Η παλαιότερη, πιθανότατα, καμπάνα του νησιού εντοπίστηκε και παρουσιάζεται από τον Γεράσιμο Δημουλά μέσα από άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Καθημερινή Ενημέρωση" το Σαββατοκύριακο 22-23 Ιουλίου 2017.
Τα Μελίκια[1] είναι από τα παλαιότερα καταγεγραμμένα σε αρχειακές πηγές[2], χωριά της Κέρκυρας έχοντας μια συνεχή παρουσία στην τοπική ιστορία από το έτος 1391. Εκεί βρίσκεται και ο ναός της
Υπεραγίας Θεοτόκου της Λαμποβίτισσας[3], ο οποίος προϋπάρχει του 1527 έτος κατά το οποίο αναφέρεται σε διαθήκη της Αντωνίας γυνής του Δημήτρη Βρανά από τα Μελίκια, με την οποία η διαθέτρια προσέφερε αγαθά στο ναό[4], δεν αποκλείεται όμως η ιστορία του ναού να φθάνει ή και να ξεπερνάει χρονικά την παλαιότερη γραπτή μαρτυρία ύπαρξης του χωριού. Στο εσωτερικό του ο ναός κοσμείται με ωραιότατο ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο τέμπλο, άμβωνα με εξωτερική σκάλα, καταργημένη σήμερα και πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια σημαντικής αξίας, ενώ στην ημικυκλική κόγχη του σώζονται παλιές τοιχογραφίες. Η διαχρονική σπουδαιότητα της εκκλησίας ως πρώτης του χωριού, είναι απόρροια της συναδελφικής της συγκρότησης και της παλαιότητάς της και επιβεβαιώνεται από το μεγάλο αριθμό ιερέων που κατά καιρούς την υπηρετούσαν[5].
-->
Τα Μελίκια[1] είναι από τα παλαιότερα καταγεγραμμένα σε αρχειακές πηγές[2], χωριά της Κέρκυρας έχοντας μια συνεχή παρουσία στην τοπική ιστορία από το έτος 1391. Εκεί βρίσκεται και ο ναός της
Υπεραγίας Θεοτόκου της Λαμποβίτισσας[3], ο οποίος προϋπάρχει του 1527 έτος κατά το οποίο αναφέρεται σε διαθήκη της Αντωνίας γυνής του Δημήτρη Βρανά από τα Μελίκια, με την οποία η διαθέτρια προσέφερε αγαθά στο ναό[4], δεν αποκλείεται όμως η ιστορία του ναού να φθάνει ή και να ξεπερνάει χρονικά την παλαιότερη γραπτή μαρτυρία ύπαρξης του χωριού. Στο εσωτερικό του ο ναός κοσμείται με ωραιότατο ξυλόγλυπτο, επιχρυσωμένο τέμπλο, άμβωνα με εξωτερική σκάλα, καταργημένη σήμερα και πολλά εκκλησιαστικά κειμήλια σημαντικής αξίας, ενώ στην ημικυκλική κόγχη του σώζονται παλιές τοιχογραφίες. Η διαχρονική σπουδαιότητα της εκκλησίας ως πρώτης του χωριού, είναι απόρροια της συναδελφικής της συγκρότησης και της παλαιότητάς της και επιβεβαιώνεται από το μεγάλο αριθμό ιερέων που κατά καιρούς την υπηρετούσαν[5].
Ωστόσο, αυτό που προξενεί μεγάλη εντύπωση βρίσκεται ψηλά, εκτός του ναού, στο πλακέ τρίλοβο κωδωνοστάσιο[6], εκεί που η προς βορρά καμπάνα με τις ωραιότατες καλλιτεχνίες, φέρει χρονολογία στα λατινικά «MCCCCLXXXVIII» (1488). Μια καμπάνα ηλικίας 529 ετών λοιπόν, όταν η μέση διάρκεια ζωής των σημερινών καμπανών, από τα σύγχρονα χυτήρια συνήθως δεν ξεπερνάει τα 50 χρόνια. Όσον αφορά την παλαιότητα της καμπάνας, η προσωπική μου άποψη, έχοντας δει πάνω από 350 καμπάνες κερκυραϊκών ναών, είναι πως η εξεταζόμενη είναι κατά πάσα πιθανότητα όχι μόνο η παλαιότερη σωζόμενη καμπάνα της Κέρκυρας αλλά όλων των Επτανήσων. Τύχη αγαθή την προστάτευσε τόσους αιώνες και νομίζω πως η ανάδειξή της, ως μεσαιωνικό κινητό μνημείο αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη.
Η συγκεκριμένη καμπάνα (έχει ύψος 0,42 μ. και διάμετρο στομίου 0,43 μ.) είναι λίγο μεγαλύτερη από τη νότια[7] και η κίνησή της γίνεται από δυτικά προς ανατολικά[8]. Αν προσπαθήσουμε να την περιγράψουμε ξεκινώντας από το ψηλότερο σημείο, εκτός από τους τέσσερις κρίκους που βρίσκονται στην κορυφή της για να στερεωθεί θα σημειώναμε τα εξής:
Όπως ήδη αναφέραμε η στάμπα με τη λατινική χρονολόγηση της καμπάνας βρίσκεται στο πάνω τμήμα ανάμεσα στη δέσμη δύο ανάγλυφων τριπλών εξωτερικών γραμμών. Στο χαμηλότερο (και πλατύτερο) τμήμα της σχηματίζονται αντίστοιχα, τρεις δέσμες με τρεις, τρεις και δύο αντίστοιχα ανάγλυφες γραμμές (η τελευταία πολύ κοντά στο φθαρμένο στόμιο της καμπάνας).
Η συγκεκριμένη καμπάνα (έχει ύψος 0,42 μ. και διάμετρο στομίου 0,43 μ.) είναι λίγο μεγαλύτερη από τη νότια[7] και η κίνησή της γίνεται από δυτικά προς ανατολικά[8]. Αν προσπαθήσουμε να την περιγράψουμε ξεκινώντας από το ψηλότερο σημείο, εκτός από τους τέσσερις κρίκους που βρίσκονται στην κορυφή της για να στερεωθεί θα σημειώναμε τα εξής:
Όπως ήδη αναφέραμε η στάμπα με τη λατινική χρονολόγηση της καμπάνας βρίσκεται στο πάνω τμήμα ανάμεσα στη δέσμη δύο ανάγλυφων τριπλών εξωτερικών γραμμών. Στο χαμηλότερο (και πλατύτερο) τμήμα της σχηματίζονται αντίστοιχα, τρεις δέσμες με τρεις, τρεις και δύο αντίστοιχα ανάγλυφες γραμμές (η τελευταία πολύ κοντά στο φθαρμένο στόμιο της καμπάνας).
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ασφαλώς οι ανάγλυφες παραστάσεις. Η πρώτη από αυτές[9] σε τετράγωνο πλαίσιο φέρει το λατινικό γράμμα «S» και ένα σταυρό, σε επαφή με το γράμμα ακριβώς από πάνω του. Συμβολισμός την σημασία του οποίου δεν γνωρίζουμε. Η δεύτερη, προς τα ανατολικά, φέρει ανάγλυφη παράσταση της Άκρας ταπείνωσης και περιβάλλεται με διακοσμητικά στοιχεία.
Η τρίτη ανάγλυφη παράσταση βλέπει προς το βορρά και απεικονίζει εντός πλαισίου διακοσμημένου, τον Άγιο Γεώργιο, μάλλον, με φτερά αγγέλου σε όρθια στάση να τρυπάει το θηρίο με ακόντιο. Προς τα δυτικά υπάρχει ένα ανάγλυφο οικόσημο, επίμηκες καθ’ ύψος, με δύο λουλούδια με πέντε ανοιχτά πέταλα το καθένα που διαχωρίζονται από μια πλατιά διαγώνια λωρίδα. Ένα οικόσημο απλό[10], όπως ήταν όλα τα οικόσημα μέχρι και εκείνη την περίοδο.
Να σημειωθεί ότι στην Κέρκυρα οι πρώτες απεικονίσεις οικοσήμων αναφέρονται στις αρχές του 16ου αιώνα (το πιο παλιό οικόσημο αφορά την οικογένεια Αλαμάνου), ενώ το παλαιότερο σωζόμενο οικόσημο είναι του έτους 1606, χαραγμένο σε πέτρα στο κλειδί του τόξου της κεντρικής εισόδου του συγκροτήματος Βασιλά[11]. Ψηλότερα, όπως προείπαμε, υπάρχει η χρονολογία «MCCCCLXXXVIII» (1488) και δεξιά και αριστερά, ψηλότερα από το οικόσημο βρίσκονται, εντός οβάλ πλαισίου η Παναγία με τον Χριστό βρέφος στην αγκαλιά (προς τα βόρεια) και εντός άλλου πλαισίου χωρισμένου σε τρία τμήματα, η Παναγία βρεφοκρατούσα στο ψηλότερο, στο μεσαίο τμήμα μια παράσταση Αγίου στα αριστερά και μια άλλη μορφή προς τα δεξιά και στο χαμηλότερο τμήμα εντός πλαισίου με δυσκολοδιάβαστη, λόγω της φθοράς, επιγραφή σώζεται μια γονατιστή μορφή που προσεύχεται.
Η τρίτη ανάγλυφη παράσταση βλέπει προς το βορρά και απεικονίζει εντός πλαισίου διακοσμημένου, τον Άγιο Γεώργιο, μάλλον, με φτερά αγγέλου σε όρθια στάση να τρυπάει το θηρίο με ακόντιο. Προς τα δυτικά υπάρχει ένα ανάγλυφο οικόσημο, επίμηκες καθ’ ύψος, με δύο λουλούδια με πέντε ανοιχτά πέταλα το καθένα που διαχωρίζονται από μια πλατιά διαγώνια λωρίδα. Ένα οικόσημο απλό[10], όπως ήταν όλα τα οικόσημα μέχρι και εκείνη την περίοδο.
Να σημειωθεί ότι στην Κέρκυρα οι πρώτες απεικονίσεις οικοσήμων αναφέρονται στις αρχές του 16ου αιώνα (το πιο παλιό οικόσημο αφορά την οικογένεια Αλαμάνου), ενώ το παλαιότερο σωζόμενο οικόσημο είναι του έτους 1606, χαραγμένο σε πέτρα στο κλειδί του τόξου της κεντρικής εισόδου του συγκροτήματος Βασιλά[11]. Ψηλότερα, όπως προείπαμε, υπάρχει η χρονολογία «MCCCCLXXXVIII» (1488) και δεξιά και αριστερά, ψηλότερα από το οικόσημο βρίσκονται, εντός οβάλ πλαισίου η Παναγία με τον Χριστό βρέφος στην αγκαλιά (προς τα βόρεια) και εντός άλλου πλαισίου χωρισμένου σε τρία τμήματα, η Παναγία βρεφοκρατούσα στο ψηλότερο, στο μεσαίο τμήμα μια παράσταση Αγίου στα αριστερά και μια άλλη μορφή προς τα δεξιά και στο χαμηλότερο τμήμα εντός πλαισίου με δυσκολοδιάβαστη, λόγω της φθοράς, επιγραφή σώζεται μια γονατιστή μορφή που προσεύχεται.
Το οικόσημο δεν αποκλείεται να προέρχεται από τον παραγγελιοδότη της καμπάνας, κάτι που αν συμβαίνει τότε θα πρόκειται για κάποιο σημαντικό πρόσωπο της περιοχής (αν κρίνουμε από την αξία της καμπάνας την καλλιτεχνία της και την αντοχή της στο χρόνο, η οποία οφείλεται από την ποιότητα του μετάλλου).
Εκτός όμως από τα σχετικά με το οικόσημο, πολλά ακόμα ερωτήματα αναζητούν απαντήσεις. Να αγοράστηκε άραγε η καμπάνα[12] εξαρχής για την Υ.Θ. Λαμποβίτισσα ή να μεταφέρθηκε εκεί από άλλη εκκλησία της ευρύτερης περιοχής (ή ακόμη και εκτός Κέρκυρας). Να αγοράστηκε μεταχειρισμένη (οπότε και το οικόσημο να αφορά κάποιον Ενετό ευγενή).
Αλήθεια με ποιόν τρόπο διασώθηκε από τις άγριες τουρκικές επιδρομές του 1537 και του 1571, όπου εκτός από τις ανθρώπινες ψυχές (οι επιδρομείς απήγαγαν ως δούλους για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής χιλιάδες κατοίκους), βασικό στόχο αποτελούσαν, όπως μαρτυρείται από νοταρικές πηγές της εποχής και οι καμπάνες (για το μέταλλό τους).
Τι αναφέρει άραγε η δυσνόητη λατινική επιγραφή, κάποιο όνομα, τον τίτλο του εργαστηρίου κατασκευής της (πιθανόν βενετσιάνικο) ή κάτι άλλο;
Εκτός όμως από τα σχετικά με το οικόσημο, πολλά ακόμα ερωτήματα αναζητούν απαντήσεις. Να αγοράστηκε άραγε η καμπάνα[12] εξαρχής για την Υ.Θ. Λαμποβίτισσα ή να μεταφέρθηκε εκεί από άλλη εκκλησία της ευρύτερης περιοχής (ή ακόμη και εκτός Κέρκυρας). Να αγοράστηκε μεταχειρισμένη (οπότε και το οικόσημο να αφορά κάποιον Ενετό ευγενή).
Αλήθεια με ποιόν τρόπο διασώθηκε από τις άγριες τουρκικές επιδρομές του 1537 και του 1571, όπου εκτός από τις ανθρώπινες ψυχές (οι επιδρομείς απήγαγαν ως δούλους για τα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής χιλιάδες κατοίκους), βασικό στόχο αποτελούσαν, όπως μαρτυρείται από νοταρικές πηγές της εποχής και οι καμπάνες (για το μέταλλό τους).
Τι αναφέρει άραγε η δυσνόητη λατινική επιγραφή, κάποιο όνομα, τον τίτλο του εργαστηρίου κατασκευής της (πιθανόν βενετσιάνικο) ή κάτι άλλο;
Εύλογα ερωτήματα που τίθενται προς συζήτηση και προβληματισμό στα οποία θα επιχειρήσουμε να απαντήσουμε σε άλλη μελέτη μας.
Σημ. Ευχαριστώ πολύ τον καθηγητή θεολογίας κ. Σπύρο Καρύδη για τις συμβουλές – προτάσεις του.
Γεράσιμος Δημουλάς
[1] Το χωριό βρίσκεται 41,5 χλμ. νότια της πόλης της Κέρκυρας και σήμερα ανήκει στη Δημοτική Κοινότητα Λευκιμμαίων η οποία στην απογραφή του 2011 είχε 3620 κατοίκους.
[2] Ασωνίτης Σπ. «Η Κέρκυρα και τα ηπειρωτικά παράλια στα τέλη του Μεσαίωνα (1386-1462)», UNIVERSITY STUDIO PRESS, Θεσσαλονίκη 2009, σ.71.
[3] Είναι χτισμένος στο γνωστό επιμήκη επτανησιακό ρυθμό.
[4] Α.Ν.Κ., Συμβ. Τ.13, φ. 24r.
[5] Στο κατάστιχο ναών του 1635 αναφέρονται έξι ιερείς.
[6] Καμπαναριό με αυτόνομη έδραση, στη βορειοανατολική γωνία του ναού.
[7] Δεν ήταν ορατά κάποια στοιχεία της, αλλά μάλλον είναι και αυτή λατινική αφού διακρίνεται ανάγλυφη παράσταση με παπική τιάρα (έχει δε διαστάσεις: διάμετρο 0,34 μ. και ύψος 0,33 μ.) .
[8] Δεν γνωρίζουμε αν η σημερινή θέση του κωδωνοστασίου ταυτίζεται και με τη θέση του παλαιότερου καμπαναριού.
[9] Προς τη νότια μεριά.
[10] Δεν ταυτίζεται με κάποιο από τα γνωστά κερκυραϊκά οικόσημα, υπάρχει όμως ομοιότητα με αυτό του οίκου Mocenigo.
[11] Πιέρης Σ. Γιάννης «ΚΕΡΚΥΡΑΪΚΑ ΟΙΚΟΣΗΜΑ», εκδόσεις Αλκίνοος, σ.σ. 30-31.
[12] Μέχρι και τα τέλη του 18ου αι. οι Κερκυραίοι προμηθεύονταν τις καμπάνες τους ως επί το πλείστον από βενετσιάνικα εργαστήρια. Μόλις το τελευταίο τέταρτο του 18ου αι. μαρτυρείται εργαστήριο κατασκευής καμπανών στην Κέρκυρα, αρχικά του Zuanne Bonardi και λίγο αργότερα του Χαραλάμπη Μικελέτη (οι δύο τους συνεταιρίστηκαν για λίγα χρόνια).
ΠΗΓΗ
Από το proskynitis
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου