Είναι σίγουρο ότι η έννοια του «στρατιωτικού αθλητή» ξενίζει στο αυτί ενός σύγχρονου ακροατή. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό, ο συστηματικός αθλητισμός και η στρατιωτική πραγματικότητα αποτέλεσαν έννοιες στενά συνυφασμένες κατά το παρελθόν.
Και μάλιστα, υπήρχαν πάρα πολλές περιπτώσεις εν ενεργεία στρατιωτικών, οι οποίοι, λόγω της συστηματικής τους ενασχόλησης με κάποιο άθλημα στα πλαίσια της
στρατιωτικής τους ζωής, εκπροσώπησαν και τίμησαν την χώρα τους σε μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, αθλητές όπως οι πρώτοι Ολυμπιονίκες, ο Φραγκούδης, ο Καρακάλος, ο Γεωργιάδης, ο Τρικούπης, ο Λούνδρας και ο Σκαρλάτος ήταν εν ενεργεία αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και μυήθηκαν στα αθλήματά τους όντας ακόμη νεαροί Ευέλπιδες. Υπήρχαν, βέβαια και αθλητές οι οποίοι είχαν ξεκινήσει την αθλητική τους ενασχόληση πριν την κατάταξή τους στο στράτευμα και κατάφεραν να συνεχίσουν τις προπονήσεις τους με την ιδιότητα του Έλληνα αξιωματικού.
Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και ο Ευστάθιος Ζηργάνος.
Τα πρώτα χρόνια και η ενασχόληση με τον αθλητισμό
Ο Ευστάθιος Ζηργάνος ήταν το έκτο από εννιά παιδιά της οικογένειας του Θεόδωρου Ζηργάνου, σχολικού επιθεωρητή από τον Βόλο.
Γεννήθηκε το 1900 στον Βόλο και από την ηλικία των 14 ετών άνηκε στο Γυμναστικό Σύλλογο Βόλου, όπου γυμναζόταν στο Γυμναστήριο Βόλου υπό την επίβλεψη του γυμναστή Μιχάλη Φλώρακα.
Σε αυτή την ηλικία ο Ευστάθιος Ζηργάνος έριχνε το ακόντιο στα 48 μέτρα, την ίδια στιγμή που το πανελλήνιο ρεκόρ αντρών ήταν στα 50, 20 μ. Με σκληρή προπόνηση και πηγαίο ταλέντο κατάφερε να συμμετέχει και να νικά στους Πανελλήνιους, Πανθρακικούς, Παμμακεδονικούς και Πανθεσσαλικούς αγώνες της εποχής, με επιδόσεις που άγγιζαν τα 53 μέτρα, θέτοντας πλέον τον εαυτό του στα ρεκόρ του ελληνικού στίβου.
Στην ηλικία των 16 ετών κατατάγηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, σε μία περίοδο όπου η Ελλάδα συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αποφοιτώντας το 1919 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του πεζικού, συμμετείχε στην πρώτη στρατιωτική αθλητική αποστολή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο πρώτο στρατιωτικό πρωτάθλημα μεγάλης κλίμακας που διοργανώθηκε ποτέ, τους Διασυμμαχικού Αγώνες του 1919 ή, αλλιώς «Ολυμπιάδα Pershing».
Η «Ολυμπιάδα Pershing»
Ο Αρχιστράτηγος John J. Pershing, Διοικητής του American Expeditionary Force, με την κατάπαυση του πυρός και το επίσημο τέλος των εχθροπραξιών του Α΄Π.Π., κατόπιν προτάσεως του Επιτελείου του και του YMCA, ενέκρινε την οργάνωση και τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων μεγάλης κλίμακας στο στάδιο Colombes (στο οποίο διεξήχθηκαν τα αγωνίσματα στίβου των ΙΙ Ολυμπιακών Αγώνων το 1900), το οποίο ανακαινίστηκε επί τούτου και παραδόθηκε στη γαλλική κυβέρνηση με την επωνυμία «Στάδιο Pershing».
Πρόθεση των Συμμαχικών Δυνάμεων ήταν η οργάνωση της αθλητικού γεγονότος «ολυμπιακών» διαστάσεων, το οποίο θα συγκέντρωνε της καλύτερους στρατευμένους αθλητές των Συμμαχικών Δυνάμεων σε κάθε άθλημα, φιλοδοξώντας να αποτελέσει την μεγαλύτερη συνάθροιση αθλητών υψηλού επιπέδου που έγινε ποτέ.
Ο σκοπός για τον οποίο οργανώθηκαν οι αγώνες αυτοί ήταν να έρθουν σε προσωπική επαφή όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους στρατευμένους του Πολέμου, προκειμένου να «τεθούν τα θεμέλια για διηνεκείς φιλίες, οι οποίες προκύπτουν από την προσωπική επαφή».
Κλήθηκαν αρχικά 29 έθνη (εκτός των Η.Π.Α. που διοργάνωναν τους αγώνες) και αποδέχθηκαν την πρόσκληση για συμμετοχή τα 18.
Οι στρατιωτικοί- αθλητές έμελλε να διαγωνιστούν σε 26 διαφορετικά αθλήματα μπροστά σε ένα μεγάλο ακροατήριο στο Bois de Vincennes, στα προάστια του Παρισιού.
Η Ελλάδα, με επιστολή του Διοικητού του Α΄Σ.Σ., Αντιστράτηγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, χαιρέτισε την πρωτοβουλία του Στρατηγού Pershing και αποδέχτηκε εγκάρδια την πρόσκληση για συμμετοχή προτείνοντας ότι: «θα ήταν μεγάλη τιμή για εμάς, τους Έλληνες, εάν αποδεχόσαστε τη δάφνη της Ολυμπίας και έναν κλάδο ελαίας από την ιερή ελιά της Ακροπόλεως, να είναι ανάμεσα στα άλλα βραβεία, τα οποία θα στεφανώνουν τα μέτωπα των νικητών, θεωρώντας της σύγχρονους αγώνες, οι οποίοι θα λάβουν χώρα υπό την δική σας ευγενή πρωτοβουλία, ως συνέχεια των όμορφων αγώνων της Αρχαίας Ελλάδας».
Έτσι, λοιπόν, οι ελληνικές Ε.Δ., στα πλαίσια της συμμετοχής αλλά και της συμβολής στην οργάνωση των αγώνων, διέθεσαν Αξιωματικούς και Οπλίτες.
Με την αποδοχή της πρόσκλησης, δόθηκε η σχετική διαταγή σε όλους τους Σχηματισμούς, προκειμένου να αναφέρουν προτεινόμενους αθλητές κατά άθλημα.
Κατόπιν τούτου, λόγω του ότι ο Ελληνικός Στρατός ενεργούσε σε δύο ζώνες, την Ανατολική και τη Δυτική, οι στρατευμένοι- αθλητές της Ανατολικής ζώνης μετέβησαν στην Αθήνα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, ενώ οι αντίστοιχοι της Δυτικής ζώνης μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε η τελική επιλογή.
Τελικά, οι 85 αθλητές που επιλέχτηκαν, προπονήθηκαν για δέκα μέρες στο Παναθηναϊκό Στάδιο, πριν ξεκινήσουν για το Παρίσι.
Συγκεκριμένα, η επιλογή των στρατιωτικών-αθλητών για τα αθλήματα του στίβου έλαβε χώρα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έναν μήνα πριν από τους αγώνες, προκειμένου να συγκροτηθεί το αντίστοιχο αντιπροσωπευτικό τμήμα.
Για τα αθλήματα του ποδοσφαίρου και της ξιφασκίας, η επιλογή έγινε απευθείας, μιας και στο στράτευμα υπηρετούσαν διακεκριμένοι Έλληνες αθλητές.
Για τα αθλήματα της σκοποβολής, παρόλο που υπήρχαν επίσης διακεκριμένοι αθλητές στις τάξεις του στρατεύματος, διατάχθηκε και διεξήχθη διαγωνισμός μεταξύ όλων των στρατιωτικών των Σχηματισμών 1ης Γραμμής και αποστάληκαν οι καλύτεροι.
Στον αγωνιστικό τομέα, τα αποτελέσματα της ελληνικής αποστολής ήταν από μέτρια έως κακά, με μοναδική εξαίρεση το χάλκινο μετάλλιο του Ανθυπολοχαγού Ευστάθιου Ζηργάνου στο ακόντιο και η τέταρτη θέση του ιδίου στη ρίψη χειροβομβίδας.
Για τη ρίψη χειροβομβίδας, οι συντάκτες της αμερικανικής αναφοράς εξέφρασαν επαινετικά λόγια για την τεχνική ρίψης του Ζηργάνου, τονίζοντας ότι η τεχνική ρίψης του Ζηργάνου, μπορεί να «έχασε» σε αυτούς τους αγώνες, από την τεχνική τύπου «baseball», αλλά θα έμελε να υιοθετηθεί από όλους τους μελλοντικούς ρίπτες, λόγω του ότι προστάτευε τον ρίπτη από πιθανά διαστρέμματα ή θλάσεις.
Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια αναφορά, οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί που παρακολούθησαν το αγώνισμα της ρίψης χειροβομβίδας ζήτησαν από τον νεαρό Ζηργάνο να τους διδάξει την τεχνική του, προκειμένου να την υιοθετήσουν στην στρατιωτική τους εκπαίδευση.
Και βέβαια, εκείνη η τεχνική η οποία δίδαξε ο Ζηργάνος στους συμμάχους, δεν ήταν άλλη από την τεχνική η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από όλους τους στρατιωτικούς αθλητές στο αγώνισμα της ρίψης χειροβομβίδας.
Μετά τους Διασυμμαχικούς Αγώνες
Το 1920, ο Ευστάθιος Ζηργάνος υπηρέτησε ως υπολοχαγός στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας. Εκεί τον εντόπισαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι τον γνώριζαν από τις επιδόσεις του στους Διασυμμαχικούς Αγώνες και ζήτησαν εγγράφως να εγκριθεί η μετάθεσή του στη Σμύρνη, προκειμένου να τον εκπαιδεύσουν στο αγώνισμα της σφύρας, η οποία ήταν τότε άγνωστη στην Ελλάδα.
Το Γενικό Στρατηγείο απέρριψε το αίτημα αυτό. Με το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Ζηργάνος επέστρεψε στην ενδοχώρα, παράτησε την ενασχόληση του με τον στίβο το 1926, αλλά συνέχισε να εκπαιδεύει τα τμήματα του στη ρίψη χειροβομβίδας, ενώ ο ίδιος θεωρούταν ο καλύτερος χειροβομβιστής του Στρατού, τόσο σε απόσταση (76-78 μέτρα), όσο και σε ακρίβεια (99%).
Το 1940- 41, συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη ως Διοικητής Τάγματος Πεζικού.
Στην κατάληψη της Κλεισούρας, όντας στην πρώτη γραμμή αντιπαραθέσεως με ομάδα χειροβομβιστών, με σκοπό να προκαλέσει καθήλωση των ιταλικών στρατευμάτων, τραυματίστηκε στο δεξί του χέρι από σφαίρα ιταλικού πολυβόλου.
Το τραύμα αυτό δεν θεραπεύτηκε ποτέ και παραλίγο να έχανε εντελώς το χέρι του. Με την λήξη του πολέμου, του απονεμήθηκε ο βαθμός του Συνταγματάρχη και τέθηκε στο καθεστώς της Πολεμικής Διαθεσιμότητας.
Όντας πλέον απόστρατος, ο Ευστάθιος Ζηργάνος ασχολήθηκε αποκλειστικά με την οικογένειά του και με τον γιο του Θεόδωρο. Το 1949, ο μικρότερός του αδερφός, ο ταγματάρχης πυροβολικού Ιάσωνας Ζηργάνος διέπλευσε κολυμπώντας την Μάγχη, ένα αθλητικό κατόρθωμα, το οποίο απασχόλησε έντονα τον διεθνή και τον εγχώριο Τύπο.
Ο Ευστάθιος Ζηργάνος, περήφανος για τον αδερφό του, έγραψε το βιβλίο «Πως πέρασα τη Μάγχη», εξιστορώντας τον άθλο του Ιάσωνα. Ο Ιάσωνας Ζηργάνος μέχρι τότε ήδη απασχολούσε τον εγχώριο Τύπο με τις επιδόσεις του στην κολύμβηση μεγάλων αποστάσεων.
Ο Ευστάθιος, μην επιθυμώντας να γίνει «ετερόφωτος αστέρας» από την δημοσιότητα του αδερφού του, αποφεύγει ακόμη και να χρησιμοποιήσει το όνομά του ως συγγραφέας του βιβλίου, περιοριζόμενος στα αρχικά «Σ.Ζ. (Στάθης Ζηργάνος)».Εξηγεί μάλιστα ο ίδιος μέσα στο βιβλίο, ότι «σημασία δεν έχει ποιος συνέγραψε αυτό το βιβλιαράκι, αλλά το τι γράφει μέσα».
Ο Ιάσωνας Ζηργάνος απασχόλησε, τόσο την ελληνική όσο και τη διεθνή κοινή γνώμη για μια δεκαετία. Το 1959 πέθανε στην προσπάθειά του να κολυμπήσει από την Ιρλανδία στη Σκωτία.
Τα κατορθώματα του και οι αθλητικές του επιδόσεις έμειναν στην Ιστορία. Το Δημοτικό Κολυμβητήριο Βόλου φέρει το όνομά του και τα τελευταία χρόνια διοργανώνεται ο Κολυμβητικός Μαραθώνιος «Ιάσων Ζηργάνος».
-->
Και μάλιστα, υπήρχαν πάρα πολλές περιπτώσεις εν ενεργεία στρατιωτικών, οι οποίοι, λόγω της συστηματικής τους ενασχόλησης με κάποιο άθλημα στα πλαίσια της
στρατιωτικής τους ζωής, εκπροσώπησαν και τίμησαν την χώρα τους σε μεγάλες αθλητικές διοργανώσεις.
Ειδικότερα στην Ελλάδα, αθλητές όπως οι πρώτοι Ολυμπιονίκες, ο Φραγκούδης, ο Καρακάλος, ο Γεωργιάδης, ο Τρικούπης, ο Λούνδρας και ο Σκαρλάτος ήταν εν ενεργεία αξιωματικοί του Ελληνικού Στρατού και μυήθηκαν στα αθλήματά τους όντας ακόμη νεαροί Ευέλπιδες. Υπήρχαν, βέβαια και αθλητές οι οποίοι είχαν ξεκινήσει την αθλητική τους ενασχόληση πριν την κατάταξή τους στο στράτευμα και κατάφεραν να συνεχίσουν τις προπονήσεις τους με την ιδιότητα του Έλληνα αξιωματικού.
Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί και ο Ευστάθιος Ζηργάνος.
Τα πρώτα χρόνια και η ενασχόληση με τον αθλητισμό
Ο Ευστάθιος Ζηργάνος ήταν το έκτο από εννιά παιδιά της οικογένειας του Θεόδωρου Ζηργάνου, σχολικού επιθεωρητή από τον Βόλο.
Γεννήθηκε το 1900 στον Βόλο και από την ηλικία των 14 ετών άνηκε στο Γυμναστικό Σύλλογο Βόλου, όπου γυμναζόταν στο Γυμναστήριο Βόλου υπό την επίβλεψη του γυμναστή Μιχάλη Φλώρακα.
Σε αυτή την ηλικία ο Ευστάθιος Ζηργάνος έριχνε το ακόντιο στα 48 μέτρα, την ίδια στιγμή που το πανελλήνιο ρεκόρ αντρών ήταν στα 50, 20 μ. Με σκληρή προπόνηση και πηγαίο ταλέντο κατάφερε να συμμετέχει και να νικά στους Πανελλήνιους, Πανθρακικούς, Παμμακεδονικούς και Πανθεσσαλικούς αγώνες της εποχής, με επιδόσεις που άγγιζαν τα 53 μέτρα, θέτοντας πλέον τον εαυτό του στα ρεκόρ του ελληνικού στίβου.
Στην ηλικία των 16 ετών κατατάγηκε στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, σε μία περίοδο όπου η Ελλάδα συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Αποφοιτώντας το 1919 με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού του πεζικού, συμμετείχε στην πρώτη στρατιωτική αθλητική αποστολή των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων στο πρώτο στρατιωτικό πρωτάθλημα μεγάλης κλίμακας που διοργανώθηκε ποτέ, τους Διασυμμαχικού Αγώνες του 1919 ή, αλλιώς «Ολυμπιάδα Pershing».
Η «Ολυμπιάδα Pershing»
Ο Αρχιστράτηγος John J. Pershing, Διοικητής του American Expeditionary Force, με την κατάπαυση του πυρός και το επίσημο τέλος των εχθροπραξιών του Α΄Π.Π., κατόπιν προτάσεως του Επιτελείου του και του YMCA, ενέκρινε την οργάνωση και τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων μεγάλης κλίμακας στο στάδιο Colombes (στο οποίο διεξήχθηκαν τα αγωνίσματα στίβου των ΙΙ Ολυμπιακών Αγώνων το 1900), το οποίο ανακαινίστηκε επί τούτου και παραδόθηκε στη γαλλική κυβέρνηση με την επωνυμία «Στάδιο Pershing».
Πρόθεση των Συμμαχικών Δυνάμεων ήταν η οργάνωση της αθλητικού γεγονότος «ολυμπιακών» διαστάσεων, το οποίο θα συγκέντρωνε της καλύτερους στρατευμένους αθλητές των Συμμαχικών Δυνάμεων σε κάθε άθλημα, φιλοδοξώντας να αποτελέσει την μεγαλύτερη συνάθροιση αθλητών υψηλού επιπέδου που έγινε ποτέ.
Ο σκοπός για τον οποίο οργανώθηκαν οι αγώνες αυτοί ήταν να έρθουν σε προσωπική επαφή όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους στρατευμένους του Πολέμου, προκειμένου να «τεθούν τα θεμέλια για διηνεκείς φιλίες, οι οποίες προκύπτουν από την προσωπική επαφή».
Κλήθηκαν αρχικά 29 έθνη (εκτός των Η.Π.Α. που διοργάνωναν τους αγώνες) και αποδέχθηκαν την πρόσκληση για συμμετοχή τα 18.
Οι στρατιωτικοί- αθλητές έμελλε να διαγωνιστούν σε 26 διαφορετικά αθλήματα μπροστά σε ένα μεγάλο ακροατήριο στο Bois de Vincennes, στα προάστια του Παρισιού.
Η Ελλάδα, με επιστολή του Διοικητού του Α΄Σ.Σ., Αντιστράτηγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου, χαιρέτισε την πρωτοβουλία του Στρατηγού Pershing και αποδέχτηκε εγκάρδια την πρόσκληση για συμμετοχή προτείνοντας ότι: «θα ήταν μεγάλη τιμή για εμάς, τους Έλληνες, εάν αποδεχόσαστε τη δάφνη της Ολυμπίας και έναν κλάδο ελαίας από την ιερή ελιά της Ακροπόλεως, να είναι ανάμεσα στα άλλα βραβεία, τα οποία θα στεφανώνουν τα μέτωπα των νικητών, θεωρώντας της σύγχρονους αγώνες, οι οποίοι θα λάβουν χώρα υπό την δική σας ευγενή πρωτοβουλία, ως συνέχεια των όμορφων αγώνων της Αρχαίας Ελλάδας».
Έτσι, λοιπόν, οι ελληνικές Ε.Δ., στα πλαίσια της συμμετοχής αλλά και της συμβολής στην οργάνωση των αγώνων, διέθεσαν Αξιωματικούς και Οπλίτες.
Με την αποδοχή της πρόσκλησης, δόθηκε η σχετική διαταγή σε όλους τους Σχηματισμούς, προκειμένου να αναφέρουν προτεινόμενους αθλητές κατά άθλημα.
Κατόπιν τούτου, λόγω του ότι ο Ελληνικός Στρατός ενεργούσε σε δύο ζώνες, την Ανατολική και τη Δυτική, οι στρατευμένοι- αθλητές της Ανατολικής ζώνης μετέβησαν στην Αθήνα, στο Παναθηναϊκό Στάδιο, ενώ οι αντίστοιχοι της Δυτικής ζώνης μετέβησαν στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε η τελική επιλογή.
Τελικά, οι 85 αθλητές που επιλέχτηκαν, προπονήθηκαν για δέκα μέρες στο Παναθηναϊκό Στάδιο, πριν ξεκινήσουν για το Παρίσι.
Συγκεκριμένα, η επιλογή των στρατιωτικών-αθλητών για τα αθλήματα του στίβου έλαβε χώρα στο Παναθηναϊκό Στάδιο, έναν μήνα πριν από τους αγώνες, προκειμένου να συγκροτηθεί το αντίστοιχο αντιπροσωπευτικό τμήμα.
Για τα αθλήματα του ποδοσφαίρου και της ξιφασκίας, η επιλογή έγινε απευθείας, μιας και στο στράτευμα υπηρετούσαν διακεκριμένοι Έλληνες αθλητές.
Για τα αθλήματα της σκοποβολής, παρόλο που υπήρχαν επίσης διακεκριμένοι αθλητές στις τάξεις του στρατεύματος, διατάχθηκε και διεξήχθη διαγωνισμός μεταξύ όλων των στρατιωτικών των Σχηματισμών 1ης Γραμμής και αποστάληκαν οι καλύτεροι.
Στον αγωνιστικό τομέα, τα αποτελέσματα της ελληνικής αποστολής ήταν από μέτρια έως κακά, με μοναδική εξαίρεση το χάλκινο μετάλλιο του Ανθυπολοχαγού Ευστάθιου Ζηργάνου στο ακόντιο και η τέταρτη θέση του ιδίου στη ρίψη χειροβομβίδας.
Για τη ρίψη χειροβομβίδας, οι συντάκτες της αμερικανικής αναφοράς εξέφρασαν επαινετικά λόγια για την τεχνική ρίψης του Ζηργάνου, τονίζοντας ότι η τεχνική ρίψης του Ζηργάνου, μπορεί να «έχασε» σε αυτούς τους αγώνες, από την τεχνική τύπου «baseball», αλλά θα έμελε να υιοθετηθεί από όλους τους μελλοντικούς ρίπτες, λόγω του ότι προστάτευε τον ρίπτη από πιθανά διαστρέμματα ή θλάσεις.
Μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια αναφορά, οι Αμερικάνοι και οι Βρετανοί που παρακολούθησαν το αγώνισμα της ρίψης χειροβομβίδας ζήτησαν από τον νεαρό Ζηργάνο να τους διδάξει την τεχνική του, προκειμένου να την υιοθετήσουν στην στρατιωτική τους εκπαίδευση.
Και βέβαια, εκείνη η τεχνική η οποία δίδαξε ο Ζηργάνος στους συμμάχους, δεν ήταν άλλη από την τεχνική η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από όλους τους στρατιωτικούς αθλητές στο αγώνισμα της ρίψης χειροβομβίδας.
Μετά τους Διασυμμαχικούς Αγώνες
Το 1920, ο Ευστάθιος Ζηργάνος υπηρέτησε ως υπολοχαγός στο Μέτωπο της Μικράς Ασίας. Εκεί τον εντόπισαν Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι τον γνώριζαν από τις επιδόσεις του στους Διασυμμαχικούς Αγώνες και ζήτησαν εγγράφως να εγκριθεί η μετάθεσή του στη Σμύρνη, προκειμένου να τον εκπαιδεύσουν στο αγώνισμα της σφύρας, η οποία ήταν τότε άγνωστη στην Ελλάδα.
Το Γενικό Στρατηγείο απέρριψε το αίτημα αυτό. Με το τέλος της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ο Ζηργάνος επέστρεψε στην ενδοχώρα, παράτησε την ενασχόληση του με τον στίβο το 1926, αλλά συνέχισε να εκπαιδεύει τα τμήματα του στη ρίψη χειροβομβίδας, ενώ ο ίδιος θεωρούταν ο καλύτερος χειροβομβιστής του Στρατού, τόσο σε απόσταση (76-78 μέτρα), όσο και σε ακρίβεια (99%).
Το 1940- 41, συμμετείχε στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο, με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη ως Διοικητής Τάγματος Πεζικού.
Στην κατάληψη της Κλεισούρας, όντας στην πρώτη γραμμή αντιπαραθέσεως με ομάδα χειροβομβιστών, με σκοπό να προκαλέσει καθήλωση των ιταλικών στρατευμάτων, τραυματίστηκε στο δεξί του χέρι από σφαίρα ιταλικού πολυβόλου.
Το τραύμα αυτό δεν θεραπεύτηκε ποτέ και παραλίγο να έχανε εντελώς το χέρι του. Με την λήξη του πολέμου, του απονεμήθηκε ο βαθμός του Συνταγματάρχη και τέθηκε στο καθεστώς της Πολεμικής Διαθεσιμότητας.
Όντας πλέον απόστρατος, ο Ευστάθιος Ζηργάνος ασχολήθηκε αποκλειστικά με την οικογένειά του και με τον γιο του Θεόδωρο. Το 1949, ο μικρότερός του αδερφός, ο ταγματάρχης πυροβολικού Ιάσωνας Ζηργάνος διέπλευσε κολυμπώντας την Μάγχη, ένα αθλητικό κατόρθωμα, το οποίο απασχόλησε έντονα τον διεθνή και τον εγχώριο Τύπο.
Ο Ευστάθιος Ζηργάνος, περήφανος για τον αδερφό του, έγραψε το βιβλίο «Πως πέρασα τη Μάγχη», εξιστορώντας τον άθλο του Ιάσωνα. Ο Ιάσωνας Ζηργάνος μέχρι τότε ήδη απασχολούσε τον εγχώριο Τύπο με τις επιδόσεις του στην κολύμβηση μεγάλων αποστάσεων.
Ο Ευστάθιος, μην επιθυμώντας να γίνει «ετερόφωτος αστέρας» από την δημοσιότητα του αδερφού του, αποφεύγει ακόμη και να χρησιμοποιήσει το όνομά του ως συγγραφέας του βιβλίου, περιοριζόμενος στα αρχικά «Σ.Ζ. (Στάθης Ζηργάνος)».Εξηγεί μάλιστα ο ίδιος μέσα στο βιβλίο, ότι «σημασία δεν έχει ποιος συνέγραψε αυτό το βιβλιαράκι, αλλά το τι γράφει μέσα».
Ο Ιάσωνας Ζηργάνος απασχόλησε, τόσο την ελληνική όσο και τη διεθνή κοινή γνώμη για μια δεκαετία. Το 1959 πέθανε στην προσπάθειά του να κολυμπήσει από την Ιρλανδία στη Σκωτία.
Τα κατορθώματα του και οι αθλητικές του επιδόσεις έμειναν στην Ιστορία. Το Δημοτικό Κολυμβητήριο Βόλου φέρει το όνομά του και τα τελευταία χρόνια διοργανώνεται ο Κολυμβητικός Μαραθώνιος «Ιάσων Ζηργάνος».
Η μνήμη όμως του άγνωστου μέχρι και σήμερα Ευστάθιου Ζηργάνου ζει κάθε φορά που κάποιος εκπαιδευόμενος σε όλον τον κόσμο, στο πεδίο ρίψης χειροβομβίδας, διδάσκεται την τεχνική με την οποία έριχνε εκείνος πριν από περίπου 100 χρόνια.
ΠΗΓΗ armyvoice.gr
Από το kastamonitis
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου