Ποια είναι η παλιότερη σωζώμενη προσευχή των Χριστιανών,με εξαίρεση το «Πάτερ ημών»; Πρόκειται για τον «επιλύχνιο ύμνο», ή αλλιώς το γνωστό «Φως ιλαρόν».
Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν,
ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν.
Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.
Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, πρωτοεμφανίζεται στο έργο Αποστολικές Διαταγές (αγνώστου συγγραφέως), που χρονολογείται στα τέλη του 3ου αιώνα μΧ.
Σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση, ο ύμνος αυτός αποδίδεται στον μάρτυρα Αθηνογένη, ο οποίος καθώς οδηγούνταν στο μαρτύριο, τον εκφώνησε (305 μΧ). Παρ’ όλα αυτά, σύγχρονοι μελετητές τοποθετούν την σύνθεσή του πολύ νωρίτερα. Αργότερα, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος (560-638 μΧ) τον συμπλήρωσε και για αυτό τον λόγο, σε σλαβονικά χειρόγραφα αναφέρεται λανθασμένα σαν συνθέτης του ύμνου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη ορισμένων ερευνητών, ότι η ενδιάμεση στροφή του αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, και ότι η αρχική μορφή του ήταν η εξής:
Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.
Πράγμα που μοιάζει και το πιθανότερο, καθώς δένει περισσότερο εννοιολογικά το κείμενο. Αν την μεταφράζαμε σε πολύ απλά νέο-ελληνικά θα ακούγονταν κάπως έτσι:
«Ευτυχισμένο Φως της άγιας δόξας του αθάνατου Πατέρα,
Του Ουράνιου, άγιου τρισευτυχισμένου, Ιησού Χριστέ,
Αξίζει να υμνείσαι πάντοτε με όμορφες φωνές,
Υιέ Θεού, που δίνεις Ζωή. Και για αυτό ο κόσμος σε δοξάζει»
-->
Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν,
ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν.
Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.
Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά, πρωτοεμφανίζεται στο έργο Αποστολικές Διαταγές (αγνώστου συγγραφέως), που χρονολογείται στα τέλη του 3ου αιώνα μΧ.
Σύμφωνα με μια αρχαία παράδοση, ο ύμνος αυτός αποδίδεται στον μάρτυρα Αθηνογένη, ο οποίος καθώς οδηγούνταν στο μαρτύριο, τον εκφώνησε (305 μΧ). Παρ’ όλα αυτά, σύγχρονοι μελετητές τοποθετούν την σύνθεσή του πολύ νωρίτερα. Αργότερα, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Σωφρόνιος (560-638 μΧ) τον συμπλήρωσε και για αυτό τον λόγο, σε σλαβονικά χειρόγραφα αναφέρεται λανθασμένα σαν συνθέτης του ύμνου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη ορισμένων ερευνητών, ότι η ενδιάμεση στροφή του αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη, και ότι η αρχική μορφή του ήταν η εξής:
Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.
Πράγμα που μοιάζει και το πιθανότερο, καθώς δένει περισσότερο εννοιολογικά το κείμενο. Αν την μεταφράζαμε σε πολύ απλά νέο-ελληνικά θα ακούγονταν κάπως έτσι:
«Ευτυχισμένο Φως της άγιας δόξας του αθάνατου Πατέρα,
Του Ουράνιου, άγιου τρισευτυχισμένου, Ιησού Χριστέ,
Αξίζει να υμνείσαι πάντοτε με όμορφες φωνές,
Υιέ Θεού, που δίνεις Ζωή. Και για αυτό ο κόσμος σε δοξάζει»
Όπως και να έχει, παρατηρείται από την πρώτη στιγμή η «καθαρότητα» και η λιτότητα της προσευχής αυτής των πρώτων Χριστιανών: δεν έχει αναφορές σε υλικά αγαθά, ούτε σε καλοπέραση σε αυτόν τον κόσμο, ούτε περίτεχνα σχήματα λόγου. Απαλλαγμένη από την Εβραϊκή υλιστική νοοτροπία. Καθαρή. Απλή. Λιτή και απέριττη, όπως θα ταίριαζε στον αρχέγονο Ελληνικό Χριστιανισμό. Γεμάτη δύναμη, φως και ζωή. Αντάξια Εκείνου που τη χαρίζει απλόχερα.
el.gr
Από το makeleio
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου