Του Χαράλαμπου Χαραλαμπίδη
Όταν η ΕΟΚΑ άνοιγε τον δρόμο προς τη λευτεριά, με τις γυναίκες της κοινότητας σε πρωταγωνιστικό ρόλο
Άοπλες, αλλά με λιονταρίσια καρδιά, ανάγκασαν τους Βρετανούς στρατιώτες και τους προδότες που τους συνόδευαν να διακόψουν τις έρευνες και να εγκαταλείψουν άρον-άρον το χωριό τους
Συμπληρώθηκαν την περασμένη βδομάδα 60 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που οι γυναίκες της μικρής κοινότητας της Ποταμίτισσας συγκρούστηκαν με πάνοπλους Βρετανούς στρατιώτες, που είχαν επιβάλει
κατ’ οίκον περιορισμό -το αλήστου μνήμης «κέρφιου»- στο χωριό τους και άρχισαν έρευνες για τον εντοπισμό κρησφυγέτων και ανταρτών της ΕΟΚΑ.
Άοπλες, αλλά με λιονταρίσια καρδιά, ανάγκασαν τους Βρετανούς στρατιώτες και τους προδότες που τους συνόδευαν να διακόψουν τις έρευνες και να εγκαταλείψουν άρον-άρον το χωριό τους. Ας πάμε 60 χρόνια πίσω, για να παρακολουθήσουμε με της ψυχής και του λογισμού τα μάτια την ιστορική εκείνη σύγκρουση, που αποτελεί χρυσή σελίδα του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Οι έλεγχοι
Στην Ποταμίτισσα και τα γύρω χωριά, οι Βρετανοί, οδηγούμενοι από τους προδότες, Απόστρατο-«Φώκο», Ιωάννη Παύλου-«Πιπίνο» και τον συρφετό των άλλων προσκυνημένων καθαρμάτων, σχεδόν καθημερινά διεξάγουν έρευνες σε σπίτια και υποστατικά και προβαίνουν σε συλλήψεις. Πάντοτε με την παρουσία και την υπόδειξη των προδοτών ταλαιπωρούν τους κατοίκους, πιστεύοντας ότι θα έκαμπταν το ηθικό τους και θα τους αποσπούσαν μυστικά της ΕΟΚΑ.
Έτρεφαν ψευδαισθήσεις, οι συχαμεροί προδότες, ότι υπήρχαν ακόμη στην Ποταμίτισσα αρκετοί αγωνιστές που δεν έτυχε να τους γνωρίσουν και έπρεπε να συλληφθούν, να οδηγηθούν στις Πλάτρες κι εκεί να βασανιστούν, με την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζαν πληροφορίες για την ΕΟΚΑ, που συνέχιζε απτόητη τον ένοπλο Απελευθερωτικό Αγώνα.
Το ξημέρωμα της 1ης Φεβρουαρίου
Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 31ης του Γενάρη 1957, οι Βρετανοί «έζωσαν» απαρατήρητοι την Ποταμίτισσα, ενώ έπεφτε πυκνό χιόνι. Προτού ξημερώσει καλά η 1η Φλεβάρη, οι στρατιώτες άρχισαν να παίρνουν θέσεις στους δρόμους του χωριού και σ’ όλα τα μονοπάτια που οδηγούσαν στα χωράφια και τ’ αμπέλια.
Ο τηλεβόας από ένα «λάντροβερ» που εκινείτο στον δρόμο του χωριού προειδοποιούσε, από τα χαράματα, τους κατοίκους ότι είχε επιβληθεί «κέρφιου» -κατ’ οίκον περιορισμός- και καλούσε τους άντρες από 15-70 χρονών να μεταβούν στην πλατεία του σχολείου, τις δε γυναίκες να παραμείνουν στα σπίτια τους.
Αντί, όμως, στην αυλή του σχολείου, οι στρατιώτες συγκέντρωσαν τους άντρες στα σπίτια του Σάββα Παμπακά. Εκεί τους οδηγούσαν έναν-έναν, σε σειρά, μπροστά από τα «λάντροβερ», όπου κάθονταν οι κουκουλοφόροι προδότες, ενώ ταυτόχρονα διεξάγονταν σαρωτικές έρευνες σε όλα τα σπίτια και υποστατικά του χωριού.
Η προδοσία
Οι προδότες, με καλυμμένα πρόσωπα, πότε δακτυλοδεικτούσαν και πότε έκαναν κίνηση του κεφαλιού προς τα κάτω, σημάδι ότι αυτός που περνούσε από μπροστά τους ήταν «τρομοκράτης» και έπρεπε να συλληφθεί. Με την υπόδειξη των προδοτών οι Βρετανοί συνέλαβαν τον εφημέριο και δάσκαλο του χωριού Παπά Αγαθοκλή Παπαδόπουλο, τον Ανδρέα Σπύρου - Μαραγκό, ξυλουργό, τον Παντελή Λουκά, αυτοκινητοδηγό, τον Βαγγέλη Μιχαήλ, γεωργό, τον Κυπριανό Ζαχαρία, πρώτον από την Ποταμίτισσα που μυήθηκε από τον Αβδέλλα στην ΕΟΚΑ και τον Χρίστο Παναγιώτου, γαμπρό των καταζητούμενων αδελφών Κώστα Κυνηγού και Γιώργου Τσαγγαρίδη.
Ο Παντελής Λουκά ήταν ο αγωνιστής που πριν από λίγες μέρες είχε μεταφέρει από την Ποταμίτισσα στη Λεμεσό τους δυο συγχωριανούς του νεαρούς αγωνιστές Λουκή Αυγουστίδη και Γιώργο Τσαγγαρίδη, οι οποίοι τελικά προωθήθηκαν στη Λευκωσία. O Χρίστος Παναγιώτου ήταν ο αγωνιστής που έπαιρνε τροφή τα βράδια στο λαγούμι και εκτελούσε χρέη σκοπού, όταν διανυκτέρευαν εκεί ο Λένας και ο Παναγιώτης Αριστείδου.
Ο Παπά Αγαθοκλής ήταν ο πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής όχι μόνο των αγωνιστών, αλλά όλων των κατοίκων του χωριού. Όλοι τον σέβονταν, όλοι δέχονταν θετικά τις συμβουλές του και όλοι συμμορφώνονταν στις υποδείξεις του. Ο Αντρέας Μαραγκός ήταν ηγετικό στέλεχος της ΕΟΚΑ στην Ποταμίτισσα, είχε πάρει μέρος σε ενέδρες και στο περβόλι του είχε κατασκευάσει κρύπτη όπλων, την οποία δεν βρήκαν ποτέ οι Βρετανοί.
Έφοδοι κατά στρατιωτών
Οι γυναίκες, όταν αντιλήφθηκαν έγκαιρα ότι οι Βρετανοί οδήγησαν τους άντρες στα σπίτια του Σάββα Παμπακά, αντί στην αυλή της εκκλησιάς και άρχισαν συλλήψεις, αντέδρασαν αστραπιαία, λες και ήταν συνεννοημένες. Εντελώς αυθόρμητα, αψηφώντας κάθε κίνδυνο και το χιόνι που έπεφτε πυκνό, άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους, παρά την αυστηρή απαγόρευση του στρατού και συγκεντρώνονταν λίγο πιο πέρα από τα σπίτια του Παμπακά.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλες, βάδισαν προς το μέρος που ήταν οι άντρες, ζητώντας από τους στρατιώτες να λύσουν το «κέρφιου» και να τους αφήσουν ελεύθερους. Μέχρι το μεσημέρι ορμούσαν οι γυναίκες της Ποταμίτισσας, κατά κύματα, εναντίον των στρατιωτών, που κρατούσαν στα συρματοπλέγματα τους άντρες του χωριού και τους οδηγούσαν μπροστά από τους κουκουλοφόρους προδότες.
Σε κάποια στιγμή, όταν οι γυναίκες έφτασαν μπροστά από τα συρματοπλέγματα, ο επικεφαλής αξιωματικός τρομοκρατημένος διέταξε τους στρατιώτες να βάλουν τις ξιφολόγχες στα όπλα και να τα προτάξουν, για προστασία από τις επιτιθέμενες γυναίκες. Αυτές, όμως, έδειξαν ότι δεν τρόμαζαν μπροστά στις ξιφολόγχες κι εξακολουθούσαν να τραβούν τα συρματοπλέγματα για να πλησιάσουν τους εγκλωβισμένους σ’ αυτά άντρες και να τους απελευθερώσουν.
Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη, έντρομος επικεφαλής αξιωματικός διέταξε να διακοπούν οι έρευνες και ανακρίσεις. Έκρινε ότι οι στρατιώτες αδυνατούσαν να ελέγξουν την κατάσταση. Προτίμησε να διακόψει τις έρευνες, παρά να σημειωθούν αιματηρά επεισόδια, τα οποία σίγουρα θα είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή κοινή γνώμη.
Δεν ξαναγύρισαν ποτέ
Μετά τη διαταγή αυτή, οι γυναίκες κινήθηκαν προς τα αυτοκίνητα, όπου οι Βρετανοί είχαν ανεβάσει τους συλληφθέντες. Οι προδότες, που αντιλήφθηκαν έγκαιρα την κίνηση των γυναικών και την πρόθεσή τους, διέταξαν τον οδηγό του αυτοκινήτου με τους συλληφθέντες αγωνιστές, που ήταν κοντά τους, να βάλει αμέσως μπροστά τη μηχανή και να τους ακολουθήσει, παίρνοντας τον δρόμο προς τις Πλάτρες.Από τότε μέχρι το τέλος του Αγώνα οι προδότες δεν πήγαν ποτέ μέρα στην Ποταμίτισσα. Μόνο μερικές φορές είχαν θεαθεί να κινούνται στο χωριό νύχτα με πολιτικά και όχι στρατιωτικά αυτοκίνητα. Ποτέ όμως δεν τόλμησαν να κατεβούν. Εφοβούντο γαρ των γυναικών της Ποταμιτίσσης την μήνιν.
-->
Όταν η ΕΟΚΑ άνοιγε τον δρόμο προς τη λευτεριά, με τις γυναίκες της κοινότητας σε πρωταγωνιστικό ρόλο
Άοπλες, αλλά με λιονταρίσια καρδιά, ανάγκασαν τους Βρετανούς στρατιώτες και τους προδότες που τους συνόδευαν να διακόψουν τις έρευνες και να εγκαταλείψουν άρον-άρον το χωριό τους
Συμπληρώθηκαν την περασμένη βδομάδα 60 ολόκληρα χρόνια από τη μέρα που οι γυναίκες της μικρής κοινότητας της Ποταμίτισσας συγκρούστηκαν με πάνοπλους Βρετανούς στρατιώτες, που είχαν επιβάλει
κατ’ οίκον περιορισμό -το αλήστου μνήμης «κέρφιου»- στο χωριό τους και άρχισαν έρευνες για τον εντοπισμό κρησφυγέτων και ανταρτών της ΕΟΚΑ.
Άοπλες, αλλά με λιονταρίσια καρδιά, ανάγκασαν τους Βρετανούς στρατιώτες και τους προδότες που τους συνόδευαν να διακόψουν τις έρευνες και να εγκαταλείψουν άρον-άρον το χωριό τους. Ας πάμε 60 χρόνια πίσω, για να παρακολουθήσουμε με της ψυχής και του λογισμού τα μάτια την ιστορική εκείνη σύγκρουση, που αποτελεί χρυσή σελίδα του Απελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Οι έλεγχοι
Στην Ποταμίτισσα και τα γύρω χωριά, οι Βρετανοί, οδηγούμενοι από τους προδότες, Απόστρατο-«Φώκο», Ιωάννη Παύλου-«Πιπίνο» και τον συρφετό των άλλων προσκυνημένων καθαρμάτων, σχεδόν καθημερινά διεξάγουν έρευνες σε σπίτια και υποστατικά και προβαίνουν σε συλλήψεις. Πάντοτε με την παρουσία και την υπόδειξη των προδοτών ταλαιπωρούν τους κατοίκους, πιστεύοντας ότι θα έκαμπταν το ηθικό τους και θα τους αποσπούσαν μυστικά της ΕΟΚΑ.
Έτρεφαν ψευδαισθήσεις, οι συχαμεροί προδότες, ότι υπήρχαν ακόμη στην Ποταμίτισσα αρκετοί αγωνιστές που δεν έτυχε να τους γνωρίσουν και έπρεπε να συλληφθούν, να οδηγηθούν στις Πλάτρες κι εκεί να βασανιστούν, με την ελπίδα ότι θα εξασφάλιζαν πληροφορίες για την ΕΟΚΑ, που συνέχιζε απτόητη τον ένοπλο Απελευθερωτικό Αγώνα.
Το ξημέρωμα της 1ης Φεβρουαρίου
Λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 31ης του Γενάρη 1957, οι Βρετανοί «έζωσαν» απαρατήρητοι την Ποταμίτισσα, ενώ έπεφτε πυκνό χιόνι. Προτού ξημερώσει καλά η 1η Φλεβάρη, οι στρατιώτες άρχισαν να παίρνουν θέσεις στους δρόμους του χωριού και σ’ όλα τα μονοπάτια που οδηγούσαν στα χωράφια και τ’ αμπέλια.
Ο τηλεβόας από ένα «λάντροβερ» που εκινείτο στον δρόμο του χωριού προειδοποιούσε, από τα χαράματα, τους κατοίκους ότι είχε επιβληθεί «κέρφιου» -κατ’ οίκον περιορισμός- και καλούσε τους άντρες από 15-70 χρονών να μεταβούν στην πλατεία του σχολείου, τις δε γυναίκες να παραμείνουν στα σπίτια τους.
Αντί, όμως, στην αυλή του σχολείου, οι στρατιώτες συγκέντρωσαν τους άντρες στα σπίτια του Σάββα Παμπακά. Εκεί τους οδηγούσαν έναν-έναν, σε σειρά, μπροστά από τα «λάντροβερ», όπου κάθονταν οι κουκουλοφόροι προδότες, ενώ ταυτόχρονα διεξάγονταν σαρωτικές έρευνες σε όλα τα σπίτια και υποστατικά του χωριού.
Η προδοσία
Οι προδότες, με καλυμμένα πρόσωπα, πότε δακτυλοδεικτούσαν και πότε έκαναν κίνηση του κεφαλιού προς τα κάτω, σημάδι ότι αυτός που περνούσε από μπροστά τους ήταν «τρομοκράτης» και έπρεπε να συλληφθεί. Με την υπόδειξη των προδοτών οι Βρετανοί συνέλαβαν τον εφημέριο και δάσκαλο του χωριού Παπά Αγαθοκλή Παπαδόπουλο, τον Ανδρέα Σπύρου - Μαραγκό, ξυλουργό, τον Παντελή Λουκά, αυτοκινητοδηγό, τον Βαγγέλη Μιχαήλ, γεωργό, τον Κυπριανό Ζαχαρία, πρώτον από την Ποταμίτισσα που μυήθηκε από τον Αβδέλλα στην ΕΟΚΑ και τον Χρίστο Παναγιώτου, γαμπρό των καταζητούμενων αδελφών Κώστα Κυνηγού και Γιώργου Τσαγγαρίδη.
Ο Παντελής Λουκά ήταν ο αγωνιστής που πριν από λίγες μέρες είχε μεταφέρει από την Ποταμίτισσα στη Λεμεσό τους δυο συγχωριανούς του νεαρούς αγωνιστές Λουκή Αυγουστίδη και Γιώργο Τσαγγαρίδη, οι οποίοι τελικά προωθήθηκαν στη Λευκωσία. O Χρίστος Παναγιώτου ήταν ο αγωνιστής που έπαιρνε τροφή τα βράδια στο λαγούμι και εκτελούσε χρέη σκοπού, όταν διανυκτέρευαν εκεί ο Λένας και ο Παναγιώτης Αριστείδου.
Ο Παπά Αγαθοκλής ήταν ο πνευματικός πατέρας και καθοδηγητής όχι μόνο των αγωνιστών, αλλά όλων των κατοίκων του χωριού. Όλοι τον σέβονταν, όλοι δέχονταν θετικά τις συμβουλές του και όλοι συμμορφώνονταν στις υποδείξεις του. Ο Αντρέας Μαραγκός ήταν ηγετικό στέλεχος της ΕΟΚΑ στην Ποταμίτισσα, είχε πάρει μέρος σε ενέδρες και στο περβόλι του είχε κατασκευάσει κρύπτη όπλων, την οποία δεν βρήκαν ποτέ οι Βρετανοί.
Έφοδοι κατά στρατιωτών
Οι γυναίκες, όταν αντιλήφθηκαν έγκαιρα ότι οι Βρετανοί οδήγησαν τους άντρες στα σπίτια του Σάββα Παμπακά, αντί στην αυλή της εκκλησιάς και άρχισαν συλλήψεις, αντέδρασαν αστραπιαία, λες και ήταν συνεννοημένες. Εντελώς αυθόρμητα, αψηφώντας κάθε κίνδυνο και το χιόνι που έπεφτε πυκνό, άρχισαν να βγαίνουν από τα σπίτια τους, παρά την αυστηρή απαγόρευση του στρατού και συγκεντρώνονταν λίγο πιο πέρα από τα σπίτια του Παμπακά.
Όταν συγκεντρώθηκαν όλες, βάδισαν προς το μέρος που ήταν οι άντρες, ζητώντας από τους στρατιώτες να λύσουν το «κέρφιου» και να τους αφήσουν ελεύθερους. Μέχρι το μεσημέρι ορμούσαν οι γυναίκες της Ποταμίτισσας, κατά κύματα, εναντίον των στρατιωτών, που κρατούσαν στα συρματοπλέγματα τους άντρες του χωριού και τους οδηγούσαν μπροστά από τους κουκουλοφόρους προδότες.
Σε κάποια στιγμή, όταν οι γυναίκες έφτασαν μπροστά από τα συρματοπλέγματα, ο επικεφαλής αξιωματικός τρομοκρατημένος διέταξε τους στρατιώτες να βάλουν τις ξιφολόγχες στα όπλα και να τα προτάξουν, για προστασία από τις επιτιθέμενες γυναίκες. Αυτές, όμως, έδειξαν ότι δεν τρόμαζαν μπροστά στις ξιφολόγχες κι εξακολουθούσαν να τραβούν τα συρματοπλέγματα για να πλησιάσουν τους εγκλωβισμένους σ’ αυτά άντρες και να τους απελευθερώσουν.
Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη, έντρομος επικεφαλής αξιωματικός διέταξε να διακοπούν οι έρευνες και ανακρίσεις. Έκρινε ότι οι στρατιώτες αδυνατούσαν να ελέγξουν την κατάσταση. Προτίμησε να διακόψει τις έρευνες, παρά να σημειωθούν αιματηρά επεισόδια, τα οποία σίγουρα θα είχαν αρνητικό αντίκτυπο στη διεθνή κοινή γνώμη.
Δεν ξαναγύρισαν ποτέ
Μετά τη διαταγή αυτή, οι γυναίκες κινήθηκαν προς τα αυτοκίνητα, όπου οι Βρετανοί είχαν ανεβάσει τους συλληφθέντες. Οι προδότες, που αντιλήφθηκαν έγκαιρα την κίνηση των γυναικών και την πρόθεσή τους, διέταξαν τον οδηγό του αυτοκινήτου με τους συλληφθέντες αγωνιστές, που ήταν κοντά τους, να βάλει αμέσως μπροστά τη μηχανή και να τους ακολουθήσει, παίρνοντας τον δρόμο προς τις Πλάτρες.Από τότε μέχρι το τέλος του Αγώνα οι προδότες δεν πήγαν ποτέ μέρα στην Ποταμίτισσα. Μόνο μερικές φορές είχαν θεαθεί να κινούνται στο χωριό νύχτα με πολιτικά και όχι στρατιωτικά αυτοκίνητα. Ποτέ όμως δεν τόλμησαν να κατεβούν. Εφοβούντο γαρ των γυναικών της Ποταμιτίσσης την μήνιν.
Σημείωση: Τα όσα αναφέρονται στο κείμενο είναι παρμένα από το υπό έκδοση βιβλίο «Ποταμίτισσα, το Σούλι της ΕΟΚΑ»
Σημερινή/πηγή
Από το proskynitis
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου