Η άμαξα, η καρότσα, το “όχημα”, έχουν συνδεθεί στενά με την κοινωνική ζωή της Παλιάς Αθήνας.
Από την πρώτη καρότσα, επί εποχής Όθωνα, με τον φουστανελοφόρο καροτσέρη της μέχρι τα τελευταία απομεινάρια, τέλεια σαράβαλα, που επέμεναν πεισματικά ακόμη και τη δεκαετία του 1930 εναντίον των αυτοκινήτων, όλα αποτελούν μια μεγάλη ιστορία της καθημερινής ζωής των Αθηναίων. Πόσων και πόσων ειδών αμάξια, ιδιωτικά κι αγοραία, δεν
περιφέρονταν στους δρόμους της Παλιάς Αθήνας! Καταρχάς τα λαντώ και οι βικτωρίες• μετά το πρώτο κουπέ. Ακολούθησαν τα απαστράπτοντα και καλοζεμένα “φαετόν” και “σοννά”, τα ωραία “βιζαβή”, τα “τανδέμ” και τα “σαρέτ ανγκλαίζ”.
Δεν άργησε να εμφανιστεί και το μόνιππο (1906) που κατέκτησε αμέσως την πιάτσα, καθότι ελαφρύ κι ευμεταχείριστο: οι γνωστές “Μαρίκες”.
Μιλώντας για πιάτσα, το μυαλό μας πάει αυτομάτως στον αμαξά. Συμπαθής, περίεργος, γκρινιάρης, αλλιώτικος, βάσανο• όποιο επίθετο προτιμάτε, ανάλογα με τις εμπειρίες που έχετε! Μια πιο σε βάθος προσέγγιση, μπορεί να τους κατατάξει με διαφορετικά κριτήρια:
Πρώτα-πρώτα η προέλευση. Σπουδαίο κριτήριο, που το τηρούμε ευλαβώς μέχρι σήμερα -μετά το “πώς λέγεσαι” δεν ακολουθεί το “από που είσαι”;-. Οι περισσότεροι αμαξάδες ήταν κατά σειρά Κορίνθιοι, Θηβαίοι, Λιδωρικιώτες και… Αθηναίοι. Αντιζηλίες κι εχθρότητες καθημερινές! Ιδιαίτερα Κορίνθιοι και Λιδωρικιώτες, καβγάδιζαν πώς θα αποκλείσουν οι μεν τους δε από τα νυχτερινά αγώγια μεγάλων χορών ή από τα αγώγια εκδρομών και μεγάλων αποστάσεων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι τσακωμοί αυτοί ήταν αιματηροί.
Δεύτερο κριτήριο κατάταξης, η πιάτσα. Άλλο οι αμαξάδες του Συντάγματος, άλλο των Χαυτείων, άλλο της Ομονοίας, άλλο της πλατείας Λαυρίου, άλλο του Σταθμού και πάει λέγοντας! Εδώ, καθένας αμαξάς έχει το όνομά του ή πιο συνηθισμένα ακόμη, το παρατσούκλι του. Αν δεν ξέρεις πώς θα ζητήσεις τον αμαξά στην πιάτσα, έκανες μια τρύπα στο νερό. Θέλω τον Ψαθά, τον Χάρο, τον Σαρδανάπαλο, τον Πάπια, τον Πρίγκιπα, τον Καβαλάρη, τον Μπουκαλάκια, τον Πατρινό, τον Μπόγια, τον Παλιγενεσία, τον Τζόγια, τον Γαλέτα και φυσικά, τον Μανώλη τον Τραμπαρίφα…
Τρίτο κριτήριο, η βάρδια! Άλλο ο αμαξάς της ημέρας, άλλος της νύχτας. Η διαφορά; Νύχτα με μέρα!!! Όσοι δούλευαν την ημέρα σπάνια έβγαιναν τη νύχτα στην πιάτσα, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες. Εκτός κι αν έπαιρναν συγκεκριμένο πελάτη.
Αντίστροφα, τα αμάξια της νύχτας: Αυτοί δεν έβγαιναν την ημέρα εκτός αν ήταν να πάνε σε καμιά κηδεία! Καλός αμαξάς με καλό αμάξι σπάνια έπαιρνε αγώγι κηδείας. Α, όλα κι όλα, είχαν και τις προκαταλήψεις τους οι άνθρωποι!
Τα νυχτερινά αμάξια ήταν ένα ποίημα φουτουριστικής σχολής. Η κουκούλα τους έμοιαζε με χαλασμένο ακορντεόν. Το εσωτερικό τους ήταν “ντυμένο” με ένα ύφασμα αμφιβόλου χρωματισμού, ενώ τα μαξιλάρια νόμιζες ότι ήταν παραγεμισμένα με σιδερένιες σούστες. Δεν έλειπε και το χαλάκι σε στιλ “κουρελί”, ενώ την εικόνα συμπλήρωναν τα φανάρια με τα βρώμικα τζαμάκια που έσταζαν και μύριζαν διαρκώς πετρέλαιο.
Άλογα, σούστες, χάμουρα και λοιπός “εξοπλισμός” ανήκαν στην παλαιοντολογική εποχή.
Τίποτε, βεβαίως, δεν χάλαγε τη “ζαχαρένια” των αμαξάδων. Το επάγγελμα του “ηνίοχου” μεταφερόταν με ιδιαίτερη υπερηφάνεια από πατέρα προς γιο κι αργότερα προς εγγονό. Αν και ίσως θα πρέπει να πούμε ότι ο εγγονός πέρναγε πλέον στο αυτοκίνητο! Φρόνιμοι οδηγοί, καλοί επαγγελματίες!
Πέρα όμως από γκρίνιες: Πέστε μου εσείς πώς θα μπορούσε να διασκεδάσει ο Αθηναίος αν δεν υπήρχαν άμαξες κι αμαξάδες! Με 25 δραχμές σε πήγαινε στο Τατόι και σε περίμενε όλη τη μέρα να τελειώσεις! Με 10 δραχμούλες σε πήγαιναν στην Κηφισιά, στο “Ξενοδοχείο Μελά”, παρακαλώ! Με 5 δραχμές σε κατέβαζαν στο Τροκαντερό, στο Παλαιό Φάληρο. Με 3 δραχμούλες γύρναγες την πόλη, έκανες τις δουλειές σου και την κυριλέ “εμφάνισή” σου.
***
Ποιο ήταν το πρώτο μέλημα της Αθηναϊκής Οικογένειας όταν επρόκειτο να γλεντήσει; Φυσικά, το αμάξι που θα έπαιρνε! Ο αμαξάς ερχόταν νωρίς-νωρίς και βοηθούσε στο να φορτωθεί όλο το συγγενολόι. Γέροι, νέοι, μεσόκοποι, γυναίκες, παιδιά, το σκυλάκι του σπιτιού κι όλα τα καλάθια έπρεπε να χωρέσουν, έστω με τη μέθοδο του “πατείς με πατώ σε”!
Την καλύτερη κι ανετότερη θέση την είχε πάντα το “δουλάκι”: δίπλα στον αμαξά. Κι αυτό όχι για άλλο λόγο, αλλά για να φυλάει τη “χιλιάρικη” με το κρασί, που την κρατούσε σφιχτά στα γόνατά του!
Απ’όπου κι αν περνούσε η βαρυφορτωμένη καρότσα, ακουγόταν το ίδιο γιουχάισμα:
-Μαρίδααα!
Ποιος, όμως, νοιαζόταν για τη γνώμη των άξεστων και των χαμινιών. Τίποτε δεν εμπόδιζε την “αγία” οικογένεια να διασκεδάζει εποχούμενη.
***
Φυσικά δεν ήταν όλα τα αμάξια της “παλαιοντολογικής σχολής”• υπήρχαν ανοικτά λαντώ, βικτώριες καθαρές, καουτσουτέ, φρεσκοβερνικωμένες με ωραία άλογα, με χάμουρα που άστραφταν και με αμαξάδες καλοντυμένους με “μακρές βαθυκύανες ρεντιγκότες”, με μπότες που έφταναν μέχρι το γόνατο και ψηλά καπέλα. Αυτές τις άμαξες “κυνηγούσαν” ιδιαίτερα οι εποχούμενοι γλεντζέδες, που περιφέρονταν από μπυραρία σε μπυραρία. Ήταν της μόδας το αμάξι να σταματά και τα γαλόνια του αφρώδους ποτού να σερβίρονται μέσα στο αμάξι. Ποιος είπε ότι το Drive-in γεννήθηκε στην Αμερική; Σας πιάνω αδιάβαστους!
Και να κλείσουμε με λίγο σεξ! Αθώο φυσικά… Η σιωπηλή καουτσουτέ “βικτώρια” ήταν η αγαπημένη άμαξα για τα ερωτικά ζευγαράκια, που ήθελαν να αποφύγουν αδιάκριτα βλέμματα.
-->
Από την πρώτη καρότσα, επί εποχής Όθωνα, με τον φουστανελοφόρο καροτσέρη της μέχρι τα τελευταία απομεινάρια, τέλεια σαράβαλα, που επέμεναν πεισματικά ακόμη και τη δεκαετία του 1930 εναντίον των αυτοκινήτων, όλα αποτελούν μια μεγάλη ιστορία της καθημερινής ζωής των Αθηναίων. Πόσων και πόσων ειδών αμάξια, ιδιωτικά κι αγοραία, δεν
περιφέρονταν στους δρόμους της Παλιάς Αθήνας! Καταρχάς τα λαντώ και οι βικτωρίες• μετά το πρώτο κουπέ. Ακολούθησαν τα απαστράπτοντα και καλοζεμένα “φαετόν” και “σοννά”, τα ωραία “βιζαβή”, τα “τανδέμ” και τα “σαρέτ ανγκλαίζ”.
Δεν άργησε να εμφανιστεί και το μόνιππο (1906) που κατέκτησε αμέσως την πιάτσα, καθότι ελαφρύ κι ευμεταχείριστο: οι γνωστές “Μαρίκες”.
Μιλώντας για πιάτσα, το μυαλό μας πάει αυτομάτως στον αμαξά. Συμπαθής, περίεργος, γκρινιάρης, αλλιώτικος, βάσανο• όποιο επίθετο προτιμάτε, ανάλογα με τις εμπειρίες που έχετε! Μια πιο σε βάθος προσέγγιση, μπορεί να τους κατατάξει με διαφορετικά κριτήρια:
Πρώτα-πρώτα η προέλευση. Σπουδαίο κριτήριο, που το τηρούμε ευλαβώς μέχρι σήμερα -μετά το “πώς λέγεσαι” δεν ακολουθεί το “από που είσαι”;-. Οι περισσότεροι αμαξάδες ήταν κατά σειρά Κορίνθιοι, Θηβαίοι, Λιδωρικιώτες και… Αθηναίοι. Αντιζηλίες κι εχθρότητες καθημερινές! Ιδιαίτερα Κορίνθιοι και Λιδωρικιώτες, καβγάδιζαν πώς θα αποκλείσουν οι μεν τους δε από τα νυχτερινά αγώγια μεγάλων χορών ή από τα αγώγια εκδρομών και μεγάλων αποστάσεων. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι τσακωμοί αυτοί ήταν αιματηροί.
Δεύτερο κριτήριο κατάταξης, η πιάτσα. Άλλο οι αμαξάδες του Συντάγματος, άλλο των Χαυτείων, άλλο της Ομονοίας, άλλο της πλατείας Λαυρίου, άλλο του Σταθμού και πάει λέγοντας! Εδώ, καθένας αμαξάς έχει το όνομά του ή πιο συνηθισμένα ακόμη, το παρατσούκλι του. Αν δεν ξέρεις πώς θα ζητήσεις τον αμαξά στην πιάτσα, έκανες μια τρύπα στο νερό. Θέλω τον Ψαθά, τον Χάρο, τον Σαρδανάπαλο, τον Πάπια, τον Πρίγκιπα, τον Καβαλάρη, τον Μπουκαλάκια, τον Πατρινό, τον Μπόγια, τον Παλιγενεσία, τον Τζόγια, τον Γαλέτα και φυσικά, τον Μανώλη τον Τραμπαρίφα…
Τρίτο κριτήριο, η βάρδια! Άλλο ο αμαξάς της ημέρας, άλλος της νύχτας. Η διαφορά; Νύχτα με μέρα!!! Όσοι δούλευαν την ημέρα σπάνια έβγαιναν τη νύχτα στην πιάτσα, ιδιαίτερα τους χειμερινούς μήνες. Εκτός κι αν έπαιρναν συγκεκριμένο πελάτη.
Αντίστροφα, τα αμάξια της νύχτας: Αυτοί δεν έβγαιναν την ημέρα εκτός αν ήταν να πάνε σε καμιά κηδεία! Καλός αμαξάς με καλό αμάξι σπάνια έπαιρνε αγώγι κηδείας. Α, όλα κι όλα, είχαν και τις προκαταλήψεις τους οι άνθρωποι!
Τα νυχτερινά αμάξια ήταν ένα ποίημα φουτουριστικής σχολής. Η κουκούλα τους έμοιαζε με χαλασμένο ακορντεόν. Το εσωτερικό τους ήταν “ντυμένο” με ένα ύφασμα αμφιβόλου χρωματισμού, ενώ τα μαξιλάρια νόμιζες ότι ήταν παραγεμισμένα με σιδερένιες σούστες. Δεν έλειπε και το χαλάκι σε στιλ “κουρελί”, ενώ την εικόνα συμπλήρωναν τα φανάρια με τα βρώμικα τζαμάκια που έσταζαν και μύριζαν διαρκώς πετρέλαιο.
Άλογα, σούστες, χάμουρα και λοιπός “εξοπλισμός” ανήκαν στην παλαιοντολογική εποχή.
Τίποτε, βεβαίως, δεν χάλαγε τη “ζαχαρένια” των αμαξάδων. Το επάγγελμα του “ηνίοχου” μεταφερόταν με ιδιαίτερη υπερηφάνεια από πατέρα προς γιο κι αργότερα προς εγγονό. Αν και ίσως θα πρέπει να πούμε ότι ο εγγονός πέρναγε πλέον στο αυτοκίνητο! Φρόνιμοι οδηγοί, καλοί επαγγελματίες!
Πέρα όμως από γκρίνιες: Πέστε μου εσείς πώς θα μπορούσε να διασκεδάσει ο Αθηναίος αν δεν υπήρχαν άμαξες κι αμαξάδες! Με 25 δραχμές σε πήγαινε στο Τατόι και σε περίμενε όλη τη μέρα να τελειώσεις! Με 10 δραχμούλες σε πήγαιναν στην Κηφισιά, στο “Ξενοδοχείο Μελά”, παρακαλώ! Με 5 δραχμές σε κατέβαζαν στο Τροκαντερό, στο Παλαιό Φάληρο. Με 3 δραχμούλες γύρναγες την πόλη, έκανες τις δουλειές σου και την κυριλέ “εμφάνισή” σου.
***
Ποιο ήταν το πρώτο μέλημα της Αθηναϊκής Οικογένειας όταν επρόκειτο να γλεντήσει; Φυσικά, το αμάξι που θα έπαιρνε! Ο αμαξάς ερχόταν νωρίς-νωρίς και βοηθούσε στο να φορτωθεί όλο το συγγενολόι. Γέροι, νέοι, μεσόκοποι, γυναίκες, παιδιά, το σκυλάκι του σπιτιού κι όλα τα καλάθια έπρεπε να χωρέσουν, έστω με τη μέθοδο του “πατείς με πατώ σε”!
Την καλύτερη κι ανετότερη θέση την είχε πάντα το “δουλάκι”: δίπλα στον αμαξά. Κι αυτό όχι για άλλο λόγο, αλλά για να φυλάει τη “χιλιάρικη” με το κρασί, που την κρατούσε σφιχτά στα γόνατά του!
Απ’όπου κι αν περνούσε η βαρυφορτωμένη καρότσα, ακουγόταν το ίδιο γιουχάισμα:
-Μαρίδααα!
Ποιος, όμως, νοιαζόταν για τη γνώμη των άξεστων και των χαμινιών. Τίποτε δεν εμπόδιζε την “αγία” οικογένεια να διασκεδάζει εποχούμενη.
***
Φυσικά δεν ήταν όλα τα αμάξια της “παλαιοντολογικής σχολής”• υπήρχαν ανοικτά λαντώ, βικτώριες καθαρές, καουτσουτέ, φρεσκοβερνικωμένες με ωραία άλογα, με χάμουρα που άστραφταν και με αμαξάδες καλοντυμένους με “μακρές βαθυκύανες ρεντιγκότες”, με μπότες που έφταναν μέχρι το γόνατο και ψηλά καπέλα. Αυτές τις άμαξες “κυνηγούσαν” ιδιαίτερα οι εποχούμενοι γλεντζέδες, που περιφέρονταν από μπυραρία σε μπυραρία. Ήταν της μόδας το αμάξι να σταματά και τα γαλόνια του αφρώδους ποτού να σερβίρονται μέσα στο αμάξι. Ποιος είπε ότι το Drive-in γεννήθηκε στην Αμερική; Σας πιάνω αδιάβαστους!
Και να κλείσουμε με λίγο σεξ! Αθώο φυσικά… Η σιωπηλή καουτσουτέ “βικτώρια” ήταν η αγαπημένη άμαξα για τα ερωτικά ζευγαράκια, που ήθελαν να αποφύγουν αδιάκριτα βλέμματα.
Με μια προϋπόθεση φυσικά: Η κουκούλα να είναι κατεβασμένη! (βασισμένο σε μια σειρά από πληροφοριακά άρθρα με γενικό τίτλο “Η Αθήνα μέσα σε 40 χρόνια” του Μιλτ.Λιδωρίκη, που δημοσίευσε η “Εστία” τον Μάρτιο του 1929).
http://www.protothema.gr
http://www.periodiko.net
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου