Μπορεί το ούζο να μην ανταγωνιζόταν στα ίσα το κρασί στα χρόνια τα παλιά, αλλά δεν έπαυε να έχει τους δικούς του ναούς –διάβαζε ουζερί- και τους δικούς του πιστούς οπαδούς.
Μάλιστα μετά το 1925 έγινε η μεγάλη μόδα -ντερνιέ κρι- της μεταπολεμικής μας αριστοκρατίας. Νεαροί, κομψοί και ασήμαντοι καταλάμβαναν τα τραπέζια των επί των Δαρδανελλίων αριστοκρατικών κέντρων, ή όρθιοι συνωστίζονταν εμπρός στους
μαρμάρινους πάγκους και κατάπιναν απνευστί και ψυχραίμως τέσσερα, πέντε, οκτώ ούζα προ του μεσημβρινού φαγητού –και άλλα τόσα προ του βραδινού.
Όποιος Ντεντές, Πούπης, Τοτός, Κοκός, Λολός δεν μπορούσε να πιεί δέκα ούζα χωρίς κανένα μορφασμό του προσώπου, δεν ανήκε, δεν μπορούσε ν’ ανήκει στην αριστοκρατία. Υποβιβαζόταν απλά σε πληβείο!
Αλλά ας αφήσουμε τους δήθεν λάτρεις του ούζου και τα τερτίπια τους και ας πούμε δυο λόγια για τα πραγματικά ουζερί του απλού λαού που έκαναν τόσο αισθητή την παρουσία τους την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Μερικά τραπέζια, ένα τεζγιάκι (=πάγκος) όπου παρατάσσεται όλη η ποικιλία των μεζέδων κι ένα ραδιόφωνο. Ιδού το κλασικό σκηνικό ενός ουζερί.
Δίπλα στον κινηματογράφο “Ροζικλαίρ” της Πατησίων λειτουργούσε ένα από τα πιο γνωστά ουζερί της Αθήνας. Ο ιδιοκτήτης του, Σπύρος Λαΐνος, θα μας μυήσει στα ενδότερά του…
-Άντε λοιπόν κύριε Σπύρο, ετοίμασε τα σχετικά κι έλα να τα πούμε ένα χεράκι…
Η φωναχτή παραγγελία έχει θέση ρεκλάμας του μαγαζιού και γι’αυτό δίνεται πάντα με “στεντορείαν φωνήν”:
-Δύο “πρώτα” στο οκτώ…
-Ένα “δεύτερο” στο δύο…
Το “πρώτο” και “δεύτερο” πρέπει να λέγονται, διότι κάθε παραγγελία έχει και τους μεζέδες της, που αποτελούν “σειρά”. Άλλος ο μεζές στο πρώτο ούζο, άλλος στο δεύτερο και πάει λέγοντας.
-Ποιο ούζο ξοδεύεται πιο πολύ;
-Μα το δικό μας! Έχουμε όμως και Πλωμαρίτικο, καθώς και ούζο Τυρνάβου.
-Πίνουν πολύ οι Αθηναίοι;
-Αν πίνουν λέει. Το τσούζουν κανονικά. Μόνο τα Σαββατόβραδα ξοδεύουμε 70-75 οκάδες ούζο!
Εντωμεταξύ φτάνει και ο δίσκος μας. Τέσσερις μεζέδες, χώρια τα ραπανάκια.
-Και σας συμφέρει να πουλάτε ούζο με τόσο πολύ μεζέ;
-Το ούζο θέλει μεζέ… χωρίς μεζέ δεν πουλιέται.
“Εν τη καταναλώσει το κέρδος”. Ένα ούζο χωρίς μεζέ πως θα τραβήξει το επόμενο; Έχουμε πελάτες που τραβάνε είκοσι ούζα στην καθισιά τους!
Το ράδιο εντωμεταξύ δε σταματά. Πρέπει να βοηθήσει κι αυτό το έργο του ούζου και να μας ανεβάσει σε… ανώτερες σφαίρες.
Ο κυρ-Σπύρος συνεχίζει:
-Όταν αρχίζει το ούζο να θολώνει λιγάκι τη σκέψη, ο πελάτης όσο στριφνός κι αν είναι γίνεται καλός• ο τσιγκούνης χουβαρντάς, ο αρνούμενος δέχεται και η… ανθισταμένη… ενδίδει. Το ούζο είναι το πνεύμα της καλοσύνης και της καλής καρδιάς.
-->
Μάλιστα μετά το 1925 έγινε η μεγάλη μόδα -ντερνιέ κρι- της μεταπολεμικής μας αριστοκρατίας. Νεαροί, κομψοί και ασήμαντοι καταλάμβαναν τα τραπέζια των επί των Δαρδανελλίων αριστοκρατικών κέντρων, ή όρθιοι συνωστίζονταν εμπρός στους
μαρμάρινους πάγκους και κατάπιναν απνευστί και ψυχραίμως τέσσερα, πέντε, οκτώ ούζα προ του μεσημβρινού φαγητού –και άλλα τόσα προ του βραδινού.
Όποιος Ντεντές, Πούπης, Τοτός, Κοκός, Λολός δεν μπορούσε να πιεί δέκα ούζα χωρίς κανένα μορφασμό του προσώπου, δεν ανήκε, δεν μπορούσε ν’ ανήκει στην αριστοκρατία. Υποβιβαζόταν απλά σε πληβείο!
Αλλά ας αφήσουμε τους δήθεν λάτρεις του ούζου και τα τερτίπια τους και ας πούμε δυο λόγια για τα πραγματικά ουζερί του απλού λαού που έκαναν τόσο αισθητή την παρουσία τους την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Μερικά τραπέζια, ένα τεζγιάκι (=πάγκος) όπου παρατάσσεται όλη η ποικιλία των μεζέδων κι ένα ραδιόφωνο. Ιδού το κλασικό σκηνικό ενός ουζερί.
Δίπλα στον κινηματογράφο “Ροζικλαίρ” της Πατησίων λειτουργούσε ένα από τα πιο γνωστά ουζερί της Αθήνας. Ο ιδιοκτήτης του, Σπύρος Λαΐνος, θα μας μυήσει στα ενδότερά του…
-Άντε λοιπόν κύριε Σπύρο, ετοίμασε τα σχετικά κι έλα να τα πούμε ένα χεράκι…
Η φωναχτή παραγγελία έχει θέση ρεκλάμας του μαγαζιού και γι’αυτό δίνεται πάντα με “στεντορείαν φωνήν”:
-Δύο “πρώτα” στο οκτώ…
-Ένα “δεύτερο” στο δύο…
Το “πρώτο” και “δεύτερο” πρέπει να λέγονται, διότι κάθε παραγγελία έχει και τους μεζέδες της, που αποτελούν “σειρά”. Άλλος ο μεζές στο πρώτο ούζο, άλλος στο δεύτερο και πάει λέγοντας.
-Ποιο ούζο ξοδεύεται πιο πολύ;
-Μα το δικό μας! Έχουμε όμως και Πλωμαρίτικο, καθώς και ούζο Τυρνάβου.
-Πίνουν πολύ οι Αθηναίοι;
-Αν πίνουν λέει. Το τσούζουν κανονικά. Μόνο τα Σαββατόβραδα ξοδεύουμε 70-75 οκάδες ούζο!
Εντωμεταξύ φτάνει και ο δίσκος μας. Τέσσερις μεζέδες, χώρια τα ραπανάκια.
-Και σας συμφέρει να πουλάτε ούζο με τόσο πολύ μεζέ;
-Το ούζο θέλει μεζέ… χωρίς μεζέ δεν πουλιέται.
“Εν τη καταναλώσει το κέρδος”. Ένα ούζο χωρίς μεζέ πως θα τραβήξει το επόμενο; Έχουμε πελάτες που τραβάνε είκοσι ούζα στην καθισιά τους!
Το ράδιο εντωμεταξύ δε σταματά. Πρέπει να βοηθήσει κι αυτό το έργο του ούζου και να μας ανεβάσει σε… ανώτερες σφαίρες.
Ο κυρ-Σπύρος συνεχίζει:
-Όταν αρχίζει το ούζο να θολώνει λιγάκι τη σκέψη, ο πελάτης όσο στριφνός κι αν είναι γίνεται καλός• ο τσιγκούνης χουβαρντάς, ο αρνούμενος δέχεται και η… ανθισταμένη… ενδίδει. Το ούζο είναι το πνεύμα της καλοσύνης και της καλής καρδιάς.
Κι εμείς σκεφτόμαστε:
Αχ γλυκόπιοτο ούζο! Τι εικόνες μας κάνεις να ζούμε…
(βασισμένο σε ρεπορτάζ του Ι. Αντωνιάδη για το περιοδικό “Εβδομάς”, 1939)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com
http://www.periodiko.net
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου