Αττικός ερυθρόμορφος σκύφος (αγγείο πόσης με δύο οριζόντιες λαβές) από το Chiusi (σημερινή Τοσκάνη). Αποδίδεται στον "Ζωγράφο της Πηνελόπης" (επώνυμο αγγείο). Στην κύρια όψη του αγγείου απεικονίζεται ο Τηλέμαχος με την Πηνελόπη (σκηνή η οποία δίνει άλλωστε το συμβατικό όνομα στον ανώνυμο αγγειογράφο του συγκεκριμένου αγγείου). Η Πηνελόπη, μπροστά από τον αργαλειό της, όπου υφαίνει το πλούσια διακοσμημένο σάβανο του γερο-Λαέρτη, κάθεται απελπισμένη σε δίφρο. Η στάση της φανερώνει απόγνωση και λύπη. Μπροστά της στέκεται το Τηλέμαχος κρατώντας δύο δόρατα. Στην άλλη όψη του αγγείου εικονίζεται η αναγνώριση του Οδυσσέα από τη γριά υπηρέτριά του. |
Αν η Πηνελόπη δεν ήταν μυθικό πρόσωπο, πού θα ήταν ο τάφος της; Στην Ιθάκη, είναι η
προφανής απάντηση. Αλλά ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας, τον είδε αλλού.
προφανής απάντηση. Αλλά ο αρχαίος περιηγητής Παυσανίας, τον είδε αλλού.
Κοντά στη Μαντίνεια της Αρκαδίας και στον Ορχομενό. Μέσα σε μια οργιώδη φύση με ποικίλες βελανιδιές, υπήρχαν ιερό του Διός και ο τάφος του Επαμεινώνδα. Από τη Μαντίνεια ένας δρόμος πήγαινε προς το Μεθύδριον, κωμόπολη που υπαγόταν στη Μεγαλόπολη και άλλοι δύο προς τον Ορχομενό.
«Στον ένα υπάρχει το λεγόμενο στάδιο του Λάδα, όπου προπονούνταν στο τρέξιμο ο Λάδας», γράφει ο Παυσανίας στα «Αρκαδικά», «κοντά σ’ αυτό υπάρχει ιερό της Άρτεμης και δεξιά του δρόμου ένας σωρός χώματος ψηλός· λένε πως αυτός είναι ο τάφος της Πηνελόπης, χωρίς ο ισχυρισμός αυτός να βρίσκεται σε συμφωνία με το ποίημα που λέγεται Θεσπρωτίς.
Στο ποίημα αυτό αναφέρεται πως η Πηνελόπη έκανε από τον Οδυσσέα, μετά την επιστροφή του από την Τροία ένα γιο Πτολιπόρθη. Κατά την παράδοση των Μαντινέων ο Οδυσσέας καταλόγισε εις βάρος της Πηνελόπης πως είχε φέρει στο σπίτι εραστές και την απέπεμψε· εκείνη πήγε πρώτα στη Λακεδαίμονα, αργότερα όμως μετοίκησε από τη Σπάρτη στη Μαντίνεια, όπου και πέθανε».
Οι αρχαίοι Έλληνες, οι ίδιοι που εξόρισαν τον δίκαιο Αριστείδη (και κάποιοι ανάμεσά τους επειδή είχαν βαρεθεί να ακούνε πόσο δίκαιος είναι) δεν χαρίστηκαν ούτε στην ομηρική Πηνελόπη, τη σύζυγο του Οδυσσέα. Παρότι το όνομά της ήταν από τότε και έφτασε ως τις μέρες μας σαν σύμβολο της συζυγικής αφοσίωσης, της έδωσαν, όπως σε όλους τους ήρωές τους, και τρωτά σημεία.
Η ιδέα ότι η Πηνελόπη, εν τέλει, είχε απιστήσει στον Οδυσσέα, δεν είναι άγνωστη στους μελετητές των ομηρικών επών. Κρίνουν από τον κάποιες λέξεις που ακούει ο ήρωας στο ταξίδι του, από τον χρησμό του Τειρεσία στον Αδη και από φράσεις που του λέει η ίδια η βασίλισσα, που τον περίμενε είκοσι χρόνια με υπομονή και με λαχτάρα. Βεβαίως, τίποτα δεν παρουσιάζεται ξεκάθαρα. Αλλωστε, οι αμφιβολίες βοηθούν ένα έργο τέχνης να λαμβάνει περισσότερες διαστάσεις.
Για όσους δεν θυμούνται τον μύθο, ας πούμε ότι σύμφωνα με τον Όμηρο, η Πηνελόπη περιμένει τον Οδυσσέα να επιστρέψει στην Ιθάκη μετά το πέρας του Τρωικού πολέμου και τη νίκη των Ελλήνων. Εκείνος όμως περιπλανιέται παρά τη θέλησή του και περνά αμέτρητες δοκιμασίες, χάνοντας διαρκώς συντρόφους του. Τον δρόμο του εμποδίζουν φονικά τέρατα, γοητευτικές και πλανεύτρες γυναίκες ή και μάγισσες, φουρτουνιασμένες θάλασσες, θυμωμένοι θεοί και άλλα πολλά.
Και ενώ εκείνος μάχεται στα πελάγη, η Πηνελόπη δίνει τη δική της μάχη στο ανάκτορο, περιμένοντας με αγωνία και λαχτάρα την επιστροφή του. Μια ομάδα μνηστήρων, η αριστοκρατία της περιοχής, την πιέζει να ξεχάσει τον Οδυσσέα και να παντρευτεί ξανά.
Παρά τις αρνητικές πιθανότητες, ο Οδυσσέας φτάνει τελικά στο σπίτι του, όχι σαν μεγαλοπρεπής βασιλιάς που επιστρέφει, αλλά μετεμφιεσμένος σε γέρο ζητιάνο. Ονειρευόταν τη στιγμή επί δυο δεκαετίες, αλλά γι’ αυτόν δεν του ετοιμάζουν γιορτή καλωσορίσματος. Αντίθετα, κανονίζονται οι τελικές ρυθμίσεις για να του αρπάξουν την εξουσία. Μήπως είναι πολύ αργά για να σώσει τη γυναίκα του και το βασίλειό του; Αν δεν τα καταφέρει να κάνει ένα ακόμα θαύμα, ο Οδυσσέας θα χάσει όλα εκείνα για τα οποία πάλεψε.
Η Πηνελόπη, η οποία καθυστερούσε την επιλογή ανάμεσα στους 108 μνηστήρες ξηλώνοντας κάθε βράδυ το υφαντό στον αργαλειό της, υποκύπτει κάποια στιγμή και ορίζει αγώνα τοξοβολίας ο οποίος θα αναδείξει τον μελλοντικό της σύζυγο. Αυτός που θα μπορέσει να τεντώσει το τόξο του Οδυσσέα και να ρίξει ένα βέλος που θα περάσει μέσα από δώδεκα τσεκούρια, θα κερδίσει το χέρι της βασίλισσας και θα την παντρευτεί.
Ο ένας μετά τον άλλον, οι μνηστήρες δεν τα καταφέρνουν. Ετοιμάζονται να τα παρατήσουν, όταν εμφανίζεται ένας κουρελιάρης ζητιάνος, που βγαίνει μπροστά και απαιτεί να δοκιμάσει. Σύμφωνα με τους κανόνες έχει αυτό το δικαίωμα. Η αντίδραση των μνηστήρων ήταν να οργιστούν και να τον ειρωνευτούν. Αλλά ο ζητιάνος τεντώνει το τόξο χωρίς να διστάσει και ξαφνικά τα γέλια σταματούν. Ρίχνει ένα βέλος που περνά κατ’ ευθείαν μέσα από τις λαβές των δώδεκα τσεκουριών. Ο διαγωνισμός τέλειωσε, όμως η μάχη αρχίζει. Ο Οδυσσέας τους τοξεύει έναν- έναν και τους σκοτώνει. Τώρα, που κέρδισε και πάλι τον θρόνο του, πρέπει να κερδίσει και τη γυναίκα του. Και αυτό θα γίνει, όταν θα φανεί ότι ξέρει το μυστικό για το κρεβάτι τους.
Η Πηνελόπη ζητά να μεταφέρουν έξω το κρεβάτι τους για να ξαπλώσει ο ξένος. Αλλά ο Οδυσσέας, που το έφτιαξε μόνος του από έναν κορμό ελιάς που φύτρωνε εκεί, γύρω στον οποίο έχτισε το δωμάτιο, ξέρει ότι δεν μετακινείται. Ετσι, πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Δεν ξέρουμε αν έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα, επειδή ο αρκαδικός μύθος άλλα μαρτυρά.
Κι έπειτα, υπάρχει και ένα σπουδαίο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, με τίτλο «Η απόγνωστη της Πηνελόπης» (Επαναλήψεις Β) γραμμένο στο στρατόπεδο εξορίστων της Λέρου, το 1968. Ο ποιητής λέει πως τον γνώρισε εξαρχής, αλλά ζητούσε, τρομαγμένη, μια δικαιολογία να καθυστερήσει λίγο ακόμη:
«Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι χρόνια,/ είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,/τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,/κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες, στο πάτωμα, σα να κοιτούσε/ νεκρές τις ίδιες της επιθυμίες. Και: «καλωσόρισες», του είπε,/ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της.
Στη γωνιά, ο αργαλειός της/ γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε υφάνει με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,/τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο/χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της καρτερίας».
Πηγή: Αντ. Καρατάσου
Liberal
Από το amfipolinews
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου