Translate

Παρασκευή 7 Ιουλίου 2017

Το γιοματάρι και η... μουστιά: Ένα αφιέρωμα του 1936 στο κρασί

Ιστορίες από την Παλιά Αθήνα

Κυρ Μιχάλη, ν’ αφήσεις το παλιό ρετσίνι… Η μυρωδιά του ανασταίνει

Μπήκε και ο Οκτώβρης... ο απόλυτος μήνας του κρασιού, του μούστου, του γλεντιού, με μυρωδιές και χυμούς της μάνας γης. Θυμάμαι μικρός όλοι οι δρόμοι που φθάναν στην Αθήνα από το Κορωπί, το Πικέρμι, το Μαρκόπουλο και τους άλλους αμπελώνες της Ανατολικής Αττικής, ήταν γεμάτοι
μυρουδιές και όμορφους «λεκέδες» από τον μούστο που έπεφτε από τα φορτηγά …

Μαζί με τις ευχές για ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ ξεκινώ τις αναρτήσεις του μήνα με ένα μίνι αφιέρωμα στο κρασί!
              Ταβερνιάρη μην αφίνεις το ποτήρι μου αδειανό,
              για τον πόνο της αγάπης είν' το μόνο γιατρικό
                                                                        ΑΤΤΙΚ

«Τα στενοσόκακα της Πλάκας, μερικοί δρόμοι πίσω από την αγορά και άλλοι κεντρικοί των συνοικιών, πλατειούλες και πεζοδρομιακά τρίγωνα ακόμη και προαύλια εκκλησιών στου Ψυρρή, έγιναν αδιάβατα τις τελευταίες ημέρες. Κατακλύζονται από ατελείωτες σειρές βαρελιών, των βαρελιών πού ετοιμάζονται για να δεχθούν το θαυμασιώτερο προϊόν της ελληνικής αμπέλου, την κεχριμπαρένια ελληνική ρετσίνα.
Οι ταβερνιάρηδες ανασκουμπωμένοι τα επιθεωρούν, δίνοντας οδηγίες στους μικρούς για το πλύσιμο με ύφος ναπολεόντειον, οι μπακάληδες μαζεύουν σαν χρυσάφι τα υπολείμματα του ρετσινιού, την λάσπη, ενώ οι μαστόροι και τα κοπέλλια τους –οι βαρελάδες και οι παραγυιοί των- δουλεύουν ακατάπαυστα, επιδιορθώνουν σφίγγοντας ένα στεφάνι ή καλαφατίζοντας τις «δούγες» για να σφίξουν. Έτσι στους βαρελοκατακλυσμένους χώρους, ένα ατελείωτο ντάκ-ντούκ εκκωφαντικό κυριαρχεί, που δίνει τον τόνο και το χρώμα της εποχής και μονολεκτικά χαρακτηρίζεται από τους ενδιαφερομένους: μουστιά.
Αυτή είνε η στερεότυπη απάντησις πού δίδεται στον γείτονα, πού ανησυχεί από το θόρυβο του κυλιομένου βαρελιού, στην κυρά πού θα διαμαρτυρηθή, γιατί τα νερά των βαρελιών την έπνιξαν.

-Μουστιά είνε κυρά μου!
-Μα θα ξυπνήση το μωρό!...
-Θα του δώσης μουσταλευριά μεθαύριο και θα σωπάση.
Έτσι η ημέρες κυλούν έν μέσω θορύβων και κρότων στις συνοικίες πού έχουν ταβέρνες, ενώ οι φίλοι της ρετσίνας, κυττάζοντας τα βαρέλια, κάνουν προβλέψεις και δίνουν γνώμες.
-Κυρ Μιχάλη, ν’ αφήσης το παληό ρετσίνι… Η μυρωδιά του ανασταίνει.
Ο κυρ Μιχάλης, εμβριθώς συνωφρυωμένος, δέχεται τας συστάσεις και γνώμας, απαντά ενώ συζητεί με το σωφέρ πού πρόκειται να του μεταφέρη το μούστο.
-Θα βάλης τη Νερατζούλα και το Παυσίλυπον. Τα παίρνει και τα δυό. 800 μπότσες χωρούν. (σ.σ. η μπότσα, παλιά μονάδα μέτρησης υγρών, ήταν δύο οκάδες ή 2,560 κιλά)
Περιττόν να σημειώσουμε ότι η Νερατζούλα και το Παυσίλυπον είνε τα βαρέλια πού θα μεταφέρουν στην βαρελαποθήκην της ταβέρνας τον μούστο της χρονιάς.

Άλλοι, πού παρακολουθούν την σχετική κίνησι, και μαζεύονται γύρω από τα βαρέλια πού επισκευάζονται, είνε οι πιτσιρίκοι. Προσπαθούν να ξεκλέψουν ένα κομμάτι ρετσίνι για να φτιάσουν τα καιόμενα πυρπολικά των στα καζάνια ή στις σκάφες των μανάδων των, και να ανάψουν φωτιές στους δρόμους πού θα τις πηδούν ύστερα παίζοντας και χορεύοντας γύρω.
Υπάρχει όμως και ένα πρόβλημα. Θα είνε καλή η χρονιά; Και ο μούστος πώς θα είνε; Με αυτό απασχολούνται κυρίως οι κρασοπατέρες τις μέρες αυτές της ανακωχής, κατά τις οποίες καταναλίσκεται μόνον σώσμα. Γίνεται ανασκόπησις της καιρικής καταστάσεως ολοκλήρου του έτους πού πέρασε, λογαριασμοί πόσα θειαφίσματα και ραντίσματα πήγαν, αν έπεσαν πολλές βροχές. Από αυτά εξαρτάται η ποιότης της ρετσίνας και γι’ αυτήν ενδιαφέρονται κυρίως. Γι’ αυτό λοιπόν συζητούν.

Αλλ’ οι ταβερνιάρηδες και οι παραγωγοί ενδιαφέρονται μόνο για την συγκομιδή και την αποθήκευσι. Τα άλλα θα τα κανονίση ο χημικός και ησυχάζουν. Είνε βέβαιοι ότι θα δώσουν καλό κρασί στους πελάτες των, ξανθειά ρετσίνα ή κοκκινέλι, και με την βεβαιότητα αυτή, κι’ ακόμη βασιζόμενοι στην τέχνη των, τρέχουν τώρα οι πρώτοι στα χωριά της Αττικής να κλείσουν συμφωνίας με τους δεύτερους.
-->
Αυτή είνε η μουστιά. Χαρά του παραγωγού, ζωή του ταβερνιάρη, γλυκειά προσδοκία των πιτσιρίκων πού περιμένουν την μουσταλευριά και το πετιμέζι, αναμονή του μπεκρή πού αγωνιά ως που ν’ ανοίξη το γιοματάρι, και να πνίξη στους ατμούς του τις χαρές και τις λύπες του».
(«Ακρόπολις»,  1936 )

Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
http://paliaathina.com/gr
http://www.protothema.gr
Από το pisostapalia
loading...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου