Ήταν 8.30 το πρωί, της 17ης Απριλίου του 1962, όταν ο μηχανικός Γιώργος Αγγελόπουλος περνούσε από την πλατεία Ρηγίλλης. Βάδιζε προς το γραφείο του όταν το βλέμμα του τράβηξε ένας άνδρας ο οποίος κατευθυνόταν προς το κτίριο του Ε.Ι.Ρ. κρατώντας ένα φάκελο.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Ο άνδρας έριξε το φάκελο στο κοντινό γραμματοκιβώτιο και πριν προλάβει να φύγει τον πλησίασε από πίσω
ένας άλλος, νεαρότερος σε ηλικία, ο οποίος φορούσε μαύρα γυαλιά, σκούρο κοστούμι, μαύρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα και πένθος στο μανίκι. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο μακρόστενο δέμα τυλιγμένο σε εφημερίδα.
ένας άλλος, νεαρότερος σε ηλικία, ο οποίος φορούσε μαύρα γυαλιά, σκούρο κοστούμι, μαύρο πουκάμισο, μαύρη γραβάτα και πένθος στο μανίκι. Στα χέρια του κρατούσε ένα μεγάλο μακρόστενο δέμα τυλιγμένο σε εφημερίδα.
Ξαφνικά, ο μαυροφορεμένος άνδρας έσκισε το περιτύλιγμα το οποίο αποκάλυψε ένα επαναληπτικό κυνηγετικό όπλο. Σήκωσε το όπλο και πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού τον άνδρα που στεκόταν μπροστά στο γραμματοκιβώτιο. Το θύμα έπεσε αιμόφυρτο στο πεζοδρόμιο, μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Ο δολοφόνος πέταξε το όπλο στο έδαφος και έφυγε τρέχοντας προς την οδό Στησιχόρου. Ο Αγγελόπουλος αλλά και άλλοι περαστικοί πάγωσαν στη θέα του άνδρα που κείτονταν στο έδαφος, μέσα στα αίματα, ενώ ο θόρυβος από τον πυροβολισμό έβγαλε από τα γραφεία τους υπαλλήλους που εργάζονταν στα διπλανά κτίρια.
Ένας από τους κατοίκους της περιοχής αναγνώρισε, έντρομος, στο πρόσωπο του θύματος τον 54χρονο γιατρό Νικόλαο Γιαννόπουλο, διευθυντή της Α' χειρουργικής Κλινικής του «Ευαγγελισμού» το σπίτι του οποίου βρισκόταν λίγα μέτρα πιο μακριά, στην οδό Μουρούζη. Ο γιατρός ήταν γνωστός σε ολόκληρη την Αθηναϊκή κοινωνία και επιστήθιος φίλος του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Πυροβολήθηκε εξ επαφής στο πίσω μέρος του κεφαλιού και ο θάνατος του ήταν ακαριαίος. Κατά τον ιατροδικαστή Καψάσκη επρόκειτο για «μια εν ψυχρώ δολοφονία πρωτοφανούς αγριότητας».
Ο δρομέας αρχιφύλακας και η σύλληψη του δράστη
Ένας από τους αυτόπτες μάρτυρες έτυχε να είναι ο αρχιφύλακας Βασίλης Σίλης, ο οποίος υπήρξε πρωταθλητής του δρόμου ημιαντοχής. Ο αρχιφύλακας ακολούθησε τρέχοντας τον δράστη καταφέρνοντας να τον συλλάβει μερικά στενά πιο πάνω, έξω από μια νεοαναγειρόμενη οικοδομή. «Είσαι αστυνομικός;», ρώτησε ο μαυροφορεμένος άνδρας τον Σίλη, όταν κατάφερε να τον σταματήσει και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Όταν ο αρχιφύλακας του απάντησε καταφατικά του είπε: «καλά θα έρθω μαζί σου. Σκότωσα το γιατρό γιατί μου έσφαξε τη γυναίκα».
Την ίδια ώρα, στην πλατεία Ρηγίλλης ένα ασθενοφόρο έπαιρνε το άψυχο κορμί του γιατρού και αντλία της πυροσβεστικής υπηρεσίας ξέπλενε από το πεζοδρόμιο τα αίματα. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία και ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία του δράστη ο οποίος μεταφερόταν στην ασφάλεια μέσα σε ένα ταξί.
Το όνομα του δράστη ήταν Στέφανος Σιγουρέτας. Ο 35χρονος κουρέας από την Καβάλα, ομολόγησε το έγκλημα, λέγοντας πως το έκανε για να εκδικηθεί για το θάνατο της συζύγου του Τζούλιας, καθώς θεωρούσε υπεύθυνο το θύμα.
Η δολοφονία του γιατρού έγινε πρωτοσέλιδο. «Ανάστατος ο ιατρικός κόσμος από την άγρια δολοφονία του χειρουργού Γιαννόπουλου», είναι ένας μόνο από τους χαρακτηριστικούς τίτλους εκείνων των ημερών. Ο δράστης περιγράφεται, στα δημοσιεύματα ως εντελώς απαθής, να δηλώνει πως δεν μετανιώνει για την πράξη του.
Η ομολογία του φονικού
Με απόλυτη ψυχραιμία ο 35χρονος αφηγήθηκε στους αστυνομικούς τους λόγους που τον οδήγησαν στο έγκλημα. Και η αφήγηση του αυτή καταγράφεται στον Τύπο της εποχής, την επομένη της δολοφονίας: «Ο γιατρός έσφαξε τη γυναίκα μου νομίμως και εγώ εκτέλεσα το γιατρό παρανόμως. Εκείνος δεν δικάζεται ενώ εγώ δικάζομαι. Δεν μετανοώ καθόλου για ότι έκανα γιατί το θέλησα. Ακούστε πως έχει η τραγωδία μου (…) Την γυναίκα μου τη λέγανε Τζούλια. Ήταν όμορφη και την αγάπησα τρελά. Την είχα γνωρίσει στις Σέρρες, όπου ήμουν φαντάρος. Πάνε 12 χρόνια από τότε, ήταν στα 1950. Στα 1954 κατορθώσαμε και παντρευτήκαμε και εγκατασταθήκαμε στην Καβάλα, όπου άνοιξα κουρείο. Δεν μας έδωσε ο Θεός παιδιά. Η γυναίκα μου πριν λίγους μήνες αρρώστησε ξαφνικά. Την πήγα πρώτα σε γιατρούς στην Καβάλα και ύστερα στη Θεσσαλονίκη. Είχε κάτι υγρά στο στομάχι και πόνους στην δεξιά μεριά. Άλλοι γιατροί μου έλεγαν ότι είχε όγκο και άλλοι γιατροί ότι πρέπει να κάνει εγχείρηση. Για να γίνει η επέμβαση καλύτερα την έφερα στην Αθήνα στις 26 Φεβρουαρίου. Την έβαλα στον "Ευαγγελισμό" στην κλινική αυτού που μου την έσφαξε. Η εγχείρηση έγινε στις 6 Μαρτίου. Δεν μου την πρόσεξε και πέθανε μέσα σε 6 ώρες. Ενώ είχα το σπαραγμό μου, είχα και το Γιαννόπουλο από πάνω που ήθελε να με ειρωνευτεί και μου έλεγε ότι, δεν πρέπει να κάνω έτσι γιατί θα πέθαινε που θα πέθαινε η γυναίκα μου. "Τι να πεθάνει σε τρεις μέρες, αν δεν τη σχίζαμε, τι να πεθάνει σε έξι ώρες που την χειρουργήσαμε". (…) Πήρα την αδικοχαμένη γυναίκα μου και κουβάλησα το πτώμα της στην Καβάλα, όπου και την έθαψα. Δεν μπορούσα πια να δουλέψω και τρεις φορές την ημέρα πήγαινα στο νεκροταφείο για να τη δω και να της μιλήσω. Όλος ο κόσμος που ήξερα μου έλεγε ότι μου την έφαγε ο γιατρός που τη χειρούργησε. Τότε αποφάσισα και εγώ να τον εκδικηθώ, να τον σκοτώσω και να τον κάνω να πληρώσει και αυτόν με τη ζωή του το θάνατο της πολυαγαπημένης μου γυναίκας. Με αυτή την πρόθεση ξεκίνησα προχθές από την Καβάλα και πήγα στη Θεσσαλονίκη, αγόρασα μια καραμπίνα και πήρα το νυχτερινό πούλμαν για την Αθήνα. Έφτασα χαράματα και ξέροντας που κάθεται ο γιατρός περίμενα έξω από το σπίτι του. Μόλις τον είδα τον πλησίασα από πίσω και τον πυροβόλησα…».
Από τις μαρτυρίες των ανθρώπων που ανήκαν στον περιβάλλον του Στέφανου Σιγουρέτα έγινε γνωστό πως προσπαθούσαν χρόνια με την γυναίκα του να αποκτήσουν παιδιά. Η γυναίκα είχε αποβάλει τέσσερις φορές, ενώ είχε υποβληθεί και σε χειρουργική επέμβαση στη μήτρα χωρίς, όμως, αποτέλεσμα. Στην τελευταία επίσκεψή τους στο γιατρό οι εξετάσεις έδειξαν ότι η Τζούλια αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας, καθώς έπασχε από κίρρωση του ήπατος και η κατάσταση της χαρακτηρίστηκε κρίσιμη. Το ζευγάρι ήρθε στην Αθήνα και στον «Ευαγγελισμό» οι γιατροί τους είπαν πως έπρεπε να μπει άμεσα στο χειρουργείο. Στις 6 Μαρτίου η γυναίκα χειρουργήθηκε από τον Νίκο Γιαννόπουλο, μετά από παράκληση του συζύγου της, ο οποίος το προηγούμενο βράδυ τον είχε επισκεφθεί στο ιατρείο του.
Πρώτος από το χειρουργείο, που διήρκεσε περίπου μια ώρα, βγήκε ο βοηθός του Γιαννόπουλου, Νικόλαος Λυγιδάκης. Όταν τον είδε ο Σιγουρέτας τον προειδοποίησε: «Αν πεθάνει η γυναίκα μου, θα πεθάνετε όλοι εδώ μέσα» και ο Λυγιδάκης τον ενημέρωσε πως παρά την εγχείρηση, ήταν αδύνατο να αποτραπεί ο θάνατός της. Ο Σιγουρέτας βγήκε εκτός ελέγχου και επιτέθηκε στο γιατρό χτυπώντας τον στο κεφάλι και φωνάζοντας: «Θα μου το πληρώσετε».
Όπως αργότερα ισχυρίστηκε ο Σιγουρέτας, τις ώρες που ακολούθησαν δεν εμφανίστηκε κανείς για να φροντίσει την ετοιμοθάνατη γυναίκα του, παρά μόνο νοσοκόμες, οι οποίες ζητούσαν χρήματα για να χορηγήσουν φάρμακα στην ασθενή. Ο 35χρονος ήταν πεπεισμένος πως ο θάνατος της συζύγου του οφειλόταν σε ιατρικό λάθος γι’ αυτό και αποφάσισε να εκδικηθεί σκοτώνοντας τον γιατρό που θεωρούσε υπεύθυνο.
Η είδηση της δολοφονίας, όπως αναφέρουν οι εφημερίδες της εποχής, προκάλεσε συγκίνηση στην κοινωνία της Καβάλας, καθώς ο δράστης ήταν αγαπητός. Ήταν ένας ήρεμος επαγγελματίας και οικογενειάρχης και όπως έλεγαν μετά το θάνατο της γυναίκας του είχε πέσει σε μελαγχολία. Το ταξίδι του για την Αθήνα ξεκίνησε αμέσως μόλις τέλεσε το μνημόσυνο των 40 ημερών της αγαπημένης του Τζούλιας.
Η κόρη του θύματος και η Αμαλία Μεγαπάνου
Ο γιατρός Νικόλαος Γιαννόπουλος λίγο πριν πέσει νεκρός από το όπλο του 35χρονου κουρέα είχε ρίξει στο γραμματοκιβώτιο μια επιστολή προς την 21χρονη κόρη του Κλαίρη στο Μόναχο. Στην επιστολή του της έλεγε πως την επόμενη ημέρα θα ταξίδευε για τη Γερμανία προκειμένου να περάσουν μαζί τις γιορτές του Πάσχα. Ο Γιαννόπουλος είχε αποφασίσει να φύγει από την Αθήνα καθώς δεν άντεχε να περάσει τις γιορτές στο σπίτι χωρίς τη γυναίκα του.
Ο γιατρός είχε χάσει τη 48χρονη σύζυγο του, έξι μήνες νωρίτερα, από λευχαιμία και για να ξεπεράσει η μονάκριβη κόρη τους την απώλεια την έστειλε για σπουδές στο Μόναχο. Η δολοφονία του γιατρού ήρθε να δώσει ένα ακόμη χτύπημα στην οικογένεια Γιαννόπουλου και ο αδελφός του θύματος πήγε ο ίδιος στη Γερμανία για να ανακοινώσει την είδηση του θανάτου στην ανιψιά του και να τη συνοδεύσει στην κηδεία. Στο αεροδρόμιο της Αθήνας την κόρη του θύματος υποδέχτηκε η Αμαλία Μεγαπάνου, σύζυγος του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή ο οποίος ήταν συμμαθητής και φίλος του γιατρού και παρευρέθηκε στην κηδεία του στις 19 Απριλίου.
Η δολοφονία του Νικόλαου Γιαννόπουλου προκάλεσε σοκ στον ιατρικό κόσμο που ζήτησε την παραδειγματική τιμωρία του δράστη, αλλά και νομοθετική κατοχύρωση της απρόσκοπτης και ήρεμης ασκήσεως του λειτουργήματος του γιατρού. Μάλιστα, αναφέρεται πως μετά το έγκλημα αυξήθηκαν οι μηνύσεις σε βάρος των γιατρών για ιατρικά λάθη. Η κοινή γνώμη υποστήριξε τον Σιγουρέτα αν και στη δίκη που ακολούθησε αποδείχτηκε πως οι ισχυρισμοί του δεν ήταν βάσιμοι και ότι ήταν ενημερωμένος για την σοβαρότητα της κατάστασης της γυναίκας του.
«Σκοτώστε με τώρα. Αφήστε με να πάω στην Τζούλια μου»
Στις 20 Ιουνίου του 1962 ο Στέφανος Σιγουρέτας κάθισε στο εδώλιο του κατηγορούμενου για την δολοφονία του Νικόλαου Γιαννόπουλου. Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε πως ο κατηγορούμενος είχε προμελετήσει το έγκλημά του. Φορούσε μαύρα γυαλιά για να καλύψει τα χαρακτηριστικά του και είχε τυλίξει το όπλο με χαρτί για να μην αφήσει αποτυπώματα. Οι συνάδελφοι και φίλοι του θύματος έκαναν λόγο για έναν θαυμάσιο άνθρωπο και γιατρό, στοργικό προς τους ασθενείς. Μάλιστα, όπως είπαν, πολλές φορές είχε προσφέρει οικονομική βοήθεια σε όσους ασθενείς είχαν ανάγκη. Επιπλέον, κατέθεσαν πως ο Γιαννόπουλος είχε προειδοποιήσει το Σιγουρέτα ότι ήταν ελάχιστες οι πιθανότητες να ζήσει η σύζυγός του.
Όταν ήρθε η ώρα της απολογίας, ο 35χρονος κατηγορούμενος συντετριμμένος μίλησε για τη ζωή του μετά το θάνατο της γυναίκας του. Όπως είπε, τα βράδια την επισκεπτόταν στον τάφο της και της μιλούσε, ενώ ισχυρίστηκε ότι πήρε χώμα από τον τάφο του νεκρού παιδιού τους και το τοποθέτησε δίπλα της για να της κρατάει συντροφιά. Αρχικά, ο Σιγουρέτας, δεν θεώρησε υπεύθυνο για το χαμό της γυναίκας του τον Γιαννόπουλο, ωστόσο οι συγγενείς και φίλοι του, όπως είπε, τον έπεισαν ότι ήταν ιατρικό λάθος και στη συνέχεια εμφανίστηκε στο όνειρό του η Τζούλια η οποία το επιβεβαίωσε.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι αγόρασε το όπλο όχι για να σκοτώσει τον Γιαννόπουλο, αλλά για να αυτοκτονήσει. Απολογούμενος ισχυρίστηκε πως δεν θυμόταν τη στιγμή που πυροβόλησε το γιατρό. «Δεν θέλω να δικαιολογήσω τον εαυτό μου. Δικάστε με σαν κακούργο. Σκοτώστε με τώρα.
Αφήστε με να πάω στην Τζούλια μου», είπε κλαίγοντας ο Σιγουρέτας, απευθυνόμενος στο δικαστήριο. Ο Στέφανος Σιγουρέτας καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών, καθώς το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου. Τον Οκτώβριο του 1970 η ποινή του μειώθηκε στα 15 χρόνια.
Από το newsbeast
Αν θέλετε να βοηθήσετε να συνεχίσουν να υπάρχουν ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΟΤΕΡΑ2, ξέρετε τους τρόπους!
loading...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου