Οι Παλιοί Αθηναίοι ήταν ιδιαίτερα περίεργοι. Με το παραμικρό έτρεχαν μη και χάσουν το «θέαμα». Κάποιοι εκμεταλλεύονταν όλη αυτή την αναστάτωση και το… έσκαγαν από καφενεία και ταβέρνες χωρίς να πληρώσουν.
Η σκηνή σ’ένα εξοχικό καφενείο του Χαλανδρίου:
«Ένας από τη συντροφιά εσηκώθηκε έξαφνα και ετοιμάσθηκε να τρέξη.
-Τι είνε; Τι τρέχει; Ερώτησαν οι άλλοι.
-Καυγάς, είπεν ο πρώτος. Και εξηφανίσθη.
-Καυγάς, επανέλαβαν από τα άλλα τραπέζια.
Και εν ακαρεί, όλοι σχεδόν οι θαμώνες του εξοχικού καφενείου ευρέθησαν όρθιοι. Μια αστυνομική σφυρίκτρα έδωσε το σύνθημα του συναγερμού και της τρεχάλας. Και δια μιάς όλα τα τραπέζια και οι καρέκλες εγκαταλείφθησαν, όλοι δε οι θαμώνες άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος της συμπλοκής. Δύο-τρεις μόνον, οι ολιγώτερον περίεργοι έμειναν εις τα θέσεις των.
-Κάθισε βρε αδελφέ, δεν είνε τίποτε.
Αλλά ποιος να καθήση. Μερικοί μάλιστα για να μη χάσουν την ατραξιόν που τους προσεφέρετο έτσι απροόπτως, ανέτρεψαν στη βία τους τις καρέκλες και τα τραπέζια.
Ύστερα από λίγο επέστρεψε ο πρώτος κάθιδρος και ασθμαίνων.
-Τι ήταν λοιπόν;
-Ωχ αδελφέ, τίποτε. Κάποιος έδειρε ένα φυστικά.
Αλλ’ έξαφνα επενέβη το γκαρσόνι:
-Δεν συνέβη τίποτε; Τι λέτε κύριοι πως δεν συνέβη. Από ένα τραπέζι μου σκάσανε 15 δραχμές.
Και επρόσθεσε με έναν βαθύν στεναγμόν:
-Ακούς δεν συνέβη τίποτε!
Μετ’ ολίγον εθεάθη άλλο γκαρσόνι να ψάχνη. Έψαχνε να εύρη 8 δραχμές για δύο καφέδες.
Η σκηνή που περιέγραψα είνε από τις συνιθισμένες, αλλά και από τις πιο θλιβερές για τα γκαρσόνια. Μια ανάλογη σκηνή ενέπνευσε κάποτε στο Σουρή αυτούς τους στίχους:
Περνά το πυροβολικό
Απ’ τα Χαυτεία, τι κακό!
Κι’ από ανάμικτες φωνές
Βουίζει ένας καφενές
Όλοι φωνάζουν να, να,
Το πυροβολικό περνά.
Κι’ όλοι πετιούνται με ορμή
Και σχηματίζουν μια γραμμή
Να ιδούν το θέαμα αυτό
Αλλά κανόνι δυνατό
Ένοιωσε απ’ όλους μοναχός
Ο καφεπώλης ο φτωχός
Όσοι εβγήκαν πεταχτά
Να ιδούν του Κρούπ τα τρανταχτά
Για τον καφέ τον πρωινό
Δεν του επλήρωσαν λιανά!
Αλλά, όπως βλέπετε αυτές οι καταστροφές δεν συμβαίνουν μόνον όταν περνά το πυροβολικό. Συμβαίνουν και όταν εμφανίζεται η ασήμαντος αφορμή. Και η ασήμαντος αφορμή είνε εμφάνισις συχνοτέρα του πυροβολικού. Και τα γκαρσόνια τρέμουν την εμφάνισίν της.
Υποθέσατε ότι δύο Έλληνες αστειεύονται και ότι υψώνουν τας ράβδους.
-Άθλιε!
-Δολοφόνε!
Τρέχουν αμέσως όλοι οι στυφύλακες και όλοι οι θαμώνες του καφενείου. Και όλοι αυτοί επιστρέφουν σε λίγο ευθυμότατοι για να διηγηθούν το πάθημά τους. Ένας μόνον δεν γελά: ο σερβιτόρος. Μόνον αυτός θα εξακολουθή να υποστηρίζη μέχρι βαθείας νυκτός ότι το επεισόδιον ήτο αιματηρότατον…
Κάποτε ηκούσθη και ένας τρομερός κρότος. Όλοι έτρεξαν να ιδούν τι συμβαίνει. Ένας μόνον έμεινε στη θέσι του. Αυτός ηρκέσθη να ζητήση πληροφορίας από το γκαρσόνι που μετέφερε ένα απλήρωτο δίσκον.
Η σκηνή σ’ένα εξοχικό καφενείο του Χαλανδρίου:
«Ένας από τη συντροφιά εσηκώθηκε έξαφνα και ετοιμάσθηκε να τρέξη.
-Τι είνε; Τι τρέχει; Ερώτησαν οι άλλοι.
-Καυγάς, είπεν ο πρώτος. Και εξηφανίσθη.
-Καυγάς, επανέλαβαν από τα άλλα τραπέζια.
Και εν ακαρεί, όλοι σχεδόν οι θαμώνες του εξοχικού καφενείου ευρέθησαν όρθιοι. Μια αστυνομική σφυρίκτρα έδωσε το σύνθημα του συναγερμού και της τρεχάλας. Και δια μιάς όλα τα τραπέζια και οι καρέκλες εγκαταλείφθησαν, όλοι δε οι θαμώνες άρχισαν να τρέχουν προς το μέρος της συμπλοκής. Δύο-τρεις μόνον, οι ολιγώτερον περίεργοι έμειναν εις τα θέσεις των.
-Κάθισε βρε αδελφέ, δεν είνε τίποτε.
Αλλά ποιος να καθήση. Μερικοί μάλιστα για να μη χάσουν την ατραξιόν που τους προσεφέρετο έτσι απροόπτως, ανέτρεψαν στη βία τους τις καρέκλες και τα τραπέζια.
Ύστερα από λίγο επέστρεψε ο πρώτος κάθιδρος και ασθμαίνων.
-Τι ήταν λοιπόν;
-Ωχ αδελφέ, τίποτε. Κάποιος έδειρε ένα φυστικά.
Αλλ’ έξαφνα επενέβη το γκαρσόνι:
-Δεν συνέβη τίποτε; Τι λέτε κύριοι πως δεν συνέβη. Από ένα τραπέζι μου σκάσανε 15 δραχμές.
Και επρόσθεσε με έναν βαθύν στεναγμόν:
-Ακούς δεν συνέβη τίποτε!
Μετ’ ολίγον εθεάθη άλλο γκαρσόνι να ψάχνη. Έψαχνε να εύρη 8 δραχμές για δύο καφέδες.
Η σκηνή που περιέγραψα είνε από τις συνιθισμένες, αλλά και από τις πιο θλιβερές για τα γκαρσόνια. Μια ανάλογη σκηνή ενέπνευσε κάποτε στο Σουρή αυτούς τους στίχους:
Περνά το πυροβολικό
Απ’ τα Χαυτεία, τι κακό!
Κι’ από ανάμικτες φωνές
Βουίζει ένας καφενές
Όλοι φωνάζουν να, να,
Το πυροβολικό περνά.
Κι’ όλοι πετιούνται με ορμή
Και σχηματίζουν μια γραμμή
Να ιδούν το θέαμα αυτό
Αλλά κανόνι δυνατό
Ένοιωσε απ’ όλους μοναχός
Ο καφεπώλης ο φτωχός
Όσοι εβγήκαν πεταχτά
Να ιδούν του Κρούπ τα τρανταχτά
Για τον καφέ τον πρωινό
Δεν του επλήρωσαν λιανά!
Αλλά, όπως βλέπετε αυτές οι καταστροφές δεν συμβαίνουν μόνον όταν περνά το πυροβολικό. Συμβαίνουν και όταν εμφανίζεται η ασήμαντος αφορμή. Και η ασήμαντος αφορμή είνε εμφάνισις συχνοτέρα του πυροβολικού. Και τα γκαρσόνια τρέμουν την εμφάνισίν της.
Υποθέσατε ότι δύο Έλληνες αστειεύονται και ότι υψώνουν τας ράβδους.
-Άθλιε!
-Δολοφόνε!
Τρέχουν αμέσως όλοι οι στυφύλακες και όλοι οι θαμώνες του καφενείου. Και όλοι αυτοί επιστρέφουν σε λίγο ευθυμότατοι για να διηγηθούν το πάθημά τους. Ένας μόνον δεν γελά: ο σερβιτόρος. Μόνον αυτός θα εξακολουθή να υποστηρίζη μέχρι βαθείας νυκτός ότι το επεισόδιον ήτο αιματηρότατον…
Κάποτε ηκούσθη και ένας τρομερός κρότος. Όλοι έτρεξαν να ιδούν τι συμβαίνει. Ένας μόνον έμεινε στη θέσι του. Αυτός ηρκέσθη να ζητήση πληροφορίας από το γκαρσόνι που μετέφερε ένα απλήρωτο δίσκον.
-->
-Τι τρέχει Γιάννη; Τι κρότος ήταν αυτός;
-Μα δεν λογάριασα ακόμα κ. Κώστα… Θα λογαριάσω και θα σας πώ… ».
ΕΘΝΟΣ, 1939, Τίμος Μωραϊτίνης
Από το pisostapalia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου