Μια μικρή κατάθεση ψυχής!. Μια κατάθεσης καρδιάς!.. Διαβάστε μια προσωπική εμπειρία για το πώς βιώναμε τα Χριστούγεννα στα άδολα παιδικά μας χρόνια, τότε που η ψυχοσύνθεσή μας ήταν συνάρτηση όχι μόνον των παιδικών βιωμάτων, αλλά και των όποιων θρύλων, μύθων ή παραμυθιών που
ακούγαμε!..
ΠΑΡΑΜΟΝΗ Χριστουγέννων!.. Έξω άρχισε ήδη να ρίχνει χιόνι που έφτανε μέχρι το γόνα(το), όπως λέγαμε στο χωριό μου, το Βεσίνι Καλαβρύτων, όπου ξετυλίγεται η ιστορία που θα σας διηγηθώ. Κάποια στιγμή το έριχνε τόσο πολύ, που δεν έβλεπες ούτε ένα μέτρο μπροστά σου από τις νιφάδες που στριφογύριζαν σαν μικρές χορεύτριες στα μάτια σου, ενώ όσοι περπατούσαν στα λιθόστρωτα μονοπάτια έμοιαζαν σαν κινούμενοι χιονάνθρωποι!
--Άντε, Αγγελάκο μου, συνταύλα τη φωτιά στο τζάκι να βράσουν καλά οι δίπλες, που ετοιμάζω για κανά αυριανό μουσαφίρη! Χριστούγεννα έρχονται!.. Όλο και κάποιος θα ξεμείνει!.. Όλο και κάποιος μοναχικός διαβάτης θα φανεί από αλαργινό χωριό, μάειτε (=μα είτε) συγγενής, μάειτε ξένος!
Αυτά μου έλεγε και μου ξανάλεγε η μανούλα μου, η κυρά-Κανέλλα, η οποία με έβαλε να βράσω το σιρόπι για να κρυώσει. Θυμάμαι την εικόνα σαν να ήταν χθες!.. Σε μία κατσαρόλα βράζαμε τη ζάχαρη με το νερό για 2 λεπτά από την ώρα που θ’ αρχίσει ο βρασμός και η ... λιγούρα μου να φάω κάτι γλυκό με έκανε να βάζω μέσα συνεχώς την μικρή ξύλινη κουτάλα τάχα μου-τάχα μου για να … δοκιμάσω το σιρόπι αν είναι γλυκό (!).
--Γλυκό είναι, μάνα!
--Αφού ρίξαμε ζάχαρη μέσα, γλυκό θα γίνει το σιρόπι. Για φέρε μου τώρα το γάλα!..
--Νάτο!..
--Μη δοκιμάσεις να πιεις γιατί νηστεύουμε και αύριο θα κοινωνήσουμε!..
--Το ξέρω, μάνα! Τι άλλο θέλεις;
-- Χυμό πορτοκαλιού! Πήγαινε μέσα στο κασόνι και θα βρεις ένα πορτοκάλι χωμένο μέσα στο σιτάρι, δεξιά! Μου το έφερε προχτές η θειά σου η Βανθία που είχε πάει το Νοέμβρη για ελιές στο Αίγιο!
--Το βρήκα, μάνα!..
--Μπράβο, Αγγελάκο μου! Εντάξει!.. Άσε τα άλλα. Λάδι έχουμε. Ολόκληρο χοιρινό πουλήσαμε για να πάρουμε δυο λάτες λάδι!... Μπας και βλέπεις το γουδί;
--Τι το θέλουμε το γουδί, μάνα;
--Να χτυπήσουμε τη ζάχαρη με το γουδοχέρι για να κάνουμε άχνη. Άντε, Αγγελάκο μου, βάλε και συ ένα χεράκι να προλάβουμε!..
Ἀλλο που δεν ήθελα εγώ!... Γλυκό δώσε μου κι ό,τι νάναι. Με το που άρχισα να χτυπάω το γουδοχέρι στο γουδί, η ζάχαρη άρχισε σιγά-σιγά να … λιγοστεύει από τις πολλές κουταλιές που έφαγα!..
--Αγγγελάκο, κοντεύεις;
--Κοντεύω, μάνα!.. Κάνε ήσυχα τις δουλειές σου!
Πάλι καλά που η μανούλα μου κατάλαβε τις κινήσεις που έκανα και μου πήρε το γουδί για να συνεχίσει αυτή!
--Και τι θα κάνουμε τώρα, βρε μάνα;
--Θα προσθέσουμε τα αυγά, το αλεύρι και το ξύσμα μαζί με τη σόδα και θα τα ζυμώσουμε έως ότου γίνουν ζυμάρι. Βάλε και συ τα δυνατά σου να ζυμώσουμε τα υλικά στο χέρι!
--Και μετά τι θα κάνουμε, μάνα; Θα είναι έτοιμες οι δίπλες;
--Όχι!.. Θ’αφήσουμε τη ζύμη για 20 λεπτά περίπου να ξεκουραστεί και με έναν πλάστη την ανοίγουμε σε λεπτό φύλλο.
--Το φύλλο θα είναι χοντρό;
--Όχι. Θα είναι πάχους περίπου 3 γραμμούλες του μέτρου (=χιλιοστά).
--Και στερνά;
--Στερνά θα κόψουμε σε λωρίδες ή σε τετράγωνα κομμάτια με ένα μαχαίρι και θα τηγανίσουμε τις δίπλες σε καυτό λάδι σε λιγοστή φωτιά. Τη συνταύλισες τη φωτιά;
--Τη συνταύλισα, μάνα!... Και μετά;
--Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της τρυπητής κουτάλας, θα διπλώσουμε τις άκρες προς τα μέσα κατά τη διάρκεια του τηγανίσματος. Αμέσως μετά θα βγάλουμε τις δίπλες σε απορροφητικό χαρτί και όταν στραγγίξουν, τις βουτάμε στο κρύο σιρόπι και τις σερβίρουμε σε πιατέλα. Γαρνίρουμε τις δίπλες με μέλι και καρύδια και να οι δίπλες, Αγγελάκο μου! Έτοιμες, πεντάγλυκες και τραγανές!
Ωστόσο, το πάθος να φάω μερικές δίπλες δεν λεγόταν. Περίμενα λίγο και ρώτησα τη μάνα μου:
--Να δοκιμάσω μία δίπλα;
--Ντροπή!.. Δεν κάνει!.. Σε βλέπει και ο Χριστούλης που αύριο θα γεννηθεί! Δεν είπαμε ότι θα κοινωνήσουμε αύριο;
--Με τις νεράϊδες μαζί;
--Ποιες νεράϊδες;
--Αυτές που μας έλεγε σήμερα σ’ ένα παραμύθι η γιαγιά!..
Η μανούλα μου άρχισε να χαμογελάει:
--Ά!.. Ναι!.. Έχεις δίκιο!.. Και οι νεράϊδες!
--Αυτές, βρε μάνα, είναι καλές γυναίκες;
--Πολύ καλές! Ξωτικά πράματα!..
--Και οι καλικάντζαροι;
-->
ακούγαμε!..
ΠΑΡΑΜΟΝΗ Χριστουγέννων!.. Έξω άρχισε ήδη να ρίχνει χιόνι που έφτανε μέχρι το γόνα(το), όπως λέγαμε στο χωριό μου, το Βεσίνι Καλαβρύτων, όπου ξετυλίγεται η ιστορία που θα σας διηγηθώ. Κάποια στιγμή το έριχνε τόσο πολύ, που δεν έβλεπες ούτε ένα μέτρο μπροστά σου από τις νιφάδες που στριφογύριζαν σαν μικρές χορεύτριες στα μάτια σου, ενώ όσοι περπατούσαν στα λιθόστρωτα μονοπάτια έμοιαζαν σαν κινούμενοι χιονάνθρωποι!
--Άντε, Αγγελάκο μου, συνταύλα τη φωτιά στο τζάκι να βράσουν καλά οι δίπλες, που ετοιμάζω για κανά αυριανό μουσαφίρη! Χριστούγεννα έρχονται!.. Όλο και κάποιος θα ξεμείνει!.. Όλο και κάποιος μοναχικός διαβάτης θα φανεί από αλαργινό χωριό, μάειτε (=μα είτε) συγγενής, μάειτε ξένος!
Αυτά μου έλεγε και μου ξανάλεγε η μανούλα μου, η κυρά-Κανέλλα, η οποία με έβαλε να βράσω το σιρόπι για να κρυώσει. Θυμάμαι την εικόνα σαν να ήταν χθες!.. Σε μία κατσαρόλα βράζαμε τη ζάχαρη με το νερό για 2 λεπτά από την ώρα που θ’ αρχίσει ο βρασμός και η ... λιγούρα μου να φάω κάτι γλυκό με έκανε να βάζω μέσα συνεχώς την μικρή ξύλινη κουτάλα τάχα μου-τάχα μου για να … δοκιμάσω το σιρόπι αν είναι γλυκό (!).
--Γλυκό είναι, μάνα!
--Αφού ρίξαμε ζάχαρη μέσα, γλυκό θα γίνει το σιρόπι. Για φέρε μου τώρα το γάλα!..
--Νάτο!..
--Μη δοκιμάσεις να πιεις γιατί νηστεύουμε και αύριο θα κοινωνήσουμε!..
--Το ξέρω, μάνα! Τι άλλο θέλεις;
-- Χυμό πορτοκαλιού! Πήγαινε μέσα στο κασόνι και θα βρεις ένα πορτοκάλι χωμένο μέσα στο σιτάρι, δεξιά! Μου το έφερε προχτές η θειά σου η Βανθία που είχε πάει το Νοέμβρη για ελιές στο Αίγιο!
--Το βρήκα, μάνα!..
--Μπράβο, Αγγελάκο μου! Εντάξει!.. Άσε τα άλλα. Λάδι έχουμε. Ολόκληρο χοιρινό πουλήσαμε για να πάρουμε δυο λάτες λάδι!... Μπας και βλέπεις το γουδί;
--Τι το θέλουμε το γουδί, μάνα;
--Να χτυπήσουμε τη ζάχαρη με το γουδοχέρι για να κάνουμε άχνη. Άντε, Αγγελάκο μου, βάλε και συ ένα χεράκι να προλάβουμε!..
Ἀλλο που δεν ήθελα εγώ!... Γλυκό δώσε μου κι ό,τι νάναι. Με το που άρχισα να χτυπάω το γουδοχέρι στο γουδί, η ζάχαρη άρχισε σιγά-σιγά να … λιγοστεύει από τις πολλές κουταλιές που έφαγα!..
--Αγγγελάκο, κοντεύεις;
--Κοντεύω, μάνα!.. Κάνε ήσυχα τις δουλειές σου!
Πάλι καλά που η μανούλα μου κατάλαβε τις κινήσεις που έκανα και μου πήρε το γουδί για να συνεχίσει αυτή!
--Και τι θα κάνουμε τώρα, βρε μάνα;
--Θα προσθέσουμε τα αυγά, το αλεύρι και το ξύσμα μαζί με τη σόδα και θα τα ζυμώσουμε έως ότου γίνουν ζυμάρι. Βάλε και συ τα δυνατά σου να ζυμώσουμε τα υλικά στο χέρι!
--Και μετά τι θα κάνουμε, μάνα; Θα είναι έτοιμες οι δίπλες;
--Όχι!.. Θ’αφήσουμε τη ζύμη για 20 λεπτά περίπου να ξεκουραστεί και με έναν πλάστη την ανοίγουμε σε λεπτό φύλλο.
--Το φύλλο θα είναι χοντρό;
--Όχι. Θα είναι πάχους περίπου 3 γραμμούλες του μέτρου (=χιλιοστά).
--Και στερνά;
--Στερνά θα κόψουμε σε λωρίδες ή σε τετράγωνα κομμάτια με ένα μαχαίρι και θα τηγανίσουμε τις δίπλες σε καυτό λάδι σε λιγοστή φωτιά. Τη συνταύλισες τη φωτιά;
--Τη συνταύλισα, μάνα!... Και μετά;
--Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της τρυπητής κουτάλας, θα διπλώσουμε τις άκρες προς τα μέσα κατά τη διάρκεια του τηγανίσματος. Αμέσως μετά θα βγάλουμε τις δίπλες σε απορροφητικό χαρτί και όταν στραγγίξουν, τις βουτάμε στο κρύο σιρόπι και τις σερβίρουμε σε πιατέλα. Γαρνίρουμε τις δίπλες με μέλι και καρύδια και να οι δίπλες, Αγγελάκο μου! Έτοιμες, πεντάγλυκες και τραγανές!
Ωστόσο, το πάθος να φάω μερικές δίπλες δεν λεγόταν. Περίμενα λίγο και ρώτησα τη μάνα μου:
--Να δοκιμάσω μία δίπλα;
--Ντροπή!.. Δεν κάνει!.. Σε βλέπει και ο Χριστούλης που αύριο θα γεννηθεί! Δεν είπαμε ότι θα κοινωνήσουμε αύριο;
--Με τις νεράϊδες μαζί;
--Ποιες νεράϊδες;
--Αυτές που μας έλεγε σήμερα σ’ ένα παραμύθι η γιαγιά!..
Η μανούλα μου άρχισε να χαμογελάει:
--Ά!.. Ναι!.. Έχεις δίκιο!.. Και οι νεράϊδες!
--Αυτές, βρε μάνα, είναι καλές γυναίκες;
--Πολύ καλές! Ξωτικά πράματα!..
--Και οι καλικάντζαροι;
--Α! Αυτοί είναι κακοί άνθρωποι!.. Ο νους τους είναι όλο στο κακό!.. Γιατί ρωτάς;
--Να.. σκέφτομαι πώς όλο αυτό το Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων, που οι καλικάντζαροι θα σεργιανίζουν μέσα στο χωριό, θα μπούνε στο σπίτι και … θα μας φάνε τις δίπλες!!
Από την ιστοσελίδα του κ. Άγγελου Σακκέτου
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου