Με συγκίνηση διαβάζει κανείς ολόκληρη την ιεροτελεστία ενός χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, μιας αστικής οικογένειας του Μεταξουργείου:
«Όταν κατά τον βαθύν όρθρον ηκούετο η μικρά καμπάνα ή το σήμαντρον της ενοριακής εκκλησίας, που εκάλει τους πιστούς όλη η οικογένεια ετίθετο εις κίνησιν.
Πού ν’ αφήση η γιαγιά να μείνη
ψυχή αξύπνητη!
Ως και ο σκύλος φέρνει βόλτα της κάμαρες και κουνεί την ουρά του ακκιζόμενος. Δίχως άλλο θα νομίζη ότι γίνεται προετοιμασία κάποιας εκδρομής εις την οποίαν θα λάβη μέρος, προτρέχων πάντων και γαυγίζων παν έμψυχον και άψυχον ακόμη αντικείμενον με την πεποίθησιν ότι εξυπηρετεί τους κυρίους του απομακρύνων το κακόν συναπάντημα. Μόνον την γάτα δεν συγκινεί τίποτε. Ξαπλωμένη αυτή δίπλα εις την παραφωτιά νωχελώς καμπουριάζει οικτίρουσα ίσως την άσκοπον κινητοποίησιν σπιτικού ολοκλήρου!
Φεύγουν όλοι τώρα διά την εκκλησίαν και μένουν μονάχα η ψυχοκόρη επάνω και η κοπέλλα κάτω. Η ψυχοκόρη πλησιάζει εις το εικονοστάσιον. Κάνει τρείς σταυρούς και τρείς μετάνοιες και αρχίζει την εργασίαν της.
Αφού πλύνη τα χέρια της τρείς φορές με πυκνήν σαπουνάδα, τα τρίψη καλά με λεμονόκουπα και τα ξεπλύνη εις το λεγένι, διευθύνεται εις το σκαφιδάκι με το ανεβασμένο ζυμάρι. Τοποθετεί δίπλα της το σταρίσιο αλεύρι, το λεβέτι με το νερό, την κοπανισμένην μαστίχα, το κύμινον, το σουσάμι, το μαυροκόκκι και το καρύδι της μέσης, αποσταυρώνει το ζυμάρι και αρχίζει το ζύμωμα.
Την ίδιαν ώρα η κοπέλλα κάτω –έχει κάμει και αυτή την προσευχή της εις το εικόνισμα του δωματίου της- ανάβει το φουρνάκι του σπιτιού, τραβά την τέφραν των κλαδιών που αχνίζει και σπιθοβολεί, και ενώ η ψυχοκόρη ξεμανικωμένη έως επάνω φέρνει το χριστόψωμον κάτω, αυτή πανίζει τον φούρνον και κατόπιν με το ξυλόφτιαρον εισάγει μεγαλοπρεπώς το χριστόψωμον. Αφήνει τώρα η ψυχοκόρη την φροντίδα του ψησίματος εις την κοπέλλα, ανεβαίνει επάνω και ετοιμάζει το τραπέζι διά το ακράτισμα της πρωίας.
Ο απαραίτητος πετεινός βράζει ήδη από τα μεσάνυκτα. Με το ζουμί του θα γίνη η περίφημη αυγοκομμένη μανέστρα.
Η οικογένεια επιστρέφει τώρα με ιεραρχικήν τάξιν. Με το δεξί πόδι των εμπρός γίνεται η είσοδος των μελών της εις την αυλήν του σπιτιού.
Ευπρεπίζονται καταλλήλως και κάθονται όλοι εις το Χριστουγεννιάτικον τραπέζι.
Ο μικρότερος του σπιτιού κάθεται εις μίαν γωνία του τραπεζιού και περιμένει το σκοτάκι που θα του δώσει καρφωμένον εις το πηρούνι η γιαγιά.
Αχνίζει τώρα το ζουμί του πετεινού και ενώνεται η ευωδία του με της μαστίχας του χριστόψωμου που ετεμαχίσθη. Το καρύδι της μέσης γυαλιστερό-γυαλιστερό ανήκει εις την γιαγιά. Προνόμιον που αριθμεί πολλούς Δεκεμβρίους. Οπωσδήποτε σιγά –σιγά θα τα καταφέρει να το φάγη.
Μια συμπεθέρα που έχει ωραίαν φωνήν τραγουδεί περί το τέλος, το αγαπητόν των παλαιών Αθηνών τραγούδι:
«Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά»
Εις τον στίχον όμως:
«Μούπε κι’ ένα λόγο και μάρεσε»
Η γιαγιά επιμένει εις την προσθήκην:
«Μούπε κι’ άλλον ένα με παλάβωσε»
Αυτό γίνεται κάθε χρόνον και περιμένουν όλοι ν’ ακούσουν από τα χείλη της γρηάς, της προσθήκης το τρέμουλο κρατώντας σουφρωμένα τα χείλη των διά να κρύψουν το χαμόγελον».
«Αθηναϊκά Νέα», 1932
Είναι προφανές, ότι το δημοσίευμα αναφέρεται σε πολύ παλαιότερα χρόνια, ίσως και στα τέλη του 19ου αιώνα και όχι στο 1932. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις σκέψεις, με τις οποίες κλείνει το δημοσίευμα ο αρθρογράφος, που δεν είναι άλλος από τον ακαδημαϊκό Δ. Καμπούρογλου:
«Είνε αφάνταστος η διαφορά των παλαιών Χριστουγέννων από τα σημερινά.
-->
«Όταν κατά τον βαθύν όρθρον ηκούετο η μικρά καμπάνα ή το σήμαντρον της ενοριακής εκκλησίας, που εκάλει τους πιστούς όλη η οικογένεια ετίθετο εις κίνησιν.
Πού ν’ αφήση η γιαγιά να μείνη
ψυχή αξύπνητη!
Ως και ο σκύλος φέρνει βόλτα της κάμαρες και κουνεί την ουρά του ακκιζόμενος. Δίχως άλλο θα νομίζη ότι γίνεται προετοιμασία κάποιας εκδρομής εις την οποίαν θα λάβη μέρος, προτρέχων πάντων και γαυγίζων παν έμψυχον και άψυχον ακόμη αντικείμενον με την πεποίθησιν ότι εξυπηρετεί τους κυρίους του απομακρύνων το κακόν συναπάντημα. Μόνον την γάτα δεν συγκινεί τίποτε. Ξαπλωμένη αυτή δίπλα εις την παραφωτιά νωχελώς καμπουριάζει οικτίρουσα ίσως την άσκοπον κινητοποίησιν σπιτικού ολοκλήρου!
Φεύγουν όλοι τώρα διά την εκκλησίαν και μένουν μονάχα η ψυχοκόρη επάνω και η κοπέλλα κάτω. Η ψυχοκόρη πλησιάζει εις το εικονοστάσιον. Κάνει τρείς σταυρούς και τρείς μετάνοιες και αρχίζει την εργασίαν της.
Αφού πλύνη τα χέρια της τρείς φορές με πυκνήν σαπουνάδα, τα τρίψη καλά με λεμονόκουπα και τα ξεπλύνη εις το λεγένι, διευθύνεται εις το σκαφιδάκι με το ανεβασμένο ζυμάρι. Τοποθετεί δίπλα της το σταρίσιο αλεύρι, το λεβέτι με το νερό, την κοπανισμένην μαστίχα, το κύμινον, το σουσάμι, το μαυροκόκκι και το καρύδι της μέσης, αποσταυρώνει το ζυμάρι και αρχίζει το ζύμωμα.
Την ίδιαν ώρα η κοπέλλα κάτω –έχει κάμει και αυτή την προσευχή της εις το εικόνισμα του δωματίου της- ανάβει το φουρνάκι του σπιτιού, τραβά την τέφραν των κλαδιών που αχνίζει και σπιθοβολεί, και ενώ η ψυχοκόρη ξεμανικωμένη έως επάνω φέρνει το χριστόψωμον κάτω, αυτή πανίζει τον φούρνον και κατόπιν με το ξυλόφτιαρον εισάγει μεγαλοπρεπώς το χριστόψωμον. Αφήνει τώρα η ψυχοκόρη την φροντίδα του ψησίματος εις την κοπέλλα, ανεβαίνει επάνω και ετοιμάζει το τραπέζι διά το ακράτισμα της πρωίας.
Ο απαραίτητος πετεινός βράζει ήδη από τα μεσάνυκτα. Με το ζουμί του θα γίνη η περίφημη αυγοκομμένη μανέστρα.
Η οικογένεια επιστρέφει τώρα με ιεραρχικήν τάξιν. Με το δεξί πόδι των εμπρός γίνεται η είσοδος των μελών της εις την αυλήν του σπιτιού.
Ευπρεπίζονται καταλλήλως και κάθονται όλοι εις το Χριστουγεννιάτικον τραπέζι.
Ο μικρότερος του σπιτιού κάθεται εις μίαν γωνία του τραπεζιού και περιμένει το σκοτάκι που θα του δώσει καρφωμένον εις το πηρούνι η γιαγιά.
Αχνίζει τώρα το ζουμί του πετεινού και ενώνεται η ευωδία του με της μαστίχας του χριστόψωμου που ετεμαχίσθη. Το καρύδι της μέσης γυαλιστερό-γυαλιστερό ανήκει εις την γιαγιά. Προνόμιον που αριθμεί πολλούς Δεκεμβρίους. Οπωσδήποτε σιγά –σιγά θα τα καταφέρει να το φάγη.
Μια συμπεθέρα που έχει ωραίαν φωνήν τραγουδεί περί το τέλος, το αγαπητόν των παλαιών Αθηνών τραγούδι:
«Όλα τα πουλάκια ζυγά-ζυγά»
Εις τον στίχον όμως:
«Μούπε κι’ ένα λόγο και μάρεσε»
Η γιαγιά επιμένει εις την προσθήκην:
«Μούπε κι’ άλλον ένα με παλάβωσε»
Αυτό γίνεται κάθε χρόνον και περιμένουν όλοι ν’ ακούσουν από τα χείλη της γρηάς, της προσθήκης το τρέμουλο κρατώντας σουφρωμένα τα χείλη των διά να κρύψουν το χαμόγελον».
«Αθηναϊκά Νέα», 1932
Είναι προφανές, ότι το δημοσίευμα αναφέρεται σε πολύ παλαιότερα χρόνια, ίσως και στα τέλη του 19ου αιώνα και όχι στο 1932. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τις σκέψεις, με τις οποίες κλείνει το δημοσίευμα ο αρθρογράφος, που δεν είναι άλλος από τον ακαδημαϊκό Δ. Καμπούρογλου:
«Είνε αφάνταστος η διαφορά των παλαιών Χριστουγέννων από τα σημερινά.
Την αφελή και ολόψυχον ευλάβειαν, αντικατέστησε προς τα κάτω μεν
η συμφεροντολογία, προς τα άνω δε η ξενομίμητος εμφάνισις».
http://paliaathina.com/gr
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου