Οι καυγάδες στο σπίτι της πολύτεκνης οικογένειας Δουλφή στην οδό Αρδηττού, στο Μετς, ήταν συχνοί. Ο λόγος πάντα ο ίδιος. Ο Δημήτρης Δουλφής γκρίνιαζε συνεχώς για την «αβάσταχτη φτώχεια τους» και έλεγε στη γυναίκα του πως θα βρει τρόπο για να δώσει τέλος στην ταλαιπωρία....
Εκείνη του απαντούσε πως ήταν υπερβολικός και έβαζε τέλος στη συζήτηση.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Όταν ο Δημήτρης Δουλφής είπε στη γυναίκα του πως θα
σκότωνε τα παιδιά τους για να τα λυτρώσει από τη φτώχεια εκείνη δεν τον πίστεψε. Όπως δεν τον πίστεψε και η γειτονιά, οι φίλοι και οι συγγενείς στους οποίους εκμυστηρευόταν κατά καιρούς τις προθέσεις του. Ο 48χρονος, άλλωστε, ήταν ένας καλός οικογενειάρχης που λάτρευε τα έξι του παιδιά και έδινε αγώνα επιβίωσης δουλεύοντας ως κουρέας.
Κανείς δεν τον είχε ικανό να κάνει έγκλημα πόσο μάλλον να σκοτώσει τα ίδια του τα παιδιά. Και αυτό δεν άλλαξε ούτε όταν ο Δουλφής έδειξε στη γυναίκα του το περίστροφο τύπου Μπράουνινγκ που είχε αγοράσει. Το περίστροφο, για δυο ολόκληρα χρόνια, παρέμενε ξεχασμένο σε ένα συρτάρι του σπιτιού τους. Το μεσημέρι της Τρίτης 2 Δεκεμβρίου 1930, όμως, τα πράγματα άλλαξαν...
Η γυναίκα του Δημήτρη Δουλφή είχε μόλις φύγει από το σπίτι για να επισκεφτεί τον μεγαλύτερο γιο της οικογένειας που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Σωτηρία, με φυματίωση. Τα τρία μικρότερα παιδιά, η 7χρονη Θεώνη, ο 4χρονος Γκίκας και ο αβάπτιστος γιος της οικογένειας -μόλις 11 μηνών- έπαιζαν στο σπίτι. Ο 48χρονος άνδρας, άνοιξε το συρτάρι πήρε το όπλο και αφού το έκρυψε στο σακάκι του, είπε στα παιδιά να ετοιμαστούν για να πάνε μια βόλτα στο βουνό. Λίγα λεπτά αργότερα, ο πατέρας και τα τρία παιδιά κατηφόρισαν στη –σημερινή- λεωφόρο Βασ. Κωνσταντίνου και στο ύψος του Παγκρατίου κι άρχισαν να ανεβαίνουν στο Υμηττό. Μετά από ώρες πεζοπορίας η παρέα έφτασε κατάκοπη στην Νέα Ελβετία, κοντά στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής.
Εκεί τα αδέλφια ξάπλωσαν και αποκοιμήθηκαν και ο Δημήτρης Δουλφής έμεινε στο πλάι τους να τα παρατηρεί. Η ώρα ήταν 8 το βράδυ όταν αποφάσισε να κάνει πράξη την «νοσηρήν» ιδέα που βασανιστικά του είχε καρφωθεί στο μυαλό του, εδώ και καιρό. Έβγαλε από την τσέπη του το περίστροφο και πυροβόλησε πρώτα, σχεδόν εξ επαφής, τον μόλις 11 μηνών γιο του. Τα δυο μεγαλύτερα παιδιά ξύπνησαν από τον πυροβολισμό αλλά δεν κατάφεραν να ξεφύγουν. Η δεύτερη σφαίρα βρήκε τον 4χρονο Γκίκα και η τρίτη την 7χρονη Θεώνη. Ο Δουλφής πλησίασε τα παιδιά και όταν είδε πως ανέπνεαν τα στραγγάλισε βάζοντας με αυτό τον τρόπο τέλος στη ζωή της.
Ο άνδρας άφησε τα πτώματα των παιδιών στο δάσος και άρχισε να περιπλανιέται σε ολόκληρη την Αθήνα. Την ίδια ώρα, η γυναίκα του γυρίζοντας στο σπίτι από το νοσοκομείο, βρήκε το σπίτι άδειο ενώ είδε πως έλειπε και το περίστροφο από το συρτάρι. Τότε, σε κατάσταση σοκ, πήγαινε στην αστυνομία για να καταγγείλει την εξαφάνιση του συζύγου και των παιδιών της. Μάλιστα, η γυναίκα αποκάλυψε στους αστυνομικούς πως φοβάται ότι ο άνδρας της έκανε πράξη τις σκέψεις του καθώς πολλές φορές της είχε πει πως θα σκότωνε τα παιδιά για να τα γλιτώσει από τη φτώχεια.
Η επιστολή
Ο Δημήτρης Δουλφής εκείνη την ώρα είχε ήδη φτάσει στην Καστέλα. Πρόθεση του ήταν, όπως θα πει αργότερα, να πέσει στη θάλασσα και να αυτοκτονήσει αλλά δεν βρήκε το κουράγιο. Ένα 24ωρο μετά το τριπλό έγκλημα κάθισε σε ένα καφενείο, στο κέντρο της Αθήνας και έγραψε ένα γράμμα με αποδέκτη τον τότε διευθυντή της αστυνομίας Ιωάννη Νάσκο. Στο γράμμα του ο Δουλφής εξηγούσε τους λόγους που τον οδήγησαν στις δολοφονίες λέγοντας (έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη του Δουλφή): «Αιτία της τραγωδίας μου είνε η άτιμη φθύσης, η φοβερί μου φτόχια και η ελαφρά παραφροσήνη μου. Τα τρία πτόματα των τέκνων μου ευρίσκονται εις τον παρά τον συνικησμόν νέας Ελβετίας ναόν της Ζωοδόχου Πυγής εις το έμπροσθεν μέρος του ναού, ευρίσκοντε κατοικίσιμα σπύτια μεταξή σπυτιών και ναού ολίγον προς τα άνο και παραπλεύρος εις ένα μονοπάτη. Εάν είχα το ψυχηκόν θάρος να συναντήσο τα θήματα μου θα εγηνόμουν εγό οδηγός των αστυνομικών οργάνων προς ανεύρεσιν αυτών. Η πρόθεσι μου, κύριε διευθηντά, είτο μετά τον φόνον των τέκνων μου να αυτοκτονήσο. Αλά δυσττηχώς το μικρό μου μπιστόλι παρετήρισα, ότι δεν επυφέροι αμέσως τον θάνατον, διότι τα δυο εκ των θυμάτων μου δια να επέλθη ο θάνατος αυτών, ηνηγάσθην να πυέσο το στήθος τους και τον λεμόν των δι’ αυτό βρίσκομε διστηχώς εν τη ζοί.
Επιτέψατε μου κύριε διευθηντά να συνχαρό εσάς τον κύριον Κουτσουμάρην και τον κύριον Θεοφανίδην δια τας φροντίδας σας επί της υποθέσεως αυτής.
Με εξαιρετηκήν εκτήμησην.
Δ. Δουλφής».
Οι έρευνες και η σύλληψη
Την ώρα που η επιστολή Δουλφή έφτασε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας ο ίδιος ενημερώθηκε πως ένας δασοφύλακας βρήκε τα πτώματα τριών παιδιών. Ήταν το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου 1930 όταν οι αρχές έδωσαν στις εφημερίδες την περιγραφή του παιδοκτόνου που αναζητούσαν. Ήταν ένας γκριζομάλλης άνδρας, μετρίου αναστήματος, μάλλον παχουλός, με μουστάκι, φορούσε παλιά ρούχα, σκαρπίνια, μαύρη ρεπούμπλικα και μαύρη γραβάτα.
Ο Δουλφής συνέχισε την περιπλάνηση του σε Αθήνα και Πειραιά και το απόγευμα της επόμενης ημέρας δυο γνωστοί του τον αναγνώρισαν όταν τον είδαν να περπατά στην οδό Βύσσης, στο κέντρο της Αθήνας και ειδοποίησαν την αστυνομία. Ο Δουλφής συνελήφθη και ομολόγησε την αποτρόπαια πράξη του ισχυριζόμενος πως ο λόγος που δολοφόνησε τα παιδιά του ήταν ότι ήθελε «να τα απαλλάξει από τα βάσανα της φτώχειας».
Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευσαν εκτενή ρεπορτάζ για τις δολοφονίες αλλά και την κατάσταση της οικογένειας η οποία, σύμφωνα με τους μεγαλύτερους γιους, δεν ήταν τόσο τραγική όσο φαινόταν στον πατέρα τους. Ο 48χρονος είχε απολυθεί από το κουρείο στο Κολωνάκι, όπου εργαζόταν και έβγαζε 750 δρχ. το μήνα και ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας έχασε τη δουλειά του, ως εμποροϋπάλληλος, όταν αρρώστησε με φυματίωση με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν να δανειστούν από συγγενείς, γείτονες και φιλόπτωχα ταμεία.
Ωστόσο, ο δευτερότοκος γιος είχε πιάσει δουλειά με μισθό 700 δρχ. το μήνα, η μητέρα έπλενε ρούχα σε πλουσιόσπιτα, η 12χρονη Καλλιόπη έψαχνε για δουλειά και οι συγγενείς εξακολουθούσαν να βοηθούν την οικογένεια. Ενώπιον της δικαιοσύνης, όπου ο Δουλφής οδηγήθηκε, είπε πως λόγοι «οικονομικοί και ασθένειας» τον οδήγησαν να σκοτώσει τα παιδιά του και επέμεινε πως δεν δέχεται ότι διέπραξε έγκλημα θεωρώντας καλό αυτό που έκανε, «μια πράξη που κάθε πατέρας που αγαπά τα παιδιά του και τα βλέπει να πεινάνε οφείλει να κάνει».
«Έκανα το καθήκον μου», είπε λίγο πριν κριθεί προφυλακιστέος. Οι συζητήσεις για το αν ο Δουλφής είχε σώας τας φρένας φούντωσαν. Ο πρώτος γιατρός που τον εξέτασε παρατήρησε ότι «τα αντανακλαστικά του λειτουργούν κανονικά, η κρίση, το μνημονικό και η αντίληψη λειτουργούν και αυτά κανονικά αλλά πάσχει από την ύπαρξη νοσηρών ιδεών και κυρίως μίας, ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα στη ζωή. Η υπερβολή αυτών των νοσηρών ιδεών φτάνει στη σχιζοφρένεια. Ο Δουλφής δεν έχει μετανιώσει για την πράξη του αφού θεωρεί ότι ήταν η μόνη λύση μπροστά στη φτώχεια τους και γίνεται ευερέθιστος αν κανείς του αντιλέξει πάνω σε αυτή την αντίληψη. Σε άλλα θέματα είναι απολύτως λογικός και ψύχραιμος…». Ο γιατρός ανέφερε χαρακτηριστικά πως: «ο εξεταζόμενος δέον να υπαχθή εις την πράξιν των λογικευόμενων παραφρόνων των οποίων η εξέτασις είναι δύσκολος, λόγω ακριβώς τους είδους της παραφροσύνης τους».
Στις 17 Οκτωβρίου του 1931 ο Δημήτρης Δουλφής κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου του Πειραιά κατηγορούμενος για τις δολοφονίες των παιδιών του. Η εφημερίδα «Ακρόπολις», στο πρωτοσέλιδο της, έκανε λόγο για «το δράμα που δεν το είχε συλλάβει, έως τώρα, η ανθρώπινη φαντασία» χαρακτήριζε τον Δουλφή «τραγικό πατέρα» που σκότωσε τα «τρία δυστυχισμένα παιδιά του» και ανέφερε πως είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να καταδικαστεί σε θάνατο.
-->
Εκείνη του απαντούσε πως ήταν υπερβολικός και έβαζε τέλος στη συζήτηση.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Όταν ο Δημήτρης Δουλφής είπε στη γυναίκα του πως θα
σκότωνε τα παιδιά τους για να τα λυτρώσει από τη φτώχεια εκείνη δεν τον πίστεψε. Όπως δεν τον πίστεψε και η γειτονιά, οι φίλοι και οι συγγενείς στους οποίους εκμυστηρευόταν κατά καιρούς τις προθέσεις του. Ο 48χρονος, άλλωστε, ήταν ένας καλός οικογενειάρχης που λάτρευε τα έξι του παιδιά και έδινε αγώνα επιβίωσης δουλεύοντας ως κουρέας.
Κανείς δεν τον είχε ικανό να κάνει έγκλημα πόσο μάλλον να σκοτώσει τα ίδια του τα παιδιά. Και αυτό δεν άλλαξε ούτε όταν ο Δουλφής έδειξε στη γυναίκα του το περίστροφο τύπου Μπράουνινγκ που είχε αγοράσει. Το περίστροφο, για δυο ολόκληρα χρόνια, παρέμενε ξεχασμένο σε ένα συρτάρι του σπιτιού τους. Το μεσημέρι της Τρίτης 2 Δεκεμβρίου 1930, όμως, τα πράγματα άλλαξαν...
Η γυναίκα του Δημήτρη Δουλφή είχε μόλις φύγει από το σπίτι για να επισκεφτεί τον μεγαλύτερο γιο της οικογένειας που νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Σωτηρία, με φυματίωση. Τα τρία μικρότερα παιδιά, η 7χρονη Θεώνη, ο 4χρονος Γκίκας και ο αβάπτιστος γιος της οικογένειας -μόλις 11 μηνών- έπαιζαν στο σπίτι. Ο 48χρονος άνδρας, άνοιξε το συρτάρι πήρε το όπλο και αφού το έκρυψε στο σακάκι του, είπε στα παιδιά να ετοιμαστούν για να πάνε μια βόλτα στο βουνό. Λίγα λεπτά αργότερα, ο πατέρας και τα τρία παιδιά κατηφόρισαν στη –σημερινή- λεωφόρο Βασ. Κωνσταντίνου και στο ύψος του Παγκρατίου κι άρχισαν να ανεβαίνουν στο Υμηττό. Μετά από ώρες πεζοπορίας η παρέα έφτασε κατάκοπη στην Νέα Ελβετία, κοντά στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής.
Εκεί τα αδέλφια ξάπλωσαν και αποκοιμήθηκαν και ο Δημήτρης Δουλφής έμεινε στο πλάι τους να τα παρατηρεί. Η ώρα ήταν 8 το βράδυ όταν αποφάσισε να κάνει πράξη την «νοσηρήν» ιδέα που βασανιστικά του είχε καρφωθεί στο μυαλό του, εδώ και καιρό. Έβγαλε από την τσέπη του το περίστροφο και πυροβόλησε πρώτα, σχεδόν εξ επαφής, τον μόλις 11 μηνών γιο του. Τα δυο μεγαλύτερα παιδιά ξύπνησαν από τον πυροβολισμό αλλά δεν κατάφεραν να ξεφύγουν. Η δεύτερη σφαίρα βρήκε τον 4χρονο Γκίκα και η τρίτη την 7χρονη Θεώνη. Ο Δουλφής πλησίασε τα παιδιά και όταν είδε πως ανέπνεαν τα στραγγάλισε βάζοντας με αυτό τον τρόπο τέλος στη ζωή της.
Ο άνδρας άφησε τα πτώματα των παιδιών στο δάσος και άρχισε να περιπλανιέται σε ολόκληρη την Αθήνα. Την ίδια ώρα, η γυναίκα του γυρίζοντας στο σπίτι από το νοσοκομείο, βρήκε το σπίτι άδειο ενώ είδε πως έλειπε και το περίστροφο από το συρτάρι. Τότε, σε κατάσταση σοκ, πήγαινε στην αστυνομία για να καταγγείλει την εξαφάνιση του συζύγου και των παιδιών της. Μάλιστα, η γυναίκα αποκάλυψε στους αστυνομικούς πως φοβάται ότι ο άνδρας της έκανε πράξη τις σκέψεις του καθώς πολλές φορές της είχε πει πως θα σκότωνε τα παιδιά για να τα γλιτώσει από τη φτώχεια.
Η επιστολή
Ο Δημήτρης Δουλφής εκείνη την ώρα είχε ήδη φτάσει στην Καστέλα. Πρόθεση του ήταν, όπως θα πει αργότερα, να πέσει στη θάλασσα και να αυτοκτονήσει αλλά δεν βρήκε το κουράγιο. Ένα 24ωρο μετά το τριπλό έγκλημα κάθισε σε ένα καφενείο, στο κέντρο της Αθήνας και έγραψε ένα γράμμα με αποδέκτη τον τότε διευθυντή της αστυνομίας Ιωάννη Νάσκο. Στο γράμμα του ο Δουλφής εξηγούσε τους λόγους που τον οδήγησαν στις δολοφονίες λέγοντας (έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη του Δουλφή): «Αιτία της τραγωδίας μου είνε η άτιμη φθύσης, η φοβερί μου φτόχια και η ελαφρά παραφροσήνη μου. Τα τρία πτόματα των τέκνων μου ευρίσκονται εις τον παρά τον συνικησμόν νέας Ελβετίας ναόν της Ζωοδόχου Πυγής εις το έμπροσθεν μέρος του ναού, ευρίσκοντε κατοικίσιμα σπύτια μεταξή σπυτιών και ναού ολίγον προς τα άνο και παραπλεύρος εις ένα μονοπάτη. Εάν είχα το ψυχηκόν θάρος να συναντήσο τα θήματα μου θα εγηνόμουν εγό οδηγός των αστυνομικών οργάνων προς ανεύρεσιν αυτών. Η πρόθεσι μου, κύριε διευθηντά, είτο μετά τον φόνον των τέκνων μου να αυτοκτονήσο. Αλά δυσττηχώς το μικρό μου μπιστόλι παρετήρισα, ότι δεν επυφέροι αμέσως τον θάνατον, διότι τα δυο εκ των θυμάτων μου δια να επέλθη ο θάνατος αυτών, ηνηγάσθην να πυέσο το στήθος τους και τον λεμόν των δι’ αυτό βρίσκομε διστηχώς εν τη ζοί.
Επιτέψατε μου κύριε διευθηντά να συνχαρό εσάς τον κύριον Κουτσουμάρην και τον κύριον Θεοφανίδην δια τας φροντίδας σας επί της υποθέσεως αυτής.
Με εξαιρετηκήν εκτήμησην.
Δ. Δουλφής».
Οι έρευνες και η σύλληψη
Την ώρα που η επιστολή Δουλφή έφτασε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας ο ίδιος ενημερώθηκε πως ένας δασοφύλακας βρήκε τα πτώματα τριών παιδιών. Ήταν το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου 1930 όταν οι αρχές έδωσαν στις εφημερίδες την περιγραφή του παιδοκτόνου που αναζητούσαν. Ήταν ένας γκριζομάλλης άνδρας, μετρίου αναστήματος, μάλλον παχουλός, με μουστάκι, φορούσε παλιά ρούχα, σκαρπίνια, μαύρη ρεπούμπλικα και μαύρη γραβάτα.
Ο Δουλφής συνέχισε την περιπλάνηση του σε Αθήνα και Πειραιά και το απόγευμα της επόμενης ημέρας δυο γνωστοί του τον αναγνώρισαν όταν τον είδαν να περπατά στην οδό Βύσσης, στο κέντρο της Αθήνας και ειδοποίησαν την αστυνομία. Ο Δουλφής συνελήφθη και ομολόγησε την αποτρόπαια πράξη του ισχυριζόμενος πως ο λόγος που δολοφόνησε τα παιδιά του ήταν ότι ήθελε «να τα απαλλάξει από τα βάσανα της φτώχειας».
Οι εφημερίδες της εποχής δημοσίευσαν εκτενή ρεπορτάζ για τις δολοφονίες αλλά και την κατάσταση της οικογένειας η οποία, σύμφωνα με τους μεγαλύτερους γιους, δεν ήταν τόσο τραγική όσο φαινόταν στον πατέρα τους. Ο 48χρονος είχε απολυθεί από το κουρείο στο Κολωνάκι, όπου εργαζόταν και έβγαζε 750 δρχ. το μήνα και ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας έχασε τη δουλειά του, ως εμποροϋπάλληλος, όταν αρρώστησε με φυματίωση με αποτέλεσμα να υποχρεωθούν να δανειστούν από συγγενείς, γείτονες και φιλόπτωχα ταμεία.
Ωστόσο, ο δευτερότοκος γιος είχε πιάσει δουλειά με μισθό 700 δρχ. το μήνα, η μητέρα έπλενε ρούχα σε πλουσιόσπιτα, η 12χρονη Καλλιόπη έψαχνε για δουλειά και οι συγγενείς εξακολουθούσαν να βοηθούν την οικογένεια. Ενώπιον της δικαιοσύνης, όπου ο Δουλφής οδηγήθηκε, είπε πως λόγοι «οικονομικοί και ασθένειας» τον οδήγησαν να σκοτώσει τα παιδιά του και επέμεινε πως δεν δέχεται ότι διέπραξε έγκλημα θεωρώντας καλό αυτό που έκανε, «μια πράξη που κάθε πατέρας που αγαπά τα παιδιά του και τα βλέπει να πεινάνε οφείλει να κάνει».
«Έκανα το καθήκον μου», είπε λίγο πριν κριθεί προφυλακιστέος. Οι συζητήσεις για το αν ο Δουλφής είχε σώας τας φρένας φούντωσαν. Ο πρώτος γιατρός που τον εξέτασε παρατήρησε ότι «τα αντανακλαστικά του λειτουργούν κανονικά, η κρίση, το μνημονικό και η αντίληψη λειτουργούν και αυτά κανονικά αλλά πάσχει από την ύπαρξη νοσηρών ιδεών και κυρίως μίας, ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα στη ζωή. Η υπερβολή αυτών των νοσηρών ιδεών φτάνει στη σχιζοφρένεια. Ο Δουλφής δεν έχει μετανιώσει για την πράξη του αφού θεωρεί ότι ήταν η μόνη λύση μπροστά στη φτώχεια τους και γίνεται ευερέθιστος αν κανείς του αντιλέξει πάνω σε αυτή την αντίληψη. Σε άλλα θέματα είναι απολύτως λογικός και ψύχραιμος…». Ο γιατρός ανέφερε χαρακτηριστικά πως: «ο εξεταζόμενος δέον να υπαχθή εις την πράξιν των λογικευόμενων παραφρόνων των οποίων η εξέτασις είναι δύσκολος, λόγω ακριβώς τους είδους της παραφροσύνης τους».
Στις 17 Οκτωβρίου του 1931 ο Δημήτρης Δουλφής κάθισε στο εδώλιο του Κακουργιοδικείου του Πειραιά κατηγορούμενος για τις δολοφονίες των παιδιών του. Η εφημερίδα «Ακρόπολις», στο πρωτοσέλιδο της, έκανε λόγο για «το δράμα που δεν το είχε συλλάβει, έως τώρα, η ανθρώπινη φαντασία» χαρακτήριζε τον Δουλφή «τραγικό πατέρα» που σκότωσε τα «τρία δυστυχισμένα παιδιά του» και ανέφερε πως είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να καταδικαστεί σε θάνατο.
Τελικά, το δικαστήριο μετά από μια σύντομη διαδικασία και την εξέταση μόλις πέντε μαρτύρων, μεταξύ των οποίων ενός ψυχιάτρου, υιοθέτησε την άποψη των συνηγόρων υπεράσπισης αλλά και του εισαγγελέα της έδρας ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε τα εγκλήματα του «υπό το κράτος παραφροσύνης». Μετά από διάσκεψη μιας ώρας δικαστές και ένορκοι έκριναν ένοχο τον Δουλφή «για ανθρωποκτονία υπό μέτρια σύγχυση» και του επέβαλαν ποινή κάθειρξης 10 ετών και ενός μηνός για την παράνομη οπλοφορία.
Από το kafeneio-gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου