Ο νεομάρτυς Ευγένιος Ροντιόνωφ (Evgeny Rodionov) γεννήθηκε στις 23.5.1977 στο χωριό Κουρίλοβο κοντά στη Μόσχα. Ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας και βαφτίστηκε χριστιανός. Το 1989 η γιαγιά του τον πήγε στην εκκλησία να εξομολογηθεί και να μεταλάβει. Ο ιερέας πρόσεξε πως το παιδί δε φορούσε σταυρό και του χάρισε έναν, τον οποίο ο μικρός Ευγένιος δεν έβγαλε ποτέ από πάνω του. Η μητέρα του όταν είδε πως
φορούσε σταυρό τον προέτρεψε να τον βγάλει γιατί, όπως είπε, θα τον περιγελούσαν οι συμμαθητές του (μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε ακόμα επί σοβιετικού καθεστώτος). Ο Ευγένιος δεν απάντησε, αλλά και δεν υπάκουσε.
Τελείωσε τις σπουδές του το 1994 και εργάστηκε επικερδώς ως επιπλοποιός.
Στις 25.6.1995 παρουσιάστηκε στο στρατό και στις 13.1.1996 τοποθετήθηκε σττα συνοριακά φυλάκια Τσετσενίας-Ηγκουερίνας. (βρισκόμαστε στα χρόνια μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και την "αποσύνθεση" που επακολούθησε)
Στις 13.2.1996 αιχμαλωτίστηκε μαζί με άλλους 3 στρατιώτες ως εξής: στάλθηκαν να κάνουν ελέγχους σε διερχόμενα αυτοκίνητα σε ένα συγκεκριμένο δρόμο, χωρίς κάποια προηγούμενη οργάνωση (δεν υπήρχε ούτε φωτισμός) και καμία ασφάλεια. Από εκεί συχνά περνούσαν Τσετσένοι μεταφέροντας όπλα, ναρκωτικά ή αιχμαλώτους. Τη νύχτα εκείνη γύρω στις 3:00 πέρασε ένα ασθενοφόρο το οποίο όταν το σταμάτησαν για έλεγχο, πετάχτηκαν από μέσα πάνω από δέκα πολύ καλά οπλισμένοι Τσετσένοι. Στη συμπλοκή που ακολούθησε συνέλαβαν τους 4 στρατιώτες. Στις 4 ήρθαν άλλοι στρατιώτες για αλλαγή φρουράς, δεν τους βρήκαν και κατάλαβαν τί συνέβη. Μετά από λίγες μέρες η υπηρεσία του στρατού απλά ενημέρωνε τους γονείς των στρατιωτών για την εξαφάνισή τους.
Η μητέρα του Ευγένιου κατάλαβε πως επρόκειτο για αιχμαλωσία και με κίνδυνο της ζωής της πήγε στην Τσετσενία και στην πόλη Χαγκαλά μετά από πολλές προσπάθειες ήρθε σε επαφή με αρχηγούς διάφορων αντάρτικων ομάδων προσπαθώντας να μάθει για την τύχη του γιου της. Γνώριζε πως οι Τσετσένοι δε σκοτώνουν αμέσως τους αιχμαλώτους, αλλά περιμένουν μήπως τυχόν πάρουν λύτρα για να τους ελευθερώσουν.
Εκείνο τον καιρό ένας ζωντανός στρατιώτης αιχμάλωτος στοίχιζε 10000 δολάρια, ενώ ένας αξιωματικός 50000. Οι ίδιοι οι Τσετσένοι της είπαν πως ο γιός της ζούσε, αλλά ήταν αιχμάλωτος και σιώπησαν με νόημα προσπαθώντας να υπολογίσουν πόσα χρήματα μπορούσαν να αποσπάσουν. όταν κατάλαβαν πως δεν πρόκειται να κερδίσουν αρκετά χρήματα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.
Απ΄την πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας του, διάρκειας 100 ημερών, επειδή είδαν πως φορούσε σταυρό προσπάθησαν να τον κάμψουν ψυχικά, ώστε να καταφέρουν να τον αναγκάσουν να βγάλει το σταυρό, να γίνει μουσουλμάνος και να τον κάνουν δήμιο και φονιά άλλων ρώσων αιχμαλώτων. Ο Ευγένιος, παρά τους συνεχείς ξυλοδαρμούς, τα βασανιστήρια και τις υποσχέσεις πως θα ζήσει αν έβγαζε το σταυρό, δεν κάμφθηκε.
Αργότερα, οι ίδιοι οι αρχηγοί των ανταρτών είπαν στη μητέρα του: "εάν ο γιός σου γινόταν ένας από εμάς, δε θα τον αδικούσαμε".
Στις 23.5.1996, την ημέρα των 19ων γενεθλίων του, πήραν τους 4 στρατιώτες να τους σκοτώσουν. Πρώτα σκότωσαν τους άλλους τρεις, κι έπειτα του ξαναπρότειναν να βγάλει το σταυρό λέγοντας: "ορκιζόμαστε στον αλλάχ οτι θα ζήσεις". Ο Ευγένιος και πάλι αρνήθηκε και οι δήμιοι τον έσφαξαν με μαχαίρι, κόβοντας εντελώς το κεφάλι του, αλλά δεν τόλμησαν να βγάλουν το σταυρό. Τον έθαψαν με το σταυρό, αλλά χωρίς το κεφάλι, που το έθαψαν σε άλλο σημείο.
Τελικά η μητέρα του βρήκε τον Ευγένιο μετά από εννέα μήνες, αλλά και πάλι οι Τσετσένοι ζήτησαν 4000 δολάρια για να της δώσουν το λείψανο. Της έδωσαν και βιντεοκασέτα με το μαρτύριο του γιου της και της διηγήθηκαν οι ίδιοι την πορεία της αιχμαλωσίας και τα βασανιστήρια.
Μίλησε μάλιστα και με το φονιά του γιού της, Ruslan Khaikhoroyev, ο οποίος της είπε πως είχε την ευκαιρία να σώσει τη ζωή του, αν έβγαζε το σταυρό και γινόταν μουσουλμάνος, αλλά και οτι προσπάθησε να δραπετεύσει. Η μητέρα του δεν πίστευε οτι ο γιος της δεν ζει, μέχρι που είδε το σταυρό του στο ακέφαλο σώμα του.
Πούλησε το διαμέρισμά της και ό,τι άλλο μπορούσε για να δώσει τα λύτρα αλλά και να καλύψει τα έξοδα εκταφής και ειδικού φερέτρου μεταφοράς.
Στις 20.11.1996 μετέφερε το λείψανο στο χωριό τους και το έθαψε στο κοιμητήριο, όπου λίγες μέρες αργότερα πέθανε ο πατέρας του Ευγένιου, δίπλα στο μνήμα του γιου του, απ΄τη λύπη του.
Μετά από τρία χρόνια και τρεις μήνες ο αρχηγός της ομάδας των ανταρτών, αλλά και ο δήμιος του Ευγένιου σκοτώθηκαν σε εμφύλιες συγκρούσεις.
-->
φορούσε σταυρό τον προέτρεψε να τον βγάλει γιατί, όπως είπε, θα τον περιγελούσαν οι συμμαθητές του (μην ξεχνάμε πως βρισκόμαστε ακόμα επί σοβιετικού καθεστώτος). Ο Ευγένιος δεν απάντησε, αλλά και δεν υπάκουσε.
Τελείωσε τις σπουδές του το 1994 και εργάστηκε επικερδώς ως επιπλοποιός.
Στις 25.6.1995 παρουσιάστηκε στο στρατό και στις 13.1.1996 τοποθετήθηκε σττα συνοριακά φυλάκια Τσετσενίας-Ηγκουερίνας. (βρισκόμαστε στα χρόνια μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος και την "αποσύνθεση" που επακολούθησε)
Στις 13.2.1996 αιχμαλωτίστηκε μαζί με άλλους 3 στρατιώτες ως εξής: στάλθηκαν να κάνουν ελέγχους σε διερχόμενα αυτοκίνητα σε ένα συγκεκριμένο δρόμο, χωρίς κάποια προηγούμενη οργάνωση (δεν υπήρχε ούτε φωτισμός) και καμία ασφάλεια. Από εκεί συχνά περνούσαν Τσετσένοι μεταφέροντας όπλα, ναρκωτικά ή αιχμαλώτους. Τη νύχτα εκείνη γύρω στις 3:00 πέρασε ένα ασθενοφόρο το οποίο όταν το σταμάτησαν για έλεγχο, πετάχτηκαν από μέσα πάνω από δέκα πολύ καλά οπλισμένοι Τσετσένοι. Στη συμπλοκή που ακολούθησε συνέλαβαν τους 4 στρατιώτες. Στις 4 ήρθαν άλλοι στρατιώτες για αλλαγή φρουράς, δεν τους βρήκαν και κατάλαβαν τί συνέβη. Μετά από λίγες μέρες η υπηρεσία του στρατού απλά ενημέρωνε τους γονείς των στρατιωτών για την εξαφάνισή τους.
Η μητέρα του Ευγένιου κατάλαβε πως επρόκειτο για αιχμαλωσία και με κίνδυνο της ζωής της πήγε στην Τσετσενία και στην πόλη Χαγκαλά μετά από πολλές προσπάθειες ήρθε σε επαφή με αρχηγούς διάφορων αντάρτικων ομάδων προσπαθώντας να μάθει για την τύχη του γιου της. Γνώριζε πως οι Τσετσένοι δε σκοτώνουν αμέσως τους αιχμαλώτους, αλλά περιμένουν μήπως τυχόν πάρουν λύτρα για να τους ελευθερώσουν.
Εκείνο τον καιρό ένας ζωντανός στρατιώτης αιχμάλωτος στοίχιζε 10000 δολάρια, ενώ ένας αξιωματικός 50000. Οι ίδιοι οι Τσετσένοι της είπαν πως ο γιός της ζούσε, αλλά ήταν αιχμάλωτος και σιώπησαν με νόημα προσπαθώντας να υπολογίσουν πόσα χρήματα μπορούσαν να αποσπάσουν. όταν κατάλαβαν πως δεν πρόκειται να κερδίσουν αρκετά χρήματα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν.
Απ΄την πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας του, διάρκειας 100 ημερών, επειδή είδαν πως φορούσε σταυρό προσπάθησαν να τον κάμψουν ψυχικά, ώστε να καταφέρουν να τον αναγκάσουν να βγάλει το σταυρό, να γίνει μουσουλμάνος και να τον κάνουν δήμιο και φονιά άλλων ρώσων αιχμαλώτων. Ο Ευγένιος, παρά τους συνεχείς ξυλοδαρμούς, τα βασανιστήρια και τις υποσχέσεις πως θα ζήσει αν έβγαζε το σταυρό, δεν κάμφθηκε.
Αργότερα, οι ίδιοι οι αρχηγοί των ανταρτών είπαν στη μητέρα του: "εάν ο γιός σου γινόταν ένας από εμάς, δε θα τον αδικούσαμε".
Στις 23.5.1996, την ημέρα των 19ων γενεθλίων του, πήραν τους 4 στρατιώτες να τους σκοτώσουν. Πρώτα σκότωσαν τους άλλους τρεις, κι έπειτα του ξαναπρότειναν να βγάλει το σταυρό λέγοντας: "ορκιζόμαστε στον αλλάχ οτι θα ζήσεις". Ο Ευγένιος και πάλι αρνήθηκε και οι δήμιοι τον έσφαξαν με μαχαίρι, κόβοντας εντελώς το κεφάλι του, αλλά δεν τόλμησαν να βγάλουν το σταυρό. Τον έθαψαν με το σταυρό, αλλά χωρίς το κεφάλι, που το έθαψαν σε άλλο σημείο.
Τελικά η μητέρα του βρήκε τον Ευγένιο μετά από εννέα μήνες, αλλά και πάλι οι Τσετσένοι ζήτησαν 4000 δολάρια για να της δώσουν το λείψανο. Της έδωσαν και βιντεοκασέτα με το μαρτύριο του γιου της και της διηγήθηκαν οι ίδιοι την πορεία της αιχμαλωσίας και τα βασανιστήρια.
Μίλησε μάλιστα και με το φονιά του γιού της, Ruslan Khaikhoroyev, ο οποίος της είπε πως είχε την ευκαιρία να σώσει τη ζωή του, αν έβγαζε το σταυρό και γινόταν μουσουλμάνος, αλλά και οτι προσπάθησε να δραπετεύσει. Η μητέρα του δεν πίστευε οτι ο γιος της δεν ζει, μέχρι που είδε το σταυρό του στο ακέφαλο σώμα του.
Πούλησε το διαμέρισμά της και ό,τι άλλο μπορούσε για να δώσει τα λύτρα αλλά και να καλύψει τα έξοδα εκταφής και ειδικού φερέτρου μεταφοράς.
Στις 20.11.1996 μετέφερε το λείψανο στο χωριό τους και το έθαψε στο κοιμητήριο, όπου λίγες μέρες αργότερα πέθανε ο πατέρας του Ευγένιου, δίπλα στο μνήμα του γιου του, απ΄τη λύπη του.
Μετά από τρία χρόνια και τρεις μήνες ο αρχηγός της ομάδας των ανταρτών, αλλά και ο δήμιος του Ευγένιου σκοτώθηκαν σε εμφύλιες συγκρούσεις.
Σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας άρχισε να εμφανίζεται ο νεομάρτυρας Ευγένιος φορώντας τη στρατιωτική στολή, αλλά και κόκκινο μανδύα, όπως δηλώνουν όλοι οι μάρτυρες. Βοηθάει πολύ τους καταβεβλημένους και ψυχικά συντετριμμένους λόγω της φυλακίσεώς τους, όπως αναφέρεται.
(ασήμαντος)
Toμέας ενημέρωσης prisonplanet.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου