Των Γιώργου Καραμπελιά και Γιώργου Ρακκά από τη Ρήξη φ. 125
Το φιάσκο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παράλληλα με το οριστικό τέλος της μεταπολίτευσης, σηματοδοτεί και την οριστική εξάντληση μιας δημαγωγικής πολιτικής που κυριάρχησε τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια εντός του λεγόμενου αντιμνημονιακού κινήματος. Κυριάρχησαν επιδιώξεις για την πολιτική εκμετάλλευση της αντιστασιακής διάθεσης του ελληνικού λαού, με την ανακύκλωση
βολικών αυταπατών περί εύκολης διεξόδου από την κρίση και επιστροφής στα επίπεδα ευημερίας της ύστερης μεταπολίτευσης.
Και, δυστυχώς, οι πολιτικές της δημαγωγίας δεν χαρακτήρισαν μόνον τις δύο κεντρικές κομματικές συνιστώσες του αντιμνημονιακού τόξου, αλλά όλες τις πολιτικές πρωτοβουλίες της τελευταίας πενταετίας – γι’ αυτό και η κρίση είναι βαθιά και αφορά όλους. Χαρακτηριστική είναι και σήμερα η εμμονή δυνάμεων, που μέχρι χθες συμμετείχαν στο καταστροφικό εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, να συνεχίζουν να εμμένουν στην ίδια πολιτική, αποκρύπτοντας τις βαθύτερες ρίζες της καθολικής παρακμής που μαστίζει τη χώρα.
Η αντιμνημονιακή δημαγωγία –στην οποία ματαίως προσπαθούσαμε επί έξι χρόνια να αντισταθούμε στο εσωτερικό του αντιμνημονιακού κινήματος– αντέστρεφε την πραγματικότητα προπαγανδίζοντας ότι η κρίση είναι «τεχνητή». Αρκούσε, επομένως, η αμφισβήτηση των δανειακών συμβάσεων, για να την υπερβούμε. Το φιάσκο, όμως, και της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αποδεικνύει πως η κρίση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας είναι πραγματική. Είχε υπονομευτεί με ένα παρασιτικό μοντέλο ευημερίας η βιωσιμότητα και η αυτοτέλεια της χώρας, σε τέτοιο βαθμό ώστε να απειλείται η επιβίωση του ελληνισμού στον 21ο αιώνα, ανάμεσα στη Σκύλλα της παγκοσμιοποίησης και τη Χάρυβδη του νεοθωμανισμού.
Πρόκειται για μία καθολική παρακμή, που απειλεί την ίδια την ιστορική ύπαρξη του ελληνισμού και την οποία τροφοδοτούσαν και συγκάλυπταν τόσο οι εκσυγχρονιστικές πομφόλυγες του σημιτισμού, όσο και ο δημαγωγικός λόγος που κυριαρχούσε στο αντιμνημονιακό κίνημα. Σήμερα δε, μετά την επιβολή του τρίτου και χειρότερου μνημονίου, ο κύκλος ολοκληρώθηκε: Το κενό εκπροσώπησης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας κατέστη απόλυτο και τα τερτίπια των εκλογικών νόμων δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτήν την βαθιά πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική κρίση.
Μπροστά λοιπόν στην εξάντληση της αντιμνημονιακής δημαγωγίας, το αίτημα για μια αυθεντική αντιστασιακή πολιτική καθίσται εκ νέου επίκαιρο. Σε αυτό εντάσσεται το πολιτικό εγχείρημα που ξεκινήσαμε, για τη μεταμόρφωση του ιδεολογικού ρεύματος το οποίο εξέφραζε ο χώρος του Άρδην και τηςΡήξης, σε πολιτικό φορέα
Σε ποια νέα στοιχεία έρχεται να πατήσει αυτό το νέο πολιτικό πείραμα; Τι το διακρίνει από τα προηγούμενα, που δεν τα κατάφεραν;
Αυθεντική σύνθεση πατριωτισμού και κοινωνισμού
Η εποχή της παγκοσμιοποίησης και της Ενωμένης Ευρώπης σήμανε μια τεράστια οπισθοδρόμηση από την άποψη των συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Επιστρέψαμε στην εποχή του άγριου καπιταλισμού και της απροκάλυπτης αποικιοκρατίας των τελών του 19ου αιώνα – αυτή ήταν η κύρια συνεισφορά της «παγκοσμιοποίησης». Μια διαδικασία η οποία έπληξε κατ’ εξοχήν τα μικρά έθνη και τις λαϊκές τάξεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και αυτό το πνεύμα της παγκοσμιοποίησης και της ευρωκρατίας, αυτή η «ενιαία σκέψη», μονοπώλησε όλο το πολιτικό σκηνικό: Μια σύνθεση μεταξύ δεξιών, φιλελεύθερων και νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών της ασύδοτης αγοράς, με την αριστερή κοσμοπολίτικη στρατηγική της αποδόμησης όλων των συλλογικών ταυτοτήτων – έθνος, τάξη, φύλο.
Απέναντι σε αυτόν τον παγκοσμιοποιητικό μονόδρομο, το αίτημα της αντίστασης περνάει μέσα από τη σύνθεση του πατριωτισμού με τον κοινωνισμό, του αγώνα για εθνική απελευθέρωση με εκείνον για την κοινωνική δικαιοσύνη. Πόσω μάλλον για ένα έθνος το οποίο αντιμετωπίζει ταυτόχρονα μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, καθώς και μια υπαρξιακή κρίση ταυτότητας, που το απειλεί με ιστορική εξαφάνιση.
Και όμως, αυτό το αίτημα –παρότι πλειοψηφικό αίτημα της κοινωνίας– παρέμεινε ανεκπλήρωτο: Η αριστερά, κυριευμένη από τον εθνομηδενισμό της, το πολέμησε και ο κομφορμισμός της φιλελεύθερης δεξιάς το απέρριψε, υποταγμένη στην ενιαία σκέψη της παγκοσμιοποίησης.
Όταν, λοιπόν, η αριστερά καταρρέει υπό το βάρος των καταστροφών που προκάλεσε, και οι δυνάμεις του παλαιού δικομματικού κατεστημένου της χώρας αποσυντίθενται ιδεολογικά, αναδεικνύεται η ανάγκη για αυτήν τη σύνθεση: Για έναν δημοκρατικό πατριωτισμό του 21ου αιώνα, στηριγμένο στον εκσυγχρονισμό της δικής μας παράδοσης, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και την παρακμή.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, το αντιστασιακό ρεύμα πρέπει να ριζώσει στα πεδία του συγκεκριμένου, εκεί ακριβώς όπου αναδεικνύεται και η παρακμή της κοινωνίας μας: Όχι γενικόλογες διακηρύξεις, δραχμολογίες, σχέδια επί χάρτου και αφηρημένες ιδέες για τη «μητέρα όλων των μαχών». Η παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή θα πρέπει να συνδυάζεται με μια αδιάκοπη σύγκρουση στο πεδίο της ιδεολογίας, του πολιτισμού, της παιδείας και μάχες στα επιμέρους – στην εκπαίδευση, την τοπική αυτοδιοίκηση, την παραγωγική ανασυγκρότηση. Εκεί όπου μπορούν παρέμβουν οι ίδιοι οι πολίτες, σε μια στρατηγική «περικύκλωσης» του συστήματος, διότι το κέντρο παραγωγής πολιτικής της χώρας μας είναι ολοκληρωτικά σάπιο και εκφυλισμένο.
Και η διαδικασία της αντίστασης θα είναι μακροχρόνια, πολύμορφη και καθολικών διαστάσεων.
Οραματική πολιτική· ρήξη με το παλαιό πολιτικό προσωπικό.
Ακόμα και τη στιγμή της μεγαλύτερης κοινωνικής του απήχησης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα 30.000 τυπικά μέλη – στην πραγματικότητα 2.000 ή 3.000 ενεργά στελέχη. Αρκεί να συγκρίνουμε αυτά τα μεγέθη με τα αντίστοιχα της πρώιμης μεταπολίτευσης, όταν το ΠΑΣΟΚ αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Αντίστοιχα, στο επίπεδο της κυκλοφορίας των εφημερίδων, από τις 200.000 των Νέων και της Ελευθεροτυπίας, περάσαμε στις 20.000 των Νέων.
Εξαιτίας αυτής της αποξένωσης της πλατιάς κοινωνικής πλειοψηφίας από την πολιτική, το πολιτικό και μιντιακό προσωπικό της χώρας έχει εξελιχθεί σε ένα είδος κλειστού κλαμπ συγκλητικών, επαγγελματιών της πολιτικής, που μονοπωλούν τα δημόσια πράγματα επί… σαράντα χρόνια! Χαρακτηριστικό ήταν το πολιτικό προσωπικό που κλήθηκε να υλοποιήσει την «πολιτική της ελπίδας»: Ανακυκλωμένες φιγούρες του πιο βαθέως πασοκισμού, σύμβολα της αριστερής γραφειοκρατίας και των μηχανισμών, επαγγελματίες καφενόβιοι διανοούμενοι της εθνοαποδόμησης.
Εξ αιτίας, λοιπόν, αυτής της βαθύτατης κρίσης της πολιτικής, ορισμένοι, κάποτε και με καλές προθέσεις, υποστηρίζουν ότι επιλέγουμε τη χειρότερη δυνατή συγκυρία για την εκδήλωση της πρωτοβουλίας μας, διότι ο κόσμος είναι “καμένος” από τον ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται σε αναμονή, και γι’ αυτό θα πρέπει να περιμένουμε την… ολοκλήρωση της καταστροφής για να παρέμβουμε. Όμως αυτό αφορά –εν πολλοίς και κυρίως– εκείνους που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και νιώθουν σήμερα, ειλικρινώς ή όχι, απατημένοι. Αυτοί, στην πλειοψηφία τους, ή κρύβουν το κεφάλι τους ως στρουθοκάμηλοι, λέγοντας «όλοι ίδιοι είναι», ή μας καλούν να περιμένουμε ώστε «όλοι μαζί» να αποπειραθούμε κάτι καινούργιο, όταν «ωριμάσουν» οι συνθήκες. Όμως η καταστροφή που υφίσταται ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να περιμένει το πότε θα ανανήψουν και θα ξανασταθούν στα πόδια τους οι «μετανοημένοι» φίλοι μας, αλλά απαιτεί άμεσες απαντήσεις.
Όντως, πολύ θα θέλαμε να συμπορευτούν μαζί μας και οι πράγματι απατημένοι από τα κόμματα, αλλά γνωρίζουμε πως αυτό αργεί και οι καιροί ου μενετοί. Εμείς, λοιπόν, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση, απευθυνόμαστε προνομιακά σε όσους δεν κατάπιαν αμάσητη την απάτη ΣΥΡΙΖΑ και δεν χρειάζονται μακρά… επώαση για να αντιδράσουν. Απευθυνόμαστε κατ’ εξοχήν σε ανθρώπους εκτός πολιτικού συστήματος, διότι θεωρούμε ότι όσοι εμπλέκονται στο μιντιακό και πολιτικό σύστημα, με τον έναν ή άλλο τρόπο, είναι φθαρμένοι, στην καλύτερη περίπτωση. Οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν.
Δηλαδή, για μια τουλάχιστον φορά θέλουμε να αντιστρέψουμε τις προτεραιότητες. Δεν απευθυνόμαστε στα πολιτικά στελέχη, ώστε αυτά «να οργανώσουν» τους ευαισθητοποιημένους πολίτες, αλλά, αντίστροφα, απευθυνόμαστε σε αυτούς τους πολίτες, για να υποχρεώσουν σε δεύτερο ή τρίτο χρόνο και τα μήντια και τα πιο τίμια πολιτικά στελέχη να ακολουθήσουν. Γι’ αυτό και δεν επιλέξαμε την τακτική των μακρών διαβουλεύσεων με τα ούτως ή άλλως μακρά νυχτωμένα και συριζοποιημένα πολιτικά στελέχη, για να απευθυνθούμε στη συνέχεια στις «μάζες», αλλά απευθυνθήκαμε κατ’ ευθείαν στους ενεργούς πολίτες, καλώντας τους να συνδιαμορφώσουν μαζί μας το νέο εγχείρημα.
Προϋπόθεση και εχέγγυο της ειλικρίνειας της έκκλησής μας το γεγονός ότι επί δεκαετίες είμαστε εκτός του πολιτικού συστήματος, έχοντας αρθρώσει έναν ολοκληρωμένο αντισυστημικό και αντιεθνομηδενιστικό λόγο, ενώ πρόσφατα υποβάλαμε έγκαιρα σε αυστηρή κριτική το τυχοδιωκτικό εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από το φθινόπωρο του 2014, και αρνηθήκαμε να λάβουμε μέρος σε αυτό. Γι’ αυτό λοιπόν και νιώθουμε ότι μπορούμε να στραφούμε απ’ ευθείας στους ενεργούς πολίτες της χώρας.
Ένα πολιτικό εγχείρημα που επιθυμεί να μεταβάλει άρδην το τοπίο αυτής της ήττας δεν μπορεί παρά να επιδιώξει την υπέρβαση του σκηνικού της πολιτικής καθίζησης. Αυτό το νόημα έχει μια διαδικασία συγκρότησης που απευθύνεται κατευθείαν και άμεσα στην κοινωνική βάση. Να δημιουργήσει έναν «χώρο πολιτικής» ο οποίος να απευθύνεται σε αυτούς που μέχρι τώρα παρέμειναν αποστασιοποιημένοι και αποκλεισμένοι από την πολιτική, γιατί αποστρέφονταν τον χυδαίο χαρακτήρα της, τον εκφυλισμό της σε «τέχνη της εξαπάτησης».
Επαναφέρουμε, επομένως, τη γενική πολιτική, τον συνδικαλισμό, την παρέμβαση στους δρόμους σε έναν προσανατολισμό μεγάλης πνοής: Τη θεμελιώνουμε πάνω σε ένα νέο όραμα για την Ελλάδα, συνολικό, και όχι σε μια πρόταση διαχείρισης ή σε μια δημαγωγική υπόσχεση ψευδορήξεων, που αναγκαστικά θα καταλήξουν στο αντίθετό τους: Σε βαριές, στρατηγικές ήττες, που οδηγούν τον ελληνικό λαό ακόμα πιο βαθιά μέσα στην απελπισία και την παραίτηση.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, ξεκινούμε έχοντας ως αποσκευές μας: Ένα μη δημαγωγικό, αυθεντικό όραμα εθνικής απελευθέρωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης, πολιτιστικής αναγέννησης, οικονομικής ανασυγκρότησης, οικολογίας και άμεσης δημοκρατίας, που εκσυγχρονίζει την ελληνική αντιστασιακή παράδοση· μια δουλειά βάθους… μισού αιώνα, που συνεχίζεται καθημερινά για την ανάλυση του παγκόσμιου συστήματος και της θέσης της χώρας μας μέσα σε αυτό, που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε σε ποιον κόσμο ζούμε· μια συνεπής αντικαθεστωτική τοποθέτηση πέντε δεκαετιών· επιμονή στην ομαδικότητα και τη σκληρή δουλειά· ένα «σχέδιο» για την αντίσταση στην ελληνική παρακμή, και το ρίζωμά της μέσα στο κοινωνικό σώμα· τέλος, την επίγνωση ότι η πολυπόθητη αλλαγή θα προκύψει από τον ίδιο τον ιδρώτα και τα δάκρυα του ελληνικού λαού –και, κυρίως, όλων εκείνων που βρέθηκαν έξω από ένα πολιτικό σύστημα σάπιο και εκφυλισμένο, αηδιασμένοι από τη χυδαιότητά του.
-->
Το φιάσκο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παράλληλα με το οριστικό τέλος της μεταπολίτευσης, σηματοδοτεί και την οριστική εξάντληση μιας δημαγωγικής πολιτικής που κυριάρχησε τα τελευταία πέντε ή έξι χρόνια εντός του λεγόμενου αντιμνημονιακού κινήματος. Κυριάρχησαν επιδιώξεις για την πολιτική εκμετάλλευση της αντιστασιακής διάθεσης του ελληνικού λαού, με την ανακύκλωση
βολικών αυταπατών περί εύκολης διεξόδου από την κρίση και επιστροφής στα επίπεδα ευημερίας της ύστερης μεταπολίτευσης.
Και, δυστυχώς, οι πολιτικές της δημαγωγίας δεν χαρακτήρισαν μόνον τις δύο κεντρικές κομματικές συνιστώσες του αντιμνημονιακού τόξου, αλλά όλες τις πολιτικές πρωτοβουλίες της τελευταίας πενταετίας – γι’ αυτό και η κρίση είναι βαθιά και αφορά όλους. Χαρακτηριστική είναι και σήμερα η εμμονή δυνάμεων, που μέχρι χθες συμμετείχαν στο καταστροφικό εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ, να συνεχίζουν να εμμένουν στην ίδια πολιτική, αποκρύπτοντας τις βαθύτερες ρίζες της καθολικής παρακμής που μαστίζει τη χώρα.
Η αντιμνημονιακή δημαγωγία –στην οποία ματαίως προσπαθούσαμε επί έξι χρόνια να αντισταθούμε στο εσωτερικό του αντιμνημονιακού κινήματος– αντέστρεφε την πραγματικότητα προπαγανδίζοντας ότι η κρίση είναι «τεχνητή». Αρκούσε, επομένως, η αμφισβήτηση των δανειακών συμβάσεων, για να την υπερβούμε. Το φιάσκο, όμως, και της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αποδεικνύει πως η κρίση της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας είναι πραγματική. Είχε υπονομευτεί με ένα παρασιτικό μοντέλο ευημερίας η βιωσιμότητα και η αυτοτέλεια της χώρας, σε τέτοιο βαθμό ώστε να απειλείται η επιβίωση του ελληνισμού στον 21ο αιώνα, ανάμεσα στη Σκύλλα της παγκοσμιοποίησης και τη Χάρυβδη του νεοθωμανισμού.
Πρόκειται για μία καθολική παρακμή, που απειλεί την ίδια την ιστορική ύπαρξη του ελληνισμού και την οποία τροφοδοτούσαν και συγκάλυπταν τόσο οι εκσυγχρονιστικές πομφόλυγες του σημιτισμού, όσο και ο δημαγωγικός λόγος που κυριαρχούσε στο αντιμνημονιακό κίνημα. Σήμερα δε, μετά την επιβολή του τρίτου και χειρότερου μνημονίου, ο κύκλος ολοκληρώθηκε: Το κενό εκπροσώπησης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας κατέστη απόλυτο και τα τερτίπια των εκλογικών νόμων δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτήν την βαθιά πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτισμική κρίση.
Μπροστά λοιπόν στην εξάντληση της αντιμνημονιακής δημαγωγίας, το αίτημα για μια αυθεντική αντιστασιακή πολιτική καθίσται εκ νέου επίκαιρο. Σε αυτό εντάσσεται το πολιτικό εγχείρημα που ξεκινήσαμε, για τη μεταμόρφωση του ιδεολογικού ρεύματος το οποίο εξέφραζε ο χώρος του Άρδην και τηςΡήξης, σε πολιτικό φορέα
Σε ποια νέα στοιχεία έρχεται να πατήσει αυτό το νέο πολιτικό πείραμα; Τι το διακρίνει από τα προηγούμενα, που δεν τα κατάφεραν;
Αυθεντική σύνθεση πατριωτισμού και κοινωνισμού
Η εποχή της παγκοσμιοποίησης και της Ενωμένης Ευρώπης σήμανε μια τεράστια οπισθοδρόμηση από την άποψη των συλλογικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών ανισοτήτων. Επιστρέψαμε στην εποχή του άγριου καπιταλισμού και της απροκάλυπτης αποικιοκρατίας των τελών του 19ου αιώνα – αυτή ήταν η κύρια συνεισφορά της «παγκοσμιοποίησης». Μια διαδικασία η οποία έπληξε κατ’ εξοχήν τα μικρά έθνη και τις λαϊκές τάξεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και αυτό το πνεύμα της παγκοσμιοποίησης και της ευρωκρατίας, αυτή η «ενιαία σκέψη», μονοπώλησε όλο το πολιτικό σκηνικό: Μια σύνθεση μεταξύ δεξιών, φιλελεύθερων και νεοφιλελεύθερων οικονομικών πολιτικών της ασύδοτης αγοράς, με την αριστερή κοσμοπολίτικη στρατηγική της αποδόμησης όλων των συλλογικών ταυτοτήτων – έθνος, τάξη, φύλο.
Απέναντι σε αυτόν τον παγκοσμιοποιητικό μονόδρομο, το αίτημα της αντίστασης περνάει μέσα από τη σύνθεση του πατριωτισμού με τον κοινωνισμό, του αγώνα για εθνική απελευθέρωση με εκείνον για την κοινωνική δικαιοσύνη. Πόσω μάλλον για ένα έθνος το οποίο αντιμετωπίζει ταυτόχρονα μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση, καθώς και μια υπαρξιακή κρίση ταυτότητας, που το απειλεί με ιστορική εξαφάνιση.
Και όμως, αυτό το αίτημα –παρότι πλειοψηφικό αίτημα της κοινωνίας– παρέμεινε ανεκπλήρωτο: Η αριστερά, κυριευμένη από τον εθνομηδενισμό της, το πολέμησε και ο κομφορμισμός της φιλελεύθερης δεξιάς το απέρριψε, υποταγμένη στην ενιαία σκέψη της παγκοσμιοποίησης.
Όταν, λοιπόν, η αριστερά καταρρέει υπό το βάρος των καταστροφών που προκάλεσε, και οι δυνάμεις του παλαιού δικομματικού κατεστημένου της χώρας αποσυντίθενται ιδεολογικά, αναδεικνύεται η ανάγκη για αυτήν τη σύνθεση: Για έναν δημοκρατικό πατριωτισμό του 21ου αιώνα, στηριγμένο στον εκσυγχρονισμό της δικής μας παράδοσης, ενάντια στην παγκοσμιοποίηση και την παρακμή.
Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, το αντιστασιακό ρεύμα πρέπει να ριζώσει στα πεδία του συγκεκριμένου, εκεί ακριβώς όπου αναδεικνύεται και η παρακμή της κοινωνίας μας: Όχι γενικόλογες διακηρύξεις, δραχμολογίες, σχέδια επί χάρτου και αφηρημένες ιδέες για τη «μητέρα όλων των μαχών». Η παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή θα πρέπει να συνδυάζεται με μια αδιάκοπη σύγκρουση στο πεδίο της ιδεολογίας, του πολιτισμού, της παιδείας και μάχες στα επιμέρους – στην εκπαίδευση, την τοπική αυτοδιοίκηση, την παραγωγική ανασυγκρότηση. Εκεί όπου μπορούν παρέμβουν οι ίδιοι οι πολίτες, σε μια στρατηγική «περικύκλωσης» του συστήματος, διότι το κέντρο παραγωγής πολιτικής της χώρας μας είναι ολοκληρωτικά σάπιο και εκφυλισμένο.
Και η διαδικασία της αντίστασης θα είναι μακροχρόνια, πολύμορφη και καθολικών διαστάσεων.
Οραματική πολιτική· ρήξη με το παλαιό πολιτικό προσωπικό.
Ακόμα και τη στιγμή της μεγαλύτερης κοινωνικής του απήχησης, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να ξεπεράσει τα 30.000 τυπικά μέλη – στην πραγματικότητα 2.000 ή 3.000 ενεργά στελέχη. Αρκεί να συγκρίνουμε αυτά τα μεγέθη με τα αντίστοιχα της πρώιμης μεταπολίτευσης, όταν το ΠΑΣΟΚ αριθμούσε εκατοντάδες χιλιάδες μέλη. Αντίστοιχα, στο επίπεδο της κυκλοφορίας των εφημερίδων, από τις 200.000 των Νέων και της Ελευθεροτυπίας, περάσαμε στις 20.000 των Νέων.
Εξαιτίας αυτής της αποξένωσης της πλατιάς κοινωνικής πλειοψηφίας από την πολιτική, το πολιτικό και μιντιακό προσωπικό της χώρας έχει εξελιχθεί σε ένα είδος κλειστού κλαμπ συγκλητικών, επαγγελματιών της πολιτικής, που μονοπωλούν τα δημόσια πράγματα επί… σαράντα χρόνια! Χαρακτηριστικό ήταν το πολιτικό προσωπικό που κλήθηκε να υλοποιήσει την «πολιτική της ελπίδας»: Ανακυκλωμένες φιγούρες του πιο βαθέως πασοκισμού, σύμβολα της αριστερής γραφειοκρατίας και των μηχανισμών, επαγγελματίες καφενόβιοι διανοούμενοι της εθνοαποδόμησης.
Εξ αιτίας, λοιπόν, αυτής της βαθύτατης κρίσης της πολιτικής, ορισμένοι, κάποτε και με καλές προθέσεις, υποστηρίζουν ότι επιλέγουμε τη χειρότερη δυνατή συγκυρία για την εκδήλωση της πρωτοβουλίας μας, διότι ο κόσμος είναι “καμένος” από τον ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκεται σε αναμονή, και γι’ αυτό θα πρέπει να περιμένουμε την… ολοκλήρωση της καταστροφής για να παρέμβουμε. Όμως αυτό αφορά –εν πολλοίς και κυρίως– εκείνους που στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και νιώθουν σήμερα, ειλικρινώς ή όχι, απατημένοι. Αυτοί, στην πλειοψηφία τους, ή κρύβουν το κεφάλι τους ως στρουθοκάμηλοι, λέγοντας «όλοι ίδιοι είναι», ή μας καλούν να περιμένουμε ώστε «όλοι μαζί» να αποπειραθούμε κάτι καινούργιο, όταν «ωριμάσουν» οι συνθήκες. Όμως η καταστροφή που υφίσταται ο ελληνικός λαός δεν μπορεί να περιμένει το πότε θα ανανήψουν και θα ξανασταθούν στα πόδια τους οι «μετανοημένοι» φίλοι μας, αλλά απαιτεί άμεσες απαντήσεις.
Όντως, πολύ θα θέλαμε να συμπορευτούν μαζί μας και οι πράγματι απατημένοι από τα κόμματα, αλλά γνωρίζουμε πως αυτό αργεί και οι καιροί ου μενετοί. Εμείς, λοιπόν, τουλάχιστον σε αυτήν τη φάση, απευθυνόμαστε προνομιακά σε όσους δεν κατάπιαν αμάσητη την απάτη ΣΥΡΙΖΑ και δεν χρειάζονται μακρά… επώαση για να αντιδράσουν. Απευθυνόμαστε κατ’ εξοχήν σε ανθρώπους εκτός πολιτικού συστήματος, διότι θεωρούμε ότι όσοι εμπλέκονται στο μιντιακό και πολιτικό σύστημα, με τον έναν ή άλλο τρόπο, είναι φθαρμένοι, στην καλύτερη περίπτωση. Οι υπόλοιποι θα ακολουθήσουν.
Δηλαδή, για μια τουλάχιστον φορά θέλουμε να αντιστρέψουμε τις προτεραιότητες. Δεν απευθυνόμαστε στα πολιτικά στελέχη, ώστε αυτά «να οργανώσουν» τους ευαισθητοποιημένους πολίτες, αλλά, αντίστροφα, απευθυνόμαστε σε αυτούς τους πολίτες, για να υποχρεώσουν σε δεύτερο ή τρίτο χρόνο και τα μήντια και τα πιο τίμια πολιτικά στελέχη να ακολουθήσουν. Γι’ αυτό και δεν επιλέξαμε την τακτική των μακρών διαβουλεύσεων με τα ούτως ή άλλως μακρά νυχτωμένα και συριζοποιημένα πολιτικά στελέχη, για να απευθυνθούμε στη συνέχεια στις «μάζες», αλλά απευθυνθήκαμε κατ’ ευθείαν στους ενεργούς πολίτες, καλώντας τους να συνδιαμορφώσουν μαζί μας το νέο εγχείρημα.
Προϋπόθεση και εχέγγυο της ειλικρίνειας της έκκλησής μας το γεγονός ότι επί δεκαετίες είμαστε εκτός του πολιτικού συστήματος, έχοντας αρθρώσει έναν ολοκληρωμένο αντισυστημικό και αντιεθνομηδενιστικό λόγο, ενώ πρόσφατα υποβάλαμε έγκαιρα σε αυστηρή κριτική το τυχοδιωκτικό εγχείρημα ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ από το φθινόπωρο του 2014, και αρνηθήκαμε να λάβουμε μέρος σε αυτό. Γι’ αυτό λοιπόν και νιώθουμε ότι μπορούμε να στραφούμε απ’ ευθείας στους ενεργούς πολίτες της χώρας.
Ένα πολιτικό εγχείρημα που επιθυμεί να μεταβάλει άρδην το τοπίο αυτής της ήττας δεν μπορεί παρά να επιδιώξει την υπέρβαση του σκηνικού της πολιτικής καθίζησης. Αυτό το νόημα έχει μια διαδικασία συγκρότησης που απευθύνεται κατευθείαν και άμεσα στην κοινωνική βάση. Να δημιουργήσει έναν «χώρο πολιτικής» ο οποίος να απευθύνεται σε αυτούς που μέχρι τώρα παρέμειναν αποστασιοποιημένοι και αποκλεισμένοι από την πολιτική, γιατί αποστρέφονταν τον χυδαίο χαρακτήρα της, τον εκφυλισμό της σε «τέχνη της εξαπάτησης».
Επαναφέρουμε, επομένως, τη γενική πολιτική, τον συνδικαλισμό, την παρέμβαση στους δρόμους σε έναν προσανατολισμό μεγάλης πνοής: Τη θεμελιώνουμε πάνω σε ένα νέο όραμα για την Ελλάδα, συνολικό, και όχι σε μια πρόταση διαχείρισης ή σε μια δημαγωγική υπόσχεση ψευδορήξεων, που αναγκαστικά θα καταλήξουν στο αντίθετό τους: Σε βαριές, στρατηγικές ήττες, που οδηγούν τον ελληνικό λαό ακόμα πιο βαθιά μέσα στην απελπισία και την παραίτηση.
Συνοψίζοντας, λοιπόν, ξεκινούμε έχοντας ως αποσκευές μας: Ένα μη δημαγωγικό, αυθεντικό όραμα εθνικής απελευθέρωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης, πολιτιστικής αναγέννησης, οικονομικής ανασυγκρότησης, οικολογίας και άμεσης δημοκρατίας, που εκσυγχρονίζει την ελληνική αντιστασιακή παράδοση· μια δουλειά βάθους… μισού αιώνα, που συνεχίζεται καθημερινά για την ανάλυση του παγκόσμιου συστήματος και της θέσης της χώρας μας μέσα σε αυτό, που μας επιτρέπει να γνωρίζουμε σε ποιον κόσμο ζούμε· μια συνεπής αντικαθεστωτική τοποθέτηση πέντε δεκαετιών· επιμονή στην ομαδικότητα και τη σκληρή δουλειά· ένα «σχέδιο» για την αντίσταση στην ελληνική παρακμή, και το ρίζωμά της μέσα στο κοινωνικό σώμα· τέλος, την επίγνωση ότι η πολυπόθητη αλλαγή θα προκύψει από τον ίδιο τον ιδρώτα και τα δάκρυα του ελληνικού λαού –και, κυρίως, όλων εκείνων που βρέθηκαν έξω από ένα πολιτικό σύστημα σάπιο και εκφυλισμένο, αηδιασμένοι από τη χυδαιότητά του.
Ξεκινάμε… άρδην, ελεύθεροι-πολιορκημένοι, στο «μη παρέκει» της κρίσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου