Ήταν παραμονή της Παναγίας τον Αύγουστο του 1957 όταν η είδηση πως ο 45χρονος Δημήτρης Πεπές βρέθηκε νεκρός, μέσα σε μια λίμνη αίματος στο υπνοδωμάτιο του σπιτιού του, συγκλόνισε τη μικρή γειτονιά στον Κολωνό.
Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου
Ο άνδρας, σιδηροδρομικός υπάλληλος, επρόκειτο εκείνο το μεσημέρι να φύγει για διακοπές για το χωριό του, λίγα χιλιόμετρα έξω από τον Καϊάφα, όπου παραθέριζε, εδώ και
ένα μήνα, η γυναίκα και η 10χρονη κόρη του. Ο Πεπές, όμως, δεν πήγε ποτέ στο σταθμό όπου είχε ραντεβού με έναν συγχωριανό του για να του δώσει ένα καλάθι με δώρα για τους συγγενείς του στο χωριό.
ένα μήνα, η γυναίκα και η 10χρονη κόρη του. Ο Πεπές, όμως, δεν πήγε ποτέ στο σταθμό όπου είχε ραντεβού με έναν συγχωριανό του για να του δώσει ένα καλάθι με δώρα για τους συγγενείς του στο χωριό.
Ο φίλος του Δημήτρη Πεπέ ανησύχησε και άρχισε να τον ψάχνει. Την ίδια περίπου ώρα άρχισαν να ψάχνουν τον 45χρονο και οι συνάδελφοι του αφού δεν είχε πάει στο γραφείο για να πληρωθεί το δεκαπενθήμερο του, όπως τους είχε ενημερώσει ότι θα έκανε, πριν φύγει για διακοπές. Ο φίλος του Δημήτρη Πεπέ και ένας κλητήρας από τη δουλειά του έφτασαν σχεδόν ταυτόχρονα στο σπίτι του Κολωνού. Χτύπησαν την πόρτα του σπιτιού αλλά δεν τους απάντησε κανείς και στη συνέχεια απευθύνθηκαν στον γείτονα και ενοικιαστή του Πεπέ ο οποίος τους οδήγησε στην μπαλκονόπορτα της κρεβατοκάμαρας που έβλεπε στην αυλή.
Ο μικρός γιος του ενοικιαστή άνοιξε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας με τις γρίλιες. Τότε είδε το πτώμα του άνδρα και έβαλε τις φωνές. Ο Πεπές ήταν πεσμένος νεκρός πάνω στο κρεβάτι και φορούσε μόνο τα εσώρουχά του. Οι πιτζάμες, το παντελόνι και το πουκάμισο του ήταν άθικτα πάνω σε μια καρέκλα. Ο φούρναρης της γειτονιάς ειδοποίησε την αστυνομία η οποία λίγη ώρα αργότερα έφτασε στο σπίτι της οδού Μοναστηρακίου 87, στον Κολωνό. Μαζί με τους αστυνομικούς ήταν ένας φωτογράφος, για να απαθανατίσει τον τόπο του εγκλήματος, αλλά και ειδικός για να συγκεντρώσει τα δακτυλικά αποτυπώματα.
«Αυτή δεν είναι δολοφονία είναι σφαγή»
«Αυτή δεν είναι δολοφονία είναι σφαγή» ήταν το πρώτο σχόλιο του προϊσταμένου της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Καψάσκη την ώρα που αντίκρισε τον άτυχο άνδρα νεκρό. Ο Δημήτρης Πεπές είχε στην κυριολεξία κατακρεουργηθεί αφού είχε δεχτεί 18 μαχαιριές σε όλο του το σώμα. Και παρά τα χτυπήματα ο 45χρονος δεν φώναξε, δεν κάλεσε σε βοήθεια καθώς τόσο η οικογένεια των ενοικιαστών του, που έμενε στο διπλανό δωμάτιο, όσο και τα πέντε άτομα που κοιμόντουσαν στη αυλή, λίγα μέτρα πιο μακριά, δεν άκουσαν τίποτα. Καμία φασαρία δεν άκουσαν ούτε και οι ένοικοι της διπλανής πολυκατοικίας στην οποία έμεναν τουλάχιστον 10 οικογένειες.
Από τις πρώτες έρευνες της αστυνομίας αποκλείστηκε το ενδεχόμενο της ληστείας καθώς το σπίτι δεν ήταν αναστατωμένο και ο δράστης δεν είχε πάρει ούτε τις πέντε χρυσές λίρες που ήταν φυλαγμένες μέσα στην ντουλάπα. Παράλληλα, διαπιστώθηκε πως η πόρτα του διαμερίσματος δεν είχε παραβιαστεί γεγονός που ενίσχυσε το σενάριο πως δράστης και θύμα γνωρίζονταν. Στο σπίτι βρέθηκε μόνο ένα κλειδί, αυτό της συζύγου του θύματος, Αγγελικής, που ήταν κρυμμένο μέσα στην ντουλάπα, ενώ έλειπε το κλειδί του θύματος.
Από τα ίχνη που ακολούθησαν οι αρχές προέκυψε ότι ο δολοφόνος, μετά το έγκλημα, ακούμπησε το ψυγείο του πάγου, έπλυνε τα χέρια του από τα αίματα και στη συνέχεια βγήκε από την κεντρική είσοδο του σπιτιού κλείδωσε την πόρτα και πήρε μαζί του το κλειδί. Το όπλο του εγκλήματος δεν βρέθηκε στο σπίτι. Στρατιώτες έψαξαν τους υπονόμους της περιοχής αλλά δεν κατάφεραν να εντοπίσουν το μαχαίρι. Η γυναίκα του Πεπέ, επέστρεψε, σοκαρισμένη, από το χωριό για να διαπιστώσει πως το μόνο που έλειπε από το σπίτι ήταν το ρολόι του συζύγου της.
Η είδηση της δολοφονίας έγινε πρωτοσέλιδο. «Το έγκλημα φαίνεται, από τα μέχρι της στιγμής δεδομένα, ότι είναι έργον σαδιστού και παρουσιάζει πολλάς αναλογίας ως προς τον τρόπον της διαπράξεως με την προ τριετίας διαπραχθείσαν σφαγήν του Βιλιέτ η οποία παρέμεινε μυστηριώδης και ανεξιχνίαστη», ανέφερε εφημερίδα της εποχής, βρίσκοντας πολλά κοινά στοιχεία με το σεξουαλικό ανεξιχνίαστο έγκλημα του 40χρονου Ελληνογάλλου γνωστού με το όνομα Βιλιέτ ή Αργυριάδης. Και ενώ οι αστυνομικοί έψαχναν το δολοφόνο, η ιστορία της δολοφονίας του Πεπέ έγινε το λαϊκό ανάγνωσμα του ζεστού Αυγούστου με τις εφημερίδες να δημοσιεύουν πιπεράτες λεπτομέρειες εστιάζοντας πάντα στις… στενές σχέσεις που πιθανολογούσαν πως είχαν θύμα και δράστης. Τα σενάρια ενίσχυσε το γεγονός ότι το θύμα βρέθηκε μόνο με τα εσώρουχα του αλλά και μαρτυρίες σύμφωνα με τις οποίες αν και ο Πεπές ήταν παντρεμένος είχε διπλή ζωή. Η αστυνομία άρχισε να κάνει έρευνες για τα πρόσωπα που κινούνταν στο περιβάλλον του Πεπέ και μάρτυρας κατέθεσε πως είχε δει να μπαίνει στο σπίτι του Κολωνού ένας ψηλός και εύσωμος άνδρας. Την ίδια ώρα ερευνήθηκε ο ισχυρισμός, που περισσότερο ακουγόταν ως κουτσομπολιό στη γειτονιά, πως ο Πεπές είχε κάνει φόνο και ο ίδιος έπεσε θύμα βεντέτας αλλά και οι κτηματικές διαφορές που είχε με τον ευκατάστατο αδελφό του. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν αποδείχθηκε και έτσι η αστυνομία εστίασε στην πρώτη και πιθανότερη εκδοχή, δηλαδή αυτή του σεξουαλικού εγκλήματος. Από τα γραφεία της αστυνομία πέρασαν περισσότερα από 1.000 άτομα. Οι έρευνες δεν οδηγούσαν πουθενά και τότε ζητήθηκε η βοήθεια της διάσημης μέντιουμ Ελένης Κικίδου η οποία είχε βοηθήσει και στην σύλληψη του δράκου της Βουλιαγμένης. Η Κικίδου, γράφουν οι εφημερίδες της εποχής, πήγε στον τόπο του εγκλήματος και υπέδειξε επιτυχώς τα χαρακτηριστικά του δολοφόνου και τον τρόπο που έκανε τη δολοφονία.
Η εξιχνίαση του εγκλήματος και ο δράστης υπεράνω πάσης υποψίας
Δέκα ημέρες αργότερα η αστυνομία ανακοίνωσε τη σύλληψη του δράστη. Ήταν ο 49χρονος οικοδόμος Μηνάς Χατζηχρήστος, παντρεμένος και πατέρας πέντε παιδιών. Οι δύο άνδρες είχαν ερωτική σχέση και η επιβεβαίωση του «ροζ» εγκλήματος στον Κολωνό προκάλεσε σάλο.
Ο Χατζηχρήστος πιάστηκε στην τσιμπίδα των αστυνομικών όταν πούλησε το ρολόι του θύματος σε ενεχυροδανειστήριο αφήνοντας τα στοιχεία της ταυτότητας του. Αρχικά, ο 49χρονος ισχυρίστηκε πως δεν γνώριζε το θύμα λέγοντας πως αγόρασε το ρολόι από άγνωστο σε τιμή ευκαιρίας . Κατά τη διάρκεια της πολύωρης ανάκρισης, όμως, ο Χατζηχρήστος έπεσε σε αντιφάσεις και στο τέλος έσπασε λέγοντας στους αστυνομικούς: «Θα σας πω όλη την αλήθεια και κόψτε μου το κεφάλι».
Ο 49χρονος οικοδόμος ομολόγησε το έγκλημα και υπέδειξε έναν υπόνομο, στην Αγίου Κωνσταντίνου, στον οποίο είχε πετάξει το μαχαίρι του εγκλήματος. Όπως είπε γνωρίστηκε με τον Πεπέ, περίπου ένα μήνα νωρίτερα, όταν εκείνος τον «ψάρεψε» σε μια στάση λεωφορείου στο κέντρο της Αθήνας. Μέσα στον Αύγουστο, και ενώ η γυναίκα του Πεπέ έλειπε στο χωριό, είχαν πολλά ερωτικά ραντεβού για τα οποία, όπως είπε ο Χατζηχρήστος, ο Πεπέ τον πλήρωνε.
Ωστόσο, «εκείνη τη βραδιά τα πράγματα δεν έγιναν όπως τις άλλες φορές. Όταν πέρασεν η ώρα ο Πεπές μου επρότεινε να αλλάξουμε ρόλους. Εγώ αρνήθηκα και σηκώθηκα όρθιος για να φύγω. Πετάχθηκε από το ντιβάνι ο Πεπές και μέσα στο μισοσκόταδο τον είδα να αρπάζει κάτι στο δεξί του χέρι» περιέγραψε στην απολογία του ο 49χρονος, συμπληρώνοντας πως του πήρε το μαχαίρι από το χέρι και τον χτύπησε.
Μετά το έγκλημα, όπως είπε ο Χατζηχρήστος, τύλιξε σε μια εφημερίδα το μαχαίρι και το έβαλε στην τσέπη του. Στη συνέχεια πήρε το κλειδί του σπιτιού βγήκε από την κεντρική πόρτα, την κλείδωσε και έφυγε. Ο 49χρονος λίγα τετράγωνα μακριά από το σπίτι πέταξε το κλειδί και αμέσως μετά το μαχαίρι μέσα σε έναν υπόνομο και αφού περιπλανήθηκε όλη τη νύχτα, τα ξημερώματα γύρισε σπίτι του όπου έπλυνε τα αίματα που διαπίστωσε ότι είχε στο φανελάκι του, για να μην τα δει η γυναίκα του και πήγε στη δουλεία σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ο Χατζηχρήστος λίγο πριν οδηγηθεί ενώπιον της δικαιοσύνης, μίλησε στους δημοσιογράφους και με φωνή που μόλις ακουγόταν τους είπε: «Όταν πήγα στο σπίτι του Πεπέ δεν φανταζόμουν ότι θα γίνω φονιάς. Τα πράγματα όμως ήρθαν έτσι και αναγκάστηκα να τον σκοτώσω. Τώρα βέβαια μετανιώνω αλλά είναι αργά». Οι εφημερίδες περιγράφουν με γλαφυρά χρώματα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε το έγκλημα.
Ενδεικτικός είναι ο τίτλος εφημερίδας της εποχής που αναφέρει: «Το έγκλημα είναι καθαρώς σεξουαλικόν. Αγωνιώδης πάλη δυο γυμνών ανδρών εις το σκότος μετά το σεξουαλικόν όργιον». Μάλιστα, ο εισαγγελέας έφτασε στο σημείο να απαγορεύσει την δημοσίευση ειδήσεων για την υπόθεση. Της απαγόρευσης είχε προηγηθεί η επίσκεψη των δημοσιογράφων στο σπίτι του Χατζηχρήστου στη Νέα Χαλκηδόνα. Ήταν ένα χαμόσπιτο στο οποίο ζούσε με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά τους, από 5 έως 12 ετών το μεγαλύτερο. Η γυναίκα του κατηγορούμενου υποδέχτηκε τους δημοσιογράφους κλαίγοντας. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα 40 που είχε γεράσει πριν την ώρα της, όπως έγραψα την άλλη ημέρα οι εφημερίδες, περιγράφοντας την φτώχια που είδαν στο σπίτι. Η γυναίκα και τα παιδιά ήταν ξυπόλυτοι. Εκείνη ξενόπλενε και τα μεγαλύτερα παιδιά πούλαγαν γιασεμιά στα κέντρα για να τα βγάλουν πέρα καθώς ο οικοδόμος σύζυγος της, όπως είπε, δεν είχε σταθερή δουλειά.
Όπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, ο Χατζηχρήστος είχε πάθος με τα χαρτιά και κάθε μέρα έπαιζε σε ένα καφενείο στα Πατήσια. Σε αυτό το καφενείο έπαιξε και έχασε τα χρήματα που είχε πάρει από την πώληση του ρολογιού του Πεπέ.
Η δίκη και η καταδίκη
Τον Νοέμβριο του 1957 ο Μηνάς Χατζηχρήστος κάθισε στο εδώλιο του Πενταμελούς Εφετείου της Αθήνας. Ο 23χρονος τότε Φρέντυ Γερμανός καλύπτει την δίκη και γράφει για την εφημερίδα «Ελευθερία» για τον κατηγορούμενο: «Τα μάτια του μικρά και φοβισμένα σαν ενός αγριμιού που πιάστηκε στην παγίδα…». Στο δικαστήριο υπάρχει μεγάλη αστυνομική δύναμη καθώς οι συγκεντρωμένοι απειλούν να τον λιντσάρουν. Την ώρα που περνά δίπλα από τη χήρα του Πεπέ εκείνη του επιτίθεται φωνάζοντας: «Μου έκλεισες το σπίτι κακούργε, μου μαύρισες τη ζωή. Αφήστε με να τον σκίσω με τα νύχια μου».
Η πολιτική αγωγή επιχειρεί να παρουσιάσει το έγκλημα ως ληστεία μετά φόνου ισχυριζόμενη πως τα περί σεξουαλικού εγκλήματος είναι μυθεύματα του κατηγορούμενου. Αυτό επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία και η χήρα του Πεπέ λέγοντας πως δεν υπήρχε καλύτερος σύζυγος από εκείνον.
Από την πλευρά της η υπεράσπιση υποστήριξε πως το έγκλημα έγινε «μέσα σε μια ατμόσφαιρα σεξουαλικού παροξυσμού» και επιχείρησε να πείσει το δικαστήριο πως ο κατηγορούμενος «πάσχει εκ πνευματικών παρακρούσεων».
Ο εισαγγελέας της έδρας πρότεινε να διεξαχθεί η δίκη κεκλεισμένων των θυρών αίτημα το οποίο απορρίφθηκε από το δικαστήριο μετά και την τοποθέτηση της πολιτικής αγωγής πως αυτό θα «αποτελεί αιώνιον καταδίκην του θύματος».
Η σύζυγος του Δημήτρη Πεπέ κατέθεσε πως το μαχαίρι του εγκλήματος δεν ήταν δικό τους και εκτίμησε πως ο δράστης το είχε μαζί του με πρόθεση να σκοτώσει τον άνδρα της για να τον ληστέψει. Μάλιστα, έβγαλε από την τσάντα της ένα μαχαίρι και το έδειξε στο δικαστήριο λέγοντας: «Αυτό το μαχαίρι έχουμε στο σπίτι μας».
Από τις μαρτυρικές καταθέσεις προέκυψε ότι ο Χατζηχρήστος είχε επισκεφθεί τον Πεπέ στη δουλειά του αλλά και στο σπίτι του, τις προηγούμενες ημέρες. Ο 18χρονος γιος του ενοικιαστή του θύματος είπε στο δικαστήριο πως τον «Πεπέ τον επισκέπτονταν πολλά άτομα, έτρωγαν μαζί του και εκοιμώντο μαζί».
Τελικά, μετά από νέο αίτημα του εισαγγελέα ο κατηγορούμενος απολογήθηκε κεκλεισμένων των θυρών χωρίς, ωστόσο, να αλλάξει τίποτα από τους αρχικούς του ισχυρισμούς.
Ο εισαγγελέας πρότεινε την εσχάτη των ποινών και το δικαστήριο υιοθετώντας την εισήγηση του καταδίκασε σε θάνατο τον Μηνά Χατζηχρήστο για ληστεία μετά φόνου και χρηματική ποινή 20.000 μεταλλικών δραχμών για ψυχική οδύνη. Λίγο νωρίτερα, ο κατηγορούμενος είχε ζητήσει «τον οίκτο του δικαστηρίου για τα παιδιά του» για να ακούσει τον πρόεδρο να του λέει: «Δεν σκεφτόσουν τα παιδιά σου όταν έκανες αυτά που έκανες;». Μετά την ανακοίνωση της απόφασης ο Χατζηχρήστος έπεσε στην αγκαλιά του αδελφού και της γυναίκα του οι οποίοι έκλαιγαν απαρηγόρητοι.
Την ώρα που ο Χατζηχρήστος οδηγούνταν προς την κλούβα της αστυνομίας απειλήθηκαν επεισόδια από το συγκεντρωμένο πλήθος, έξω από το δικαστήριο. «Προς στιγμήν ηπειλήθη λιντσάρισμα. Τελικώς, ο Χατζηχρήστος ανήλθεν ταχέως εις την κλούβαν η οποία εξεκίνησεν υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους», έγραψε εφημερίδα της εποχής.
Τα ξημερώματα της 10ης Ιουνίου του 1958 ο Μηνάς Χατζηχρήστος εκτελέστηκε στην Αίγινα. Λίγο νωρίτερα είχε ζητήσει από τον εισαγγελέα να μεριμνήσει, ώστε η οικογένεια του να λάβει τη σύνταξη του από το ΙΚΑ. Ο 49χρονος ήταν ψύχραιμος μέχρι το τέλος και την ώρα της εκτέλεσης δεν δέχτηκε να του κλείσουν τα μάτια.
Από το newsbeast
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου