Μια Κυριακή απόγευμα γινότανε ένας γάμος και ο πατέρας μου, σαν διασκέδαση το είχε ο άνθρωπος, πού να πάει, καφενεία δεν πήγαινε, δεν έπινε, πήγε λοιπόν στην εκκλησία να παρακολουθήσει το γάμο. Η μάνα μου έμεινε στο αντίσκηνο, ήτανε έγκυος τότε στην αδερφή μου. Περίμενε να γυρίσει ο Γιάγκος, πήγε δέκα, πήγε έντεκα, πήγε δώδεκα, πήγε μία, η εκκλησία ήταν κλειστή, δεν υπήρχε κανείς μέσα. Τι έγινε ο Γιάγκος, πού
πήγε ο Γιάγκος, ανησυχούσε η κακομοίρα, δεν ήξερε τι να κάνει, δεν κοιμήθηκε περιμένοντας τον Γιάγκο. Πρωί πρωί ο Γιάγκος έρχεται. «Πού ήσουνα;» του λέει ανήσυχη. «Σώπα, της λέει, στην εκκλησία που ήμουνα άκουσα ότι δίνουν τις παράγκες και έφυγα απ’ το γάμο και έτρεξα και μπήκα σε μια παράγκα κι έκατσα για να μην μου την πάρει άλλος». Κι έμεινε μέχρι το πρωί ο καημένος. Του τη δώσανε, την πήρε μόνος του, δεν ξέρω, ευτυχώς ήτανε στην άκρη, ακριανή παράγκα, οπότε είχε και παράθυρο προς το στενάκι και είχαμε και αέρα και φως. Έτσι πήρε την παράγκα ο Γιάγκος. Το πρωί παρακάλεσε εκεί μια γειτόνισσα να προσέχει να μην του την πάρει κανείς κι έτρεξε γρήγορα να το πει στη Μαρία, να κουβαλήσουν τα πράγματα.
Ο πατέρας μου στη Μικρά Ασία έραβε γαϊτάνια στα γιλέκα γύρω γύρω, αυτή ήταν η δουλειά του. Όταν ήρθε εδώ δεν είχε ο άνθρωπος δουλειά και τότε η μάνα μου του πήρε δυο καλάθια και στο ένα έβαλε λεμόνια και στο άλλο αυγά. Και κείνος ντρεπότανε να πάει να τα πουλήσει κι έκλαιγε φαίνεται, αλλά η μάνα μου δυναμική, του έλεγε «Τι θα γίνει εδώ πέρα, θα δουλεύω μόνο εγώ; Κοτζάμ άντρας εσύ, μπρος, να πας να τα πουλήσεις». Τι να ’κανε ο φουκαράς, πήρε τα καλάθια και γύριζε τις γειτονιές, τα πούλησε τη μια φορά, γύρισε ευχαριστημένος και πήρε άλλα, ξαναγύρισε. Στην αρχή έκανε αυτό, μετά έγινε οδοκαθαριστής στο Δήμο Αθηναίων, στην οδό Αιόλου σκούπιζε τα πεζοδρόμια. Αλλά επειδή κάθε τόσο άλλαζε ο δήμαρχος -θυμάμαι τον Κοτζιά έλεγε κι ένα άλλο όνομα έλεγε- έπεφτε ο Κοτζιάς και ερχόταν ένας άλλος και κάθε που άλλαζε ο δήμαρχος σταματούσε κι αυτός να δουλεύει. Τώρα ο Κοτζιάς τον έβαζε, ο άλλος τον έβαζε; Δεν ξέρω. Έτσι δεν είχε μόνιμη δουλειά και πολλές φορές καθόταν, και η καημένη η μάνα μου δούλευε για να βοηθήσει το σπίτι. Η αδελφή μου πήγαινε σε μια γειτόνισσα που ήτανε μοδίστρα και μάθαινε, είχαμε και μία θεία στη Νέα Ιωνία που και κείνη ήτανε μοδίστρα και πήγαινε και κει και μάθαινε, αλλά δεν πρόλαβε να δουλέψει.
Ο πατέρας μου ήτανε βενιζελικός. Έλεγε ότι «και να με πνίξουν στη θάλασσα, εγώ θα βγάζω το δάχτυλό μου και θα φωνάζω Βενιζέλο». Όλοι οι Μικρασιάτες ήτανε βενιζελικοί, καλώς ή κακώς δεν ξέρω, η ιστορία θα το πει, τέλος πάντων.
-->
πήγε ο Γιάγκος, ανησυχούσε η κακομοίρα, δεν ήξερε τι να κάνει, δεν κοιμήθηκε περιμένοντας τον Γιάγκο. Πρωί πρωί ο Γιάγκος έρχεται. «Πού ήσουνα;» του λέει ανήσυχη. «Σώπα, της λέει, στην εκκλησία που ήμουνα άκουσα ότι δίνουν τις παράγκες και έφυγα απ’ το γάμο και έτρεξα και μπήκα σε μια παράγκα κι έκατσα για να μην μου την πάρει άλλος». Κι έμεινε μέχρι το πρωί ο καημένος. Του τη δώσανε, την πήρε μόνος του, δεν ξέρω, ευτυχώς ήτανε στην άκρη, ακριανή παράγκα, οπότε είχε και παράθυρο προς το στενάκι και είχαμε και αέρα και φως. Έτσι πήρε την παράγκα ο Γιάγκος. Το πρωί παρακάλεσε εκεί μια γειτόνισσα να προσέχει να μην του την πάρει κανείς κι έτρεξε γρήγορα να το πει στη Μαρία, να κουβαλήσουν τα πράγματα.
Ο πατέρας μου στη Μικρά Ασία έραβε γαϊτάνια στα γιλέκα γύρω γύρω, αυτή ήταν η δουλειά του. Όταν ήρθε εδώ δεν είχε ο άνθρωπος δουλειά και τότε η μάνα μου του πήρε δυο καλάθια και στο ένα έβαλε λεμόνια και στο άλλο αυγά. Και κείνος ντρεπότανε να πάει να τα πουλήσει κι έκλαιγε φαίνεται, αλλά η μάνα μου δυναμική, του έλεγε «Τι θα γίνει εδώ πέρα, θα δουλεύω μόνο εγώ; Κοτζάμ άντρας εσύ, μπρος, να πας να τα πουλήσεις». Τι να ’κανε ο φουκαράς, πήρε τα καλάθια και γύριζε τις γειτονιές, τα πούλησε τη μια φορά, γύρισε ευχαριστημένος και πήρε άλλα, ξαναγύρισε. Στην αρχή έκανε αυτό, μετά έγινε οδοκαθαριστής στο Δήμο Αθηναίων, στην οδό Αιόλου σκούπιζε τα πεζοδρόμια. Αλλά επειδή κάθε τόσο άλλαζε ο δήμαρχος -θυμάμαι τον Κοτζιά έλεγε κι ένα άλλο όνομα έλεγε- έπεφτε ο Κοτζιάς και ερχόταν ένας άλλος και κάθε που άλλαζε ο δήμαρχος σταματούσε κι αυτός να δουλεύει. Τώρα ο Κοτζιάς τον έβαζε, ο άλλος τον έβαζε; Δεν ξέρω. Έτσι δεν είχε μόνιμη δουλειά και πολλές φορές καθόταν, και η καημένη η μάνα μου δούλευε για να βοηθήσει το σπίτι. Η αδελφή μου πήγαινε σε μια γειτόνισσα που ήτανε μοδίστρα και μάθαινε, είχαμε και μία θεία στη Νέα Ιωνία που και κείνη ήτανε μοδίστρα και πήγαινε και κει και μάθαινε, αλλά δεν πρόλαβε να δουλέψει.
Ο πατέρας μου ήτανε βενιζελικός. Έλεγε ότι «και να με πνίξουν στη θάλασσα, εγώ θα βγάζω το δάχτυλό μου και θα φωνάζω Βενιζέλο». Όλοι οι Μικρασιάτες ήτανε βενιζελικοί, καλώς ή κακώς δεν ξέρω, η ιστορία θα το πει, τέλος πάντων.
Η Καισαριανή βέβαια ήταν αριστερή. Εγώ αν έμενα στην Καισαριανή μπορεί και να μη ζούσα τώρα. Έφυγα μικρή, δεκατριών χρονών το ’41, αν έμενα σίγουρα θα είχα ανακατευτεί και μπορεί να μην υπήρχα, θά ’χα μπλέξει, κάπου θα την είχα φάει...
http://www.domnasamiou.gr
Από το pisostapalia
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου