Εκεί που τα φώτα σβήνουν, όλα μπορούν να συμβούν ψυχές που ενώνονται στο βωμό της ικανοποίησης, γύμνια του μυαλού και της ψυχής, οι λέξεις περισσεύουν, εκεί είσαι μόνος σου παλεύεις με θεούς και δαίμονες,κατακρεουργείς τα εσώψυχα σου, παραδίνεσε στο πόθο και στο πάθος.
Στην ακραία τότε συντηρητική Αθήνα, την περίοδο του Όθωνα και του ρομαντισμού, υπήρχαν τα στενάκια που κρύβονταν
οι ιέρειες του πόθου πρόθυμες να προσφέρουν τα κάλλη τους σε όποιον το επιθυμούσε. « Οι Παστρικιές» όπως τις αποκαλούσαν περιπαικτικά επειδή λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων πλενόταν πιό συχνά από τον περίγυρο τους, που συνήθιζε να κάνει κάθε δεκαπέντε μέρες.
Μέτα στο προσκήνιο ήρθαν και οι «παξιμαδοκλέφτρες» όπως έλεγε και το γνωστό σε όλους μας ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα. Ιδού το ερώτημα. Γιατί άραγε τις αποκαλούσαν έτσι; Οι πόρνες της εποχής συνήθιζαν να τριγυρνάνε στους δρόμους και για να ρίξουν στα δίχτυα του αγοραίου έρωτα τα ανυποψίαστα ανθρωπάκια, προκαλούσαν και αστειεύονταν με τους άντρες που αντίκριζαν στο πέρασμα τους, και περνόντας τσιμπούσαν από τα τραπεζάκια των καφενέδων κι ενα παξιμάδι που συνόδευε τον καφέ τους.
Ευνόητο είναι πως ήταν αδύνατο μια παστρικιά να κατοικεί στις κεντρικές συνοικίες της Αθήνας, κατοικούσαν στα πιο απόκεντρα σημεία έξω από το αθηναικό κέντρο, κοντά στη πλατεία Βάθης. Στο πέρασμα τους, από τα σοκκάκια τη καλής κοινωνίας , οι τίμιες γειτόνισες σταυροκοπιόντουσαν για να φύγει μακριά το κακό και οι πιο ευγενικές περιορίζονταν στο να κλείνουν τα παράθυροφυλλά και φυσικά η κόρη να μην καταλάβει τίποτα.
1885,άρχισαν να συχνάζουν στη Νεάπολη και κυρίως στο Γκαζοχώρι της Πειραιώς. Δεν είναι τυχαίο οτί κοντά στο Γκαζοχώρι στην Κολοκυνθού, ήταν εγκατεστημένο το πρώτο νοσοκομείο για τις αφροδίσιες αρρώστιες και αργότερα μεταφέρθηκε «στου Συγγρού». Όταν η πόλη άρχισε να μεγαλώνει κατευθύνθηκαν προς την Ομόνοια και γύρω από τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Μία από τις επώνυμες παστρικιές της εποχής ήταν η καλόβολη χήρα Θεώνη, δεν έχρηζε ομορφιάς ήταν όμως μια άξια καμπυλωτή γυναίκα και αυτο ανταποκρινόταν πλήρως στις απαιτήσεις της εποχής.Κατοικούσε σε μια φιλόξενη και ακατοίκητη περιοχή κοντά στη σημερινή Λεωφόρο Αλεξάνδρας, γνωστή και ως πινακωτή. Το σπίτι της ήταν περικυκλωμένο απο μια μάντρα και αυτό εξυπηρετούσε αρκετά τους επισκέπτες της που ήθελαν να ναι απομονωμένοι απο αδιάκριτα βλέμματα.
Το 1922 με το Νόμο 3032 «περί άσεμνων γυναικών» οι οίκοι ανοχής αναγνωρίστηκαν επίσημα και η εφορία τις κατέταξε ανάλογα με το πελατολόγιο σε φορολογικές κλάσεις.Έτσι από το 1933 και μετά οι ερωτικές φωλιές ονομάζονταν φιγιέρες και οι παστρικιές ως έκφυλες και νυμφομανείς
‘Όπως αναφέρει ο ερευνητής Θωμάς Σιταράς στο βιβλίο του «Πόθοι και πάθη στην Παλιά Αθήνα», τα σπίτια αυτά ονομάζονταν «φιγιέρες», από τη γαλλική λέξη «fille» που σημαίνει κορίτσι. Όπως ακριβώς η λέξη γκαρσονιέρα προέρχεται από τη γαλλική λέξη «garçon» που σημαίνει «αγόρι».
Απόσπασμα :
«Υπάρχουν εδώ, μες στην Αθήνα, αρκετές. Θα νομίζετε ότι τις φιγιέρες αυτές τις έχουν τίποτα κοκοτάρες ή τίποτα πλούσιες παντρεμένες, που δεν αρκούνται μόνο απ’ τον άντρα τους και που θέλουν να βρίσκουν κάπου-κάπου κανένα παλικάρι, απ’ αυτά που αντέχουν να ικανοποιήσουν και δέκα ακόμα γυναικάρες μέσα σε μια νύχτα. Ε, λοιπόν, όχι. Τις φιγιέρες αυτές τις έχουν γνωστές “δεσποινίδες” της αριστοκρατίας με τα πιο παράξενα γούστα! Μια τέτοια φιγιέρα υπάρχει σε μια πάροδο στα Πατήσια. Την έχει μια έκφυλη “δεσποινίς”, που οι κοσμικοί κύκλοι την ξέρουν για “αξιότιμη”. Αυτή έχει την μανία να την παιδεύουν. Κάθε βράδυ στην φιγιέρα της, έρχονται δυο-τρεις νέοι φτωχοί, που πληρώνονται αρκετά γι’ αυτή τη δουλειά. Η φιγιέρα είναι στολισμένη με τον πιο περίεργο τρόπο. Δίνει την εντύπωση μουχλιασμένου υπογείου. Δοκάρια, αράχνες και δυο-τρεις σκελετοί. Είναι σκοτεινή και το μόνο φως που έχει είναι ένας προβολέας που πέφτει ακριβώς στη μέση. Το βράδυ, σαν έρθουν οι νέοι, η “δεσποινίς” είναι τσιτσίδι, καθώς επίσης και οι συνοδοί της. Τότε αρχίζει ένα φοβερό ξυλοκόπημα. Τους δίνει από ένα καμτσίκι και την χτυπάνε, την χτυπάνε… μέχρι που το κάτασπρο κορμάκι της να ματώσει και να πέσει μισολιπόθυμη στο πάτωμα….
Άλλη μια φιγιέρα βρίσκεται σε μια πάροδο, στο τέρμα Αχαρνών. Τότε ένας-ένας απ’ αυτούς με την σειρά, πέφτει δίπλα της. Κατόρθωσα να μπω στην αυλή της απ’ το γειτονικό σπίτι, που κάθονται γνωστοί μου. Από ένα παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, είδα ένα σωρό περίεργα και ανήκουστα πράμματα. Ακούστε να φρίξετε! Η κάμαρα της φιγιέρας, όπως φαινότανε από μια χαραμάδα που άφηναν δυο κουρτίνες, είχε μια κατάμαυρη ταπετσαρία. Ένα πολύ χαμηλό ντιβάνι βρισκότανε στη γωνιά κι’ απάνω σ’ αυτό ολόγυμνη, η ιδιοκτήτρια της φιγιέρας, η κ. Κ.Κ. Το ολόασπρο χυτό κορμάκι της ήταν μια σπάνια και ωραία αντίθεσις στην τόση μαυρίλα. Ένα φως κόκκινο φώτιζε αυτή την κάμαρα. Ένας ολόγυμνος αράπης με αθλητικό παράστημα της έφερε τσιγάρα. Άναψε ένα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην κάμαρα ένας ωραίος νέος. Το γυμνό του σώμα το σκέπαζε μια μαύρη ρόμπα. Την έβγαλε, κι’ έτσι ολόγυμνος καθώς έμεινε πήγε κι’ έπεσε δίπλα της.
-->
Στην ακραία τότε συντηρητική Αθήνα, την περίοδο του Όθωνα και του ρομαντισμού, υπήρχαν τα στενάκια που κρύβονταν
οι ιέρειες του πόθου πρόθυμες να προσφέρουν τα κάλλη τους σε όποιον το επιθυμούσε. « Οι Παστρικιές» όπως τις αποκαλούσαν περιπαικτικά επειδή λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων πλενόταν πιό συχνά από τον περίγυρο τους, που συνήθιζε να κάνει κάθε δεκαπέντε μέρες.
Μέτα στο προσκήνιο ήρθαν και οι «παξιμαδοκλέφτρες» όπως έλεγε και το γνωστό σε όλους μας ήσουνα τι ήσουνα μια παξιμαδοκλέφτρα τώρα που σε πήρα εγώ γυρεύεις σούρτα φέρτα. Ιδού το ερώτημα. Γιατί άραγε τις αποκαλούσαν έτσι; Οι πόρνες της εποχής συνήθιζαν να τριγυρνάνε στους δρόμους και για να ρίξουν στα δίχτυα του αγοραίου έρωτα τα ανυποψίαστα ανθρωπάκια, προκαλούσαν και αστειεύονταν με τους άντρες που αντίκριζαν στο πέρασμα τους, και περνόντας τσιμπούσαν από τα τραπεζάκια των καφενέδων κι ενα παξιμάδι που συνόδευε τον καφέ τους.
Ευνόητο είναι πως ήταν αδύνατο μια παστρικιά να κατοικεί στις κεντρικές συνοικίες της Αθήνας, κατοικούσαν στα πιο απόκεντρα σημεία έξω από το αθηναικό κέντρο, κοντά στη πλατεία Βάθης. Στο πέρασμα τους, από τα σοκκάκια τη καλής κοινωνίας , οι τίμιες γειτόνισες σταυροκοπιόντουσαν για να φύγει μακριά το κακό και οι πιο ευγενικές περιορίζονταν στο να κλείνουν τα παράθυροφυλλά και φυσικά η κόρη να μην καταλάβει τίποτα.
1885,άρχισαν να συχνάζουν στη Νεάπολη και κυρίως στο Γκαζοχώρι της Πειραιώς. Δεν είναι τυχαίο οτί κοντά στο Γκαζοχώρι στην Κολοκυνθού, ήταν εγκατεστημένο το πρώτο νοσοκομείο για τις αφροδίσιες αρρώστιες και αργότερα μεταφέρθηκε «στου Συγγρού». Όταν η πόλη άρχισε να μεγαλώνει κατευθύνθηκαν προς την Ομόνοια και γύρω από τον Άγιο Κωνσταντίνο.
Μία από τις επώνυμες παστρικιές της εποχής ήταν η καλόβολη χήρα Θεώνη, δεν έχρηζε ομορφιάς ήταν όμως μια άξια καμπυλωτή γυναίκα και αυτο ανταποκρινόταν πλήρως στις απαιτήσεις της εποχής.Κατοικούσε σε μια φιλόξενη και ακατοίκητη περιοχή κοντά στη σημερινή Λεωφόρο Αλεξάνδρας, γνωστή και ως πινακωτή. Το σπίτι της ήταν περικυκλωμένο απο μια μάντρα και αυτό εξυπηρετούσε αρκετά τους επισκέπτες της που ήθελαν να ναι απομονωμένοι απο αδιάκριτα βλέμματα.
Το 1922 με το Νόμο 3032 «περί άσεμνων γυναικών» οι οίκοι ανοχής αναγνωρίστηκαν επίσημα και η εφορία τις κατέταξε ανάλογα με το πελατολόγιο σε φορολογικές κλάσεις.Έτσι από το 1933 και μετά οι ερωτικές φωλιές ονομάζονταν φιγιέρες και οι παστρικιές ως έκφυλες και νυμφομανείς
‘Όπως αναφέρει ο ερευνητής Θωμάς Σιταράς στο βιβλίο του «Πόθοι και πάθη στην Παλιά Αθήνα», τα σπίτια αυτά ονομάζονταν «φιγιέρες», από τη γαλλική λέξη «fille» που σημαίνει κορίτσι. Όπως ακριβώς η λέξη γκαρσονιέρα προέρχεται από τη γαλλική λέξη «garçon» που σημαίνει «αγόρι».
Απόσπασμα :
«Υπάρχουν εδώ, μες στην Αθήνα, αρκετές. Θα νομίζετε ότι τις φιγιέρες αυτές τις έχουν τίποτα κοκοτάρες ή τίποτα πλούσιες παντρεμένες, που δεν αρκούνται μόνο απ’ τον άντρα τους και που θέλουν να βρίσκουν κάπου-κάπου κανένα παλικάρι, απ’ αυτά που αντέχουν να ικανοποιήσουν και δέκα ακόμα γυναικάρες μέσα σε μια νύχτα. Ε, λοιπόν, όχι. Τις φιγιέρες αυτές τις έχουν γνωστές “δεσποινίδες” της αριστοκρατίας με τα πιο παράξενα γούστα! Μια τέτοια φιγιέρα υπάρχει σε μια πάροδο στα Πατήσια. Την έχει μια έκφυλη “δεσποινίς”, που οι κοσμικοί κύκλοι την ξέρουν για “αξιότιμη”. Αυτή έχει την μανία να την παιδεύουν. Κάθε βράδυ στην φιγιέρα της, έρχονται δυο-τρεις νέοι φτωχοί, που πληρώνονται αρκετά γι’ αυτή τη δουλειά. Η φιγιέρα είναι στολισμένη με τον πιο περίεργο τρόπο. Δίνει την εντύπωση μουχλιασμένου υπογείου. Δοκάρια, αράχνες και δυο-τρεις σκελετοί. Είναι σκοτεινή και το μόνο φως που έχει είναι ένας προβολέας που πέφτει ακριβώς στη μέση. Το βράδυ, σαν έρθουν οι νέοι, η “δεσποινίς” είναι τσιτσίδι, καθώς επίσης και οι συνοδοί της. Τότε αρχίζει ένα φοβερό ξυλοκόπημα. Τους δίνει από ένα καμτσίκι και την χτυπάνε, την χτυπάνε… μέχρι που το κάτασπρο κορμάκι της να ματώσει και να πέσει μισολιπόθυμη στο πάτωμα….
Άλλη μια φιγιέρα βρίσκεται σε μια πάροδο, στο τέρμα Αχαρνών. Τότε ένας-ένας απ’ αυτούς με την σειρά, πέφτει δίπλα της. Κατόρθωσα να μπω στην αυλή της απ’ το γειτονικό σπίτι, που κάθονται γνωστοί μου. Από ένα παράθυρο που έβλεπε στην αυλή, είδα ένα σωρό περίεργα και ανήκουστα πράμματα. Ακούστε να φρίξετε! Η κάμαρα της φιγιέρας, όπως φαινότανε από μια χαραμάδα που άφηναν δυο κουρτίνες, είχε μια κατάμαυρη ταπετσαρία. Ένα πολύ χαμηλό ντιβάνι βρισκότανε στη γωνιά κι’ απάνω σ’ αυτό ολόγυμνη, η ιδιοκτήτρια της φιγιέρας, η κ. Κ.Κ. Το ολόασπρο χυτό κορμάκι της ήταν μια σπάνια και ωραία αντίθεσις στην τόση μαυρίλα. Ένα φως κόκκινο φώτιζε αυτή την κάμαρα. Ένας ολόγυμνος αράπης με αθλητικό παράστημα της έφερε τσιγάρα. Άναψε ένα. Εκείνη τη στιγμή μπήκε στην κάμαρα ένας ωραίος νέος. Το γυμνό του σώμα το σκέπαζε μια μαύρη ρόμπα. Την έβγαλε, κι’ έτσι ολόγυμνος καθώς έμεινε πήγε κι’ έπεσε δίπλα της.
Δεν μπορούσα πια να δω τίποτε άλλο, εκτός απ’ τα δυο εκείνα σώματα, που φωτιζόντουσαν αμυδρά και που εξακολουθούσαν να κουνιούνται αργά-αργά με κανονικές κινήσεις, όπως τα στάχυα, σαν τα χαϊδεύει ο άνεμος»…
Για τον Τομέα Βιβλιοθήκης:
Εύη Λαζάρου, Δημοσιογράφος
http://www.eoellas.org
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου