετάλλιο για τις υπηρεσίες που αθόρυβα είχε προσφέρει στην πατρίδα της.
ΠΗΓΗ: «Καθημερινή»
-->
Πλησίαζε τα 90, λιγομίλητη αλλά εντυπωσιακή με κάτι καταπληκτικά ρούχα της δεκαετίας του ’50, πάντα παρέα με τα σκυλιά της. Ξεχώριζε και ήταν για τους περισσότερους γείτονές της ένα μυστήριο: «Κανένας δεν ήξερε ακριβώς την ιστορία της και όλοι είχαν από μια θεωρία για εκείνη», θυμάται ο κ. Πλέσσας. Ενα καλοκαιρινό μεσημέρι τη
βοήθησε να κουβαλήσει ένα καρπούζι και εκείνη τον προσκάλεσε σπίτι της.
Μπαίνοντας στο διαμέρισμά της, τα έχασε: «Ενιωσα σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος σε μιαν άλλη εποχή», θυμάται. Παντού υπήρχαν φωτογραφίες και ενθύμια από μια πραγματικά κοσμοπολίτικη ζωή: από την Αμερική και τη Γερμανία όπου έζησε μετά τον πόλεμο, με τον σύζυγό της, Αμερικανό στρατιωτικό, από ταξίδια σε όλο τον κόσμο.
Και ενώ εκείνος περιεργαζόταν το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, είδε επάνω σε ένα τραπέζι κάτι που του τράβηξε αμέσως την προσοχή: Ενα δίπλωμα και ένα μετάλλιο για τις υπηρεσίες που είχε προσφέρει η ίδια στο ελληνικό κλιμάκιο κατασκοπείας. «Τι είναι αυτό, κυρία Μίκελσον;» τη ρώτησε. «Αγγελε, κάτσε, θα σ’ τα πω όλα», του απάντησε εκείνη. Και κάπως έτσι ξεκίνησαν οι συναντήσεις τους. Εκείνος ρώταγε και εκείνη εξιστορούσε. Για το πώς την είχαν στρατολογήσει και τις αποστολές που είχε αναλάβει τα τέσσερα χρόνια του πολέμου, θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή της.
Η ιστορία
Την οικογένειά της οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες την παρακολουθούσαν καιρό. Ετσι τουλάχιστον είχαν πει στον πατέρα της όταν του ζήτησαν άδεια για να στρατολογήσουν τη 14χρονη κόρη του. Είχαν καταλήξει σε εκείνη γιατί ήταν σοβαρή, γυναίκα και νεαρής ηλικίας – και άρα υπεράνω υποψίας. Επιπλέον, γιατί το σπίτι της ήταν σε στρατηγικό σημείο: Από το μπαλκόνι της στη στροφή του Τροκαντερό είχε απρόσκοπτη θέα στη βάση των Γερμανών, όπου επισκεύαζαν τα υδροπλάνα τους.
Της έδωσαν σκίτσα με όλα τα μοντέλα για να μάθει να τα αναγνωρίζει και της ζήτησαν να καταγράφει ποια και ακριβώς πότε προσθαλασσώνονταν ή αναχωρούσαν. Και έτσι έγινε, εφηύρε –για να μη γίνει αντιληπτή εάν την έπιαναν– έναν κώδικα σαν νότες μουσικής για να καταγράφει τα «πληγωμένα», όπως τα αποκαλούσε, υδροπλάνα. Με τον καιρό ανέλαβε και άλλες αποστολές. Με το ταμπεραμέντο της και με πρόφαση τη νεανική της αφέλεια, είχε καταφέρει να γνωριστεί με τους νέους Γιουγκοσλάβους εργάτες της γερμανικής βάσης που έμεναν στη γειτονιά της και μάθαινε και από εκεί πληροφορίες για το τι γινόταν πίσω από κλειστές πόρτες.
«Φοβόσασταν», την είχε ρωτήσει ο Πλέσσας. «Οχι», του είχε απαντήσει εκείνη αυθόρμητα. Αν και γνώριζε πολύ καλά πως ό,τι έκανε ήταν παρακινδυνευμένο, πως εάν την έπιαναν θα την εκτελούσαν. Θυμάται πως όταν στη γειτονιά άκουγε σούσουρο για το ότι παρά τους βομβαρδισμούς εκείνη περνούσε ώρες στη βεράντα, σταματούσε την κατασκοπεία για ένα διάστημα. Ολα κυλούσαν σχετικά ήρεμα, μέχρι που μια ημέρα ένας άγνωστος άνδρας χτύπησε την πόρτα του σπιτιού τους. «Πρέπει να με ακολουθήσεις, κινδυνεύεις», της είπε.
Ηταν από τις μυστικές υπηρεσίες. Περπάτησαν για ώρες μέσα στο σκοτάδι και έφτασαν σε μια περιοχή όλο χωράφια. Την εγκατέστησαν σε ένα υπόγειο χωρίς φως και κάθε ημέρα της έφερναν φαγητό. «Δεν ρώτησα ποτέ τι είχε συμβεί. Τους είχα εμπιστοσύνη και απλά έκανα ό,τι μου έλεγαν», θα πει. Μια ημέρα άκουσε φασαρία – μια ομάδα Γερμανών έκανε έλεγχο. Εκείνη κράτησε την αναπνοή της. Εφυγαν χωρίς να την εντοπίσουν. Μετά περίπου τρεις μήνες επέστρεψε σπίτι της. Είχε φτάσει το τέλος του πολέμου.Ο κ. Πλέσσας, εμπνευσμένος από την ίδια και την ιστορία της, την έκανε κεντρικό θέμα στο έργο που παρουσίασε στην έκθεση της documenta. Η ίδια δεν κατάφερε να πάει στην έκθεση, λίγους μήνες νωρίτερα είχε ένα ατύχημα και έκτοτε η υγεία της ολοένα επιδεινωνόταν. Πρόλαβε όμως να μάθει πως το έργο του νέου της φίλου με εκείνη πρωταγωνίστρια είχε μεγάλη επιτυχία, πως μέσα από αυτό πολλοί έμαθαν την ιστορία της. Πριν από τρεις εβδομάδες η Μαρία Μίκελσον έφυγε από τη ζωή. Στο νεκροταφείο του Παλαιού Φαλήρου, οι δικοί της άνθρωποι, τα αγαπημένα της ανίψια, ο αδερφός της Στέλιος Ζαμάνος, αγωνιστής του ΕΑΜ, και κάποιοι καλοί της φίλοι την αποχαιρέτισαν. Επάνω στο φέρετρο είχαν τοποθετήσει το μετάλλιο για τις υπηρεσίες που αθόρυβα είχε προσφέρει στην πατρίδα της.
ΠΗΓΗ: «Καθημερινή»
Με τον Αγγελο Πλέσσα στο σαλόνι της, ένα χώρο γεμάτο ενθύμια από τη δράση της και την κοσμοπολίτικη ζωή της.
Από το kastamonitis
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου