Γράφτηκε χαρακτηριστικά ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πέρασε τη ζωή του «ψέλνοντας, γράφοντας και πίνοντας, ανάμεσα στην εκκλησία και στην ταβέρνα, ανάμεσα στο μπακάλικο του Καχριμάνη κοντά στου Ψυρρή και στο τραπέζι του μεταφραστή των εφημερίδων. Από τη δουλειά πήγαινε στην ταβέρνα κι από την ταβέρνα στις ολονυχτίες, στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου». Η Αθήνα και ο αστικός κόσμος της δεν
επηρέασαν ούτε τις ιδέες ούτε τη ζωή του, που δεν άλλαξαν ποτέ. Η καθημερινότητά του κινήθηκε σε δυο πόλους, εκκλησία και ταβέρνα, και όπως σημείωσαν: το πρωί με τον Θεό το βράδυ με τον λαό!..»
ΣΑΝ σήμερα ακριβώς, το 1851, γεννήθηκε μια μεγάλη μορφή όχι μόνο της ελληνικής ή της ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! ‘Ενας Έλληνας συγγραφέας πεζογράφος -και ιδίως διηγηματογράφος- ο οποίος, τουλάχιστον στην εποχή του, είχε γοητεύσει όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες!
Ο πατέρας του –λέει- ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις Κυριακές)! Η μητέρα του προερχόταν από παλιά ξεπεσμένη αρχοντική γενιά και η οικογένεια ζούσε στη φτώχεια, με τέσσερα παιδιά –τον Αλέξανδρο και τρεις κόρες.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ξεκομμένο ακόμα και από τον μικρόκοσμο του νησιού, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διαμόρφωσε έναν χαρακτήρα συνεσταλμένο, μ’ ένα αίσθημα αποξένωσης από τον κοινωνικό του περίγυρο, «μακράν του κόσμου τούτου». Τη διάστασή του αυτή την περιγράφει στο αυτοβιογραφικό διήγημα: «Τα δαιμόνια στο ρέμα», όπου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε:
«Τ’ άλλα παιδιά (...) με εμίσουν, διότι ήμην παπαδοπαίδι. Εκείνοι ήσαν τέκνα ναυτικών, πορθμέων, ναυπηγών, γεωργών. Οι πατέρες εθαλασσοπνίγοντο ή ίδρωναν πολύ για να βγάλουν το ψωμί, και οι νιοι το είχαν καύχημα. Και διά τούτο εμέ μ’ επεριφρονούσαν...».
Η θρησκεία –όπως λένε οι βιογράφοι του- τού άνοιξε νωρίς την αγκαλιά της και ο νεαρός Παπαδιαμάντης. έγινε ο απαραίτητος βοηθός του πατέρα του στις ιερουργίες και στις άλλες εκκλησιαστικές δραστηριότητές του. Από τότε αρχίζει η κλίση του στην ψαλτική, που μεταβλήθηκε αργότερα σε πραγματικό πάθος, και η ευλαβική του προσήλωση στους κανόνες και στο τυπικό της Εκκλησίας.
Είναι ο ίδιος ο οποίος σ’ ένα σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα σημειώνει με σεμνότητα:
«Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την A’ και B’ τάξιν. Την Γ’ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου, κι έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας κι εφοίτησα εις τη Δ’ του Βαρβακείου. Το 1874 ενεγράφην εις τη Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κι εδοκίμασα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστορήματα. Τω 1879 εδημοσιεύθη η Μετανάστις, έργον μου εις το Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως. Τω 1881 έν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν Σωτήρα. Τω 1882 εδημοσιεύθησαν Οι έμποροι των Εθνών εις το Μη χάνεσαι. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
Στο σημείωμα αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι το ταξίδι στο Άγιο Όρος έγινε μάλλον με την πρόθεση να μονάσει και ότι μέχρι το τέλος της ζωής του έγραψε περίπου διακόσια διηγήματα.
Ύστερα από μια τόσο βασανισμένη εφηβεία –ασκητισμός, διακοπτόμενες σπουδές, οικονομικές ανάγκες μιας οικογένειας που περίμενε από αυτόν– ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγκαταστάθηκε «κοσμοκαλόγερος» στον επίπονο και με ασταθείς αποδοχές χώρο της αθηναϊκής δημοσιογραφίας, ως μεταφραστής, κυρίως από τα αγγλικά.
Η δημοσιογραφία υπήρξε γι’ αυτόν πάντοτε βιοπορισμός, δεν έγινε ποτέ επάγγελμα. Πρώτος είδε το ταλέντο του νεαρού Παπαδιαμάντη ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος τον παρακίνησε, τον εμψύχωσε και εργάστηκε με θέρμη για την προβολή του· τον προσέλαβε μάλιστα συνεργάτη στο σατιρικό φύλλο του «Μη Χάνεσαι» και αργότερα στη νεοσύστατη εφημερίδα του, την
«Ακρόπολή», μέσα στην οποία ξεδίπλωσε το αστείρευτο και πηγαίο ταλέντο του γράφοντας τα ιστορικά μυθιστορήματα, όπως οι « Έμποροι των Εθνών», « Η Γυφτοπούλα» κ.α.
Γράφτηκε χαρακτηριστικά ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πέρασε τη ζωή του «ψέλνοντας, γράφοντας και πίνοντας, ανάμεσα στην εκκλησία και στην ταβέρνα, ανάμεσα στο μπακάλικο του Καχριμάνη κοντά στου Ψυρρή και στο τραπέζι του μεταφραστή των εφημερίδων. Από τη δουλειά πήγαινε στην ταβέρνα κι από την ταβέρνα στις ολονυχτίες, στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου». Η Αθήνα και ο αστικός κόσμος της δεν επηρέασαν ούτε τις ιδέες ούτε τη ζωή του, που δεν άλλαξαν ποτέ. Η καθημερινότητά του κινήθηκε σε δυο πόλους, εκκλησία και ταβέρνα, και όπως σημείωσαν: το πρωί με τον Θεό το βράδυ με τον λαό.»
-->
επηρέασαν ούτε τις ιδέες ούτε τη ζωή του, που δεν άλλαξαν ποτέ. Η καθημερινότητά του κινήθηκε σε δυο πόλους, εκκλησία και ταβέρνα, και όπως σημείωσαν: το πρωί με τον Θεό το βράδυ με τον λαό!..»
ΣΑΝ σήμερα ακριβώς, το 1851, γεννήθηκε μια μεγάλη μορφή όχι μόνο της ελληνικής ή της ευρωπαϊκής, αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης! ‘Ενας Έλληνας συγγραφέας πεζογράφος -και ιδίως διηγηματογράφος- ο οποίος, τουλάχιστον στην εποχή του, είχε γοητεύσει όλους τους Έλληνες και τις Ελληνίδες!
Ο πατέρας του –λέει- ήταν παπάς μεγαλωμένος στο βαθιά συντηρητικό θρησκευτικό περιβάλλον των κολλυβάδων (μοναχών που προκάλεσαν την έριδα για το αν έπρεπε να μοιράζονται τα κόλλυβα των μνημοσύνων και τις Κυριακές)! Η μητέρα του προερχόταν από παλιά ξεπεσμένη αρχοντική γενιά και η οικογένεια ζούσε στη φτώχεια, με τέσσερα παιδιά –τον Αλέξανδρο και τρεις κόρες.
Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ξεκομμένο ακόμα και από τον μικρόκοσμο του νησιού, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διαμόρφωσε έναν χαρακτήρα συνεσταλμένο, μ’ ένα αίσθημα αποξένωσης από τον κοινωνικό του περίγυρο, «μακράν του κόσμου τούτου». Τη διάστασή του αυτή την περιγράφει στο αυτοβιογραφικό διήγημα: «Τα δαιμόνια στο ρέμα», όπου, μεταξύ άλλων, διαβάζουμε:
«Τ’ άλλα παιδιά (...) με εμίσουν, διότι ήμην παπαδοπαίδι. Εκείνοι ήσαν τέκνα ναυτικών, πορθμέων, ναυπηγών, γεωργών. Οι πατέρες εθαλασσοπνίγοντο ή ίδρωναν πολύ για να βγάλουν το ψωμί, και οι νιοι το είχαν καύχημα. Και διά τούτο εμέ μ’ επεριφρονούσαν...».
Η θρησκεία –όπως λένε οι βιογράφοι του- τού άνοιξε νωρίς την αγκαλιά της και ο νεαρός Παπαδιαμάντης. έγινε ο απαραίτητος βοηθός του πατέρα του στις ιερουργίες και στις άλλες εκκλησιαστικές δραστηριότητές του. Από τότε αρχίζει η κλίση του στην ψαλτική, που μεταβλήθηκε αργότερα σε πραγματικό πάθος, και η ευλαβική του προσήλωση στους κανόνες και στο τυπικό της Εκκλησίας.
Είναι ο ίδιος ο οποίος σ’ ένα σύντομο αυτοβιογραφικό του σημείωμα σημειώνει με σεμνότητα:
«Εβγήκα από το Ελληνικόν Σχολείον εις τα 1863, αλλά μόνον το 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την A’ και B’ τάξιν. Την Γ’ εμαθήτευσα εις Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου, κι έμεινα εις την πατρίδα. Κατά Ιούλιον του 1872 επήγα εις το Άγιον Όρος χάριν προσκυνήσεως, όπου έμεινα ολίγους μήνας. Τω 1873 ήλθα εις Αθήνας κι εφοίτησα εις τη Δ’ του Βαρβακείου. Το 1874 ενεγράφην εις τη Φιλοσοφικήν Σχολήν, όπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα Αγίους, είτα έγραφα στίχους, κι εδοκίμασα να συντάξω κωμωδίας. Τω 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστορήματα. Τω 1879 εδημοσιεύθη η Μετανάστις, έργον μου εις το Νεολόγον Κωνσταντινουπόλεως. Τω 1881 έν θρησκευτικόν ποιημάτιον εις το περιοδικόν Σωτήρα. Τω 1882 εδημοσιεύθησαν Οι έμποροι των Εθνών εις το Μη χάνεσαι. Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά και εφημερίδας».
Στο σημείωμα αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι το ταξίδι στο Άγιο Όρος έγινε μάλλον με την πρόθεση να μονάσει και ότι μέχρι το τέλος της ζωής του έγραψε περίπου διακόσια διηγήματα.
Ύστερα από μια τόσο βασανισμένη εφηβεία –ασκητισμός, διακοπτόμενες σπουδές, οικονομικές ανάγκες μιας οικογένειας που περίμενε από αυτόν– ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εγκαταστάθηκε «κοσμοκαλόγερος» στον επίπονο και με ασταθείς αποδοχές χώρο της αθηναϊκής δημοσιογραφίας, ως μεταφραστής, κυρίως από τα αγγλικά.
Η δημοσιογραφία υπήρξε γι’ αυτόν πάντοτε βιοπορισμός, δεν έγινε ποτέ επάγγελμα. Πρώτος είδε το ταλέντο του νεαρού Παπαδιαμάντη ο Βλάσης Γαβριηλίδης, ο οποίος τον παρακίνησε, τον εμψύχωσε και εργάστηκε με θέρμη για την προβολή του· τον προσέλαβε μάλιστα συνεργάτη στο σατιρικό φύλλο του «Μη Χάνεσαι» και αργότερα στη νεοσύστατη εφημερίδα του, την
«Ακρόπολή», μέσα στην οποία ξεδίπλωσε το αστείρευτο και πηγαίο ταλέντο του γράφοντας τα ιστορικά μυθιστορήματα, όπως οι « Έμποροι των Εθνών», « Η Γυφτοπούλα» κ.α.
Γράφτηκε χαρακτηριστικά ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης πέρασε τη ζωή του «ψέλνοντας, γράφοντας και πίνοντας, ανάμεσα στην εκκλησία και στην ταβέρνα, ανάμεσα στο μπακάλικο του Καχριμάνη κοντά στου Ψυρρή και στο τραπέζι του μεταφραστή των εφημερίδων. Από τη δουλειά πήγαινε στην ταβέρνα κι από την ταβέρνα στις ολονυχτίες, στο εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου». Η Αθήνα και ο αστικός κόσμος της δεν επηρέασαν ούτε τις ιδέες ούτε τη ζωή του, που δεν άλλαξαν ποτέ. Η καθημερινότητά του κινήθηκε σε δυο πόλους, εκκλησία και ταβέρνα, και όπως σημείωσαν: το πρωί με τον Θεό το βράδυ με τον λαό.»
Σήμερα ο Παπαδιαμάντης, παρά τα όσα λένε, δεν διδάσκεται στα σχολεία. Θεωρούν προτιμότερο να διδάσκονται κείμενα αλλοπρόσαλλα, ακατανόητα των οποίων τα κείμενα αμφιβάλουμε εάν τα κατανοούν οι ίδιοι οι συγγραφείς τους. Και το ερώτημα παραμένει: Γιατί δεν γεννάμε σήμερα έναν Παπαδιαμάντη;
Με σεβασμό και τιμή
ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου