Μυθιστόρημα σε συνέχειες
Μια αχτίδα του πρωινού ήλιου μπήκε κρυφά από μια γρίλια του παράθυρου και την χτύπησε ίσια στα μάτια.
Τραβήχτηκε ενοχλημένη για να την αποφύγει, μα ήταν μάταιο. Είχε ήδη ξυπνήσει.
Ένιωσε το κεφάλι της βαρύ. Είχε την αίσθηση πως ήταν καρφωμένη στο κρεβάτι.
Άνοιξε με κόπο τα μάτια της, μα τα ξανάκλεισε αμέσως, κάνοντας ένα μορφασμό πόνου
Έφερε την παλάμη στο μέτωπο,
της φάνηκε πως είχε πυρετό.
Από το διπλανό δωμάτιο άκουσε την τραχιά φωνή του πατέρα. Θα πρέπει να είχε μόλις
γυρίσει από το άρμεγμα κι ήταν όλο νεύρα, όπως πάντα άλλωστε.
- Ανάθεμά σε, τον άκουσε να φωνάζει, φαρμάκι τον έκανες πάλι!
Η Μαρία έφερε στο νου της τη σκηνή. Μια σκηνή, που ούτως ή άλλως επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε μέρα.
Πότε ο καφές θα είναι πικρός, πότε το ψωμί ξερό, και πότε απλά τον ενοχλεί η παρουσία τους.
Ευχαρίστησε την τύχη της που δεν βρισκόταν εκεί!
Αυτός ο άνθρωπος της ενέπνεε έναν ασυναίσθητο φόβο.
Τι κι αν ήταν πατέρας της; Μήπως της έδειξε ποτέ την αγάπη του;
Πολλές φορές αναρωτήθηκε αν ένιωσε ποτέ αγάπη για κάποιον.
-Που είναι αυτή; Τον άκουσε να φωνάζει και πάλι,
μ΄εκείνον τον τρόπο που της έκοβε τα γόνατα.
- Δεν ήταν στα συγκαλά της από βραδύς, μουρμούρισε η μάνα, ασ΄την να κοιμηθεί λίγο.
-Στο διάολο, ούρλιαξε ενώ ταυτόχρονα έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και την άνοιξε.
Η Μαρία ανασήκωσε τα σκεπάσματα ως το σαγόνι και τον κοίταξε σα φοβισμένο αγρίμι.
Τράβηξε με βία τις κουβέρτες και την άρπαξε από τους ώμους.
- Μπρος τσούλα, σήκω! Πουτανιές σε μένα δεν περνάνε!
Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Το κορμί της πονούσε ολόκληρο.
Τελικά, σφίγγοντας τα δόντια, ανακάθισε στο κρεβάτι.
Ο πατέρας στεκόταν μπροστά της και την περίμενε να σηκωθεί.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον διώξει. Θα ήταν μάταιο όπως πάντα Σηκώθηκε αργά-αργά, έβγαλε το νυχτικό της κι άρχισε να ντύνεται.
Κι εκείνος πάντα εκεί να την παρακολουθεί ξεδιάντροπα. Ένιωσε μιαν απέραντη αηδία γι΄αυτόν τον άνθρωπο!
Η μάνα είχε ήδη σερβίρει το πρωινό: Ζεστό γάλα, παξιμάδια και τυρί. Κάθισε στην παλιά ξύλινη καρέκλα, έκανε το Σταυρό της και ήπιε μια γουλιά γάλα.
Ο πατέρας, καθισμένος στο χαμηλό σκαμνί, έδενε τα κορδόνια του.
- Μην αργήσεις, της είπε μαλακά, τόσο που την ξάφνιασε, έχουμε πολύ δουλειά στο χωράφι.
Πήρε την τραγιάσκα του απ΄το μπαούλο, τη φόρεσε και βγήκε.
Η Μαρία ανάσανε με ανακούφιση. Επιτέλους θα ξέφευγε, έστω και για λίγο, από τη βασανιστική του παρουσία.
-->
Μια αχτίδα του πρωινού ήλιου μπήκε κρυφά από μια γρίλια του παράθυρου και την χτύπησε ίσια στα μάτια.
Τραβήχτηκε ενοχλημένη για να την αποφύγει, μα ήταν μάταιο. Είχε ήδη ξυπνήσει.
Ένιωσε το κεφάλι της βαρύ. Είχε την αίσθηση πως ήταν καρφωμένη στο κρεβάτι.
Άνοιξε με κόπο τα μάτια της, μα τα ξανάκλεισε αμέσως, κάνοντας ένα μορφασμό πόνου
Έφερε την παλάμη στο μέτωπο,
της φάνηκε πως είχε πυρετό.
Από το διπλανό δωμάτιο άκουσε την τραχιά φωνή του πατέρα. Θα πρέπει να είχε μόλις
γυρίσει από το άρμεγμα κι ήταν όλο νεύρα, όπως πάντα άλλωστε.
- Ανάθεμά σε, τον άκουσε να φωνάζει, φαρμάκι τον έκανες πάλι!
Η Μαρία έφερε στο νου της τη σκηνή. Μια σκηνή, που ούτως ή άλλως επαναλαμβάνεται σχεδόν κάθε μέρα.
Πότε ο καφές θα είναι πικρός, πότε το ψωμί ξερό, και πότε απλά τον ενοχλεί η παρουσία τους.
Ευχαρίστησε την τύχη της που δεν βρισκόταν εκεί!
Αυτός ο άνθρωπος της ενέπνεε έναν ασυναίσθητο φόβο.
Τι κι αν ήταν πατέρας της; Μήπως της έδειξε ποτέ την αγάπη του;
Πολλές φορές αναρωτήθηκε αν ένιωσε ποτέ αγάπη για κάποιον.
-Που είναι αυτή; Τον άκουσε να φωνάζει και πάλι,
μ΄εκείνον τον τρόπο που της έκοβε τα γόνατα.
- Δεν ήταν στα συγκαλά της από βραδύς, μουρμούρισε η μάνα, ασ΄την να κοιμηθεί λίγο.
-Στο διάολο, ούρλιαξε ενώ ταυτόχρονα έσπρωξε με δύναμη την πόρτα και την άνοιξε.
Η Μαρία ανασήκωσε τα σκεπάσματα ως το σαγόνι και τον κοίταξε σα φοβισμένο αγρίμι.
Τράβηξε με βία τις κουβέρτες και την άρπαξε από τους ώμους.
- Μπρος τσούλα, σήκω! Πουτανιές σε μένα δεν περνάνε!
Έκανε μια προσπάθεια να σηκωθεί. Το κορμί της πονούσε ολόκληρο.
Τελικά, σφίγγοντας τα δόντια, ανακάθισε στο κρεβάτι.
Ο πατέρας στεκόταν μπροστά της και την περίμενε να σηκωθεί.
Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τον διώξει. Θα ήταν μάταιο όπως πάντα Σηκώθηκε αργά-αργά, έβγαλε το νυχτικό της κι άρχισε να ντύνεται.
Κι εκείνος πάντα εκεί να την παρακολουθεί ξεδιάντροπα. Ένιωσε μιαν απέραντη αηδία γι΄αυτόν τον άνθρωπο!
Η μάνα είχε ήδη σερβίρει το πρωινό: Ζεστό γάλα, παξιμάδια και τυρί. Κάθισε στην παλιά ξύλινη καρέκλα, έκανε το Σταυρό της και ήπιε μια γουλιά γάλα.
Ο πατέρας, καθισμένος στο χαμηλό σκαμνί, έδενε τα κορδόνια του.
- Μην αργήσεις, της είπε μαλακά, τόσο που την ξάφνιασε, έχουμε πολύ δουλειά στο χωράφι.
Πήρε την τραγιάσκα του απ΄το μπαούλο, τη φόρεσε και βγήκε.
Η Μαρία ανάσανε με ανακούφιση. Επιτέλους θα ξέφευγε, έστω και για λίγο, από τη βασανιστική του παρουσία.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
my8istories
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου