Του Περικλή Νεάρχου
Πρέσβυ ε.τ.
Η Ελλάδα διέρχεται σήμερα μία από τις κρισιμότερες φάσεις της σύγχρονης ιστορίας της. Αντιμετωπίζει μία οικονομική κρίση, την οποία δεν μπορεί να διαχειρισθεί με εθνικές πολιτικές. Η οικονομική, διπλωματική και αμυντική αποδυνάμωση της χώρας επιδεινώνει τη θέση των εθνικών της θεμάτων και δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για την ασφάλεια του ελληνικού εθνικού χώρου.
Η εικόνα αυτή επιβαρύνεται επιπλέον από την ανεξέλεγκτη κατάσταση που έχει
δημιουργηθεί στο θέμα των προσφύγων και λαθρομεταναστών. Το θέμα δεν είναι καθόλου μικρό και ακίνδυνο. Έχει καταλυτικές γεωπολιτικές διαστάσεις. Αν παραμείνει ανεξέλεγκτο για μακρό σχετικά διάστημα, μπορεί να δημιουργήσει μη αναστρέψιμες και ολέθριες συνέπειες στην εθνική συνοχή, ταυτότητα και ασφάλεια.
Ευκαιρία για κάποιους να μας επιβάλουν γεωοικονομικό έλεγχο
Διανύουμε το 2016, το έκτο έτος μίας πρωτοφανούς κρίσεως και οικονομικής καταστροφής, που ήταν μέχρι τώρα αδιανόητη για περίοδο ειρήνης. Ακόμη πιο παράδοξο είναι το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός, παρά τις τρομακτικές θυσίες που έχει υποστεί, καλείται συνεχώς σε νέες θυσίες και ταυτόχρονα δεν διαβλέπει την πολιτική και την προοπτική μιας διεξόδου προς την ανάπτυξη.
Αντιθέτως, πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματά του για το που πραγματικά οδηγεί η συστηνόμενη από τους θεσμούς πολιτική, που αποτελεί, υποτίθεται, συνταγή σωτηρίας. Η ιστορική εμπειρία και η συμβατική λογική την οποία αναδέχονται ι μεγαλύτεροι οικονομολόγοι του κόσμου, αρχής γενομένης από τον Κέυνς, που επηρέασε παγκόσμια τις οικονομικές πολιτικές μέχρι τη δεκαετία του ’70, διδάσκουν ότι η εφαρμογή πολιτικών ακραίας λιτότητας υπό συνθήκες υφέσεως έχει ολέθριες συνέπειες. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι από τα πιο διδακτικά.
Το πρώτο είναι οι πολιτικές λιτότητας που εφάρμοσαν οι δύο προκάτοχοι του αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ για να ελέγξουν την κρίση που ξέσπασε το 1929. Η κρίση αντιμετωπίσθηκε με τα ριζικά μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ για τον έλεγχο της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και της παραγωγής, την ενίσχυση του ρόλου του κράτους και την αναζωογόνηση της εθνικής οικονομίας, με δημόσιες επενδύσεις, παροχή υψηλής ρευστότητας στην οικονομία και μεγάλα έργα υποδομής.
Το ίδιο ισχύει και για τη Γερμανία του Μεσοπολέμου. Υποστηρίζεται ανακριβώς ότι η άνοδος του Χίτλερ οφείλεται στην πληθωριστική πολιτική της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η τελευταία εκμηδένισε, πράγματι, κάθε οικονομική αξία και εξώθησε τον γερμανικό λαό σε αναζήτηση «σωτήρα» στο πρόσωπο του αρχηγού του μικρού τότε ναζιστικού κόμματος. Υποβαθμίζεται όμως και αποσιωπάται ο καταστροφικός ρόλος που έπαιξε σε αυτό η πολιτική ακραίας λιτότητας του καγκελάριου Μπρούνινγκ.
Ο τελευταίος, αντί να αντιμετωπίσει την κρίση με μέτρα αναπτυξιακής πολιτικής, δημόσιων επενδύσεων και μεγάλων έργων υποδομής, έκανε ακριβώς το αντίθετο για να περιορίσει την ύφεση και να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ακόμη κατάρρευση την παραγωγή και την οικονομία. Είναι η ίδια πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στην περίπτωση της Ελλάδας, παρά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία αφ’ ενός και η Ελλάδα αφ’ ετέρου.
Τι σημαίνει για την Ελλάδα η εφαρμογή πολιτικής ακραίας λιτότητας, ενώ βρίσκεται σε μία τέτοια κατάσταση;
Τι σημαίνει η παράλογη αύξηση φόρων, όταν οι επιχειρήσεις και τα εισοδήματα καταρρέουν;
Τι σημαίνει η αύξηση στο 23% του ΦΠΑ στον τουρισμό, όταν οι γειτονικές και ανταγωνιστικές χώρες έχουν 8% ΦΠΑ;
Τι σημαίνει η αύξηση των επιβαρύνσεων στους αγρότες, όταν αναγνωρίζεται απ’ όλους ότι η ανόρθωση και η ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανάπτυξη;
Τι σημαίνει η εξοντωτική επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με φόρους, παρακρατήσεις και εισφορές που ανέρχονται στο 70% και 80% των ακαθάριστων εισοδημάτων τους; Πώς μπορούν να επιβιώσουν επιχειρήσεις και επαγγελματίες με τους όρους αυτούς, όταν σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η φορολογία είναι 10%; Δεν προκαλεί, βεβαίως, έκπληξη ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, 60.000 ελληνικές επιχειρήσεις μετανάστευσαν στη Βουλγαρία…
Τα ερωτήματα είναι πολλά. Κι ακόμη πιο αδυσώπητα, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, η Ελλάδα σήμερα δεν έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την κρίση με εθνικές πολιτικές. Αφ’ ενός, γιατί είναι τώρα υπό τον ζυγό των προαπαιτουμένων που θέτουν τα Μνημόνια. Αφ’ ετέρου, γιατί δεσμεύεται από το πλαίσιο και τους κανόνες της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και της Ευρωζώνης.
Εάν η Ελλάδα είχε την ελευθερία εθνικών πολιτικών, θα ανέτρεχε στις γνωστές συνταγές: παροχή αυξημένης ρευστότητας, έλεγχος του εμπορικού ισοζυγίου, με περιορισμό ενδεχομένως των εισαγωγών, δημόσιες επενδύσεις, ενίσχυση των εξαγωγών και αναπτυξιακά έργα υποδομής. Η αυξημένη ρευστότητα θα οδηγούσε σε αύξηση του πληθωρισμού, αλλά αυτός θα μπορούσε να μειωθεί σταδιακά, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη. Οι κανόνες όμως της ενιαίας αγοράς και το κοινό νόμισμα δεν επιτρέπουν σήμερα την προσφυγή στις πολιτικές αυτές. Αντιθέτως, το άνοιγμα των αγορών στην παγκοσμιοποίηση κατέστησε ανέφικτο οποιονδήποτε περιορισμό των εισαγωγών και εξέθεσε την εθνική παραγωγή σε καταστροφικό διεθνή ανταγωνισμό.
Πώς θα διαμορφωθεί υπό τις συνθήκες αυτές εθνική αναπτυξιακή πολιτική και στρατηγική; Η χώρα χρειάζεται την πολιτική και τη στρατηγική αυτή, αλλά η συστηνόμενη από τους θεσμούς ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας, την καθιστά ανέφικτη. Υποβάλλει την ιδέα ότι ο πρωταγωνιστής για την ανάπτυξη δεν θα είναι πλέον ούτε η ελληνική επιχειρηματικότητα, ούτε οι δημόσιες επενδύσεις. Θα είναι κατά κύριο λόγο οι ξένες πολυεθνικές και τα ξένα funds.
Η διεθνής αυτή επιχειρηματικότητα απαιτεί διεθνή ανταγωνιστικότητα, που καθορίζεται για το είδος της παραγωγής στην Ελλάδα με τους συντελεστές αμοιβών και τρίτων χωρών χαμηλού κόστους. Μισθοί, επομένως, συντάξεις, επίπεδο ζωής και κοινωνικό κράτος όπως αυτά που διαμορφώθηκαν στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Αυτή είναι η «μεγάλη» προοπτική που διανοίγει για την Ελλάδα το διευθυντήριο των Βρυξελλών και του Βερολίνου.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα έχασε αντί πινακίου φακής τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της. Έχασε τον έλεγχο 14 αεροδρομίων της και αναρωτιέται κανείς τι θα απομείνει από τον εθνικό πλούτο με την προβλεπόμενη από το Μνημόνιο, με ασαφείς όρους, δημιουργία του Υπερταμείου των 50 δισ. Ευρώ. Το τελευταίο αποκαλείται ευσχήμως και παραπλανητικά «Ταμείο για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας»!
Το μεγάλο επιχείρημα για την δικαιολόγηση της πολιτικής αυτής, είναι, βεβαίως, το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Αντί όμως να αναζητηθούν τρόποι για να βοηθηθεί η χώρα να επιστρέψει στην ανάπτυξη και στην αύξηση της παραγωγής για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το χρέος της – το μέρος τουλάχιστον εκείνο που οφείλει να πληρώσει-, της επιβάλλεται ως πολιτική το αδιέξοδο και ως μόνη δήθεν λύση το ξεπούλημα του εθνικού της πλούτου και η εξαθλίωση του λαού της.
Αυτή είναι η δήθεν Ευρωπαϊκή «Ένωση», η οποία ενώ άφησε μετέωρη και ασυντέλεστη την πολιτική της ενοποίηση, κατέστησε έμβλημά της τις χρηματιστικές αγορές και την παγκοσμιοποίηση.
Γιατί όμως η Ελλάδα να έχει κοινή αγορά και ανοικτά σύνορα με πολύ ισχυρότερες οικονομίες, εάν δεν υπάρχει πραγματική προοπτική πολιτικής Ενώσεως, που θα έφερνε ως αντιστάθμισμα πολιτικές κοινής αναπτύξεως, συγκλίσεως, συνοχής και αλληλεγγύης;
Η σημερινή πορεία της Ευρώπης πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όσους σκέπτονται και ανησυχούν για το μέλλον της χώρας. Η Ελλάδα δεν μπήκε στην Ευρώπη για να υποβαθμισθεί και να συμβαδίσει με γειτονικές της χώρες που απείχαν παρασάγγας σε επίπεδο ζωής και αναπτύξεως. Στο πνεύμα αυτό, πρέπει να προβληματισθεί σοβαρά για το δέον γενέσθαι, χωρίς φόβο, στερεότυπα και ιδεοληψίες.
Το Κυπριακό
Η αποδυνάμωση της χώρας, οικονομική και αμυντική, αντιμετωπίζεται επίσης από εχθρούς και άσπονδους «φίλους» ως μεγάλη «ευκαιρία» για τη «λύση» των εθνικών της θεμάτων. Πρώτο στη σειρά είναι το Κυπριακό. Η Ελληνική πλευρά έχει εγκλωβισθεί σε μία διπλωματική μέγγενη και πιέζεται να «αδράξει» την ευκαιρία για τη «λύση» που θα φέρει δήθεν την «επανένωση». Η παρουσιαζόμενη ως επανένωση θα ήταν ουσιαστικά η εγκατάλειψη κάθε αγώνα κατά της τουρκικής κατοχής, η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αναγνώριση, νομιμοποίηση και συνταγματοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων, με τη μορφή μιας διζωνικής ομοσπονδίας, που είναι στην πραγματικότητα συνομοσπονδία δύο ίσων μερών.
Σε μία τέτοια περίπτωση, η τουρκοκυπριακή μειοψηφία του 18% θα εξισωνόταν με την ελληνική πλειοψηφία του 80% και θα καταλυόταν κάθε έννοια δημοκρατικής αρχής. Καμία σημαντική απόφαση δεν θα μπορούσε να λαμβάνεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της άλλης πλευράς, η οποία ελέγχεται και θα εξακολουθήσει να ελέγχεται από την Άγκυρα. Οι Τουρκοκύπριοι υπολογίζονται σήμερα σε 79.000 περίπου. Ο τουρκοκύπριος ηγέτης δηλώνει ως «νόμιμο πληθυσμό» στα Κατεχόμενα 220.000, περιλαμβάνοντας τους εποίκους, που αποτελούν ήδη πλειοψηφία.
Με απλά λόγια, η Κύπρος με μία τέτοια «λύση», θα περιερχόταν στο σύνολό της από τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο. Οι σημερινές στρατηγικές συγκλίσεις και συμμαχίες που επιδιώκει από κοινού με την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ουσιαστικά θα ακυρωνόταν. Η Άγκυρα θα γινόταν επίσης νόμιμος και λεόντειος συνεταίρος στο φυσικό αέριο της Κύπρου.
Το δράμα στην περίπτωση αυτή δεν είναι μόνο οι εξωτερικές πιέσεις, που κινούνται με βάση το γνωστό στερεότυπο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, ο ελληνικός παράγων πρέπει να είναι «σύμμαχος» και «φίλος» του τουρκικού παράγοντα, γιατί έτσι επιτάσσουν τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Πρέπει επίσης να μην αναπτύσσει σχέσεις και συνεργασία με τον ρωσικό παράγοντα, παρά το γεγονός ότι η Ρωσία είναι μία μεγάλη και ομόδοξη χώρα, με την οποία η Ελλάδα έχει ιστορικούς φιλικούς δεσμούς και κάθε συμφέρον να έχει σήμερα σχέσεις σε όλους τους τομείς για λόγους οικονομικούς και στρατηγικής ισορροπίας και άμυνας.
Η διάβρωση του εσωτερικού μετώπου στην Κύπρο επιτρέπει στις ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, να γίνονται «αχθοφόροι» των ξένων σχεδίων και να προσπαθούν να παραπλανήσουν και να εξαπατήσουν τον κυπριακό λαό ότι τα σχέδια αυτά θα φέρουν δήθεν «λύση». Τη στιγμή, μάλιστα, που οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στην ίδια την Τουρκία επανακαθορίζουν το στρατηγικό τοπίο και αλλάζουν τους συσχετισμούς δυνάμεων που ίσχυαν μέχρι προσφάτως.
Δεν εκπλήττει, στο πλαίσιο αυτό, η πρόσκληση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών στον γενικό γραμματέα του ΑΚΕΛ, Άντρο Κυπριανού, να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη. Δεν εκπλήττει επίσης η επίσκεψη που ανέλαβε στο Ισραήλ ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου, για να «πείσει» την Ισραηλινή ηγεσία ότι η επιδιωκόμενη «λύση» δεν αντιτίθεται στα στρατηγικά συμφέροντα του Τελ Αβίβ και ότι δήθεν θα αποτελέσει συμβολή στη στρατηγική ασφάλεια του τελευταίου.
Το Ισραήλ δεν θέλει, προφανώς, στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου από την Άγκυρα, που θα έφερνε μία μουσουλμανική χώρα πίσω από την πλάτη του και θα απειλούσε εν δυνάμει τις δυτικές προσβάσεις του. Το Ισραήλ υπεστήριξε ενεργά το 1974 το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή γιατί είχε τότε φιλικές στρατηγικές σχέσεις με την Τουρκία. Η κατάσταση δεν είναι η ίδια σήμερα. Ο αμερικανικός παράγων ασκεί πιέσεις και στο Τελ Αβίβ «να τα βρει» με την Άγκυρα και να αποκαταστήσει σχέσεις και ενεργειακή συνεργασία μαζί της. Είναι τραγικό να συμπράττει προς αυτή την κατεύθυνση και η κυβέρνηση της Κύπρου, με τον έωλο ισχυρισμό ότι αυτό θα βοηθήσει την «επίλυση» του Κυπριακού!
Η Άγκυρα δημιουργεί κατάσταση πολιορκίας και στο Αιγαίο
Οι κίνδυνοι στα εθνικά θέματα δεν περιορίζονται, δυστυχώς, μόνο στο Κυπριακό. Η Άγκυρα εντείνει τις προκλήσεις της και στο Αιγαίο, δημιουργώντας κυριολεκτικά κατάσταση πολιορκίας στο βόρειο και στο νότιο τμήμα του. Μετά τις «κρουαζιέρες» των τουρκικών πολεμικών πλοίων μέχρι την Κέα, την Άνδρο, τις Κυκλάδες και το Άγιον Όρος, η Άγκυρα επιτείνει την τακτική του αποκλεισμού ολόκληρων περιοχών του Αιγαίου επί μήνες, με πρόσχημα τη διεξαγωγή ασκήσεων.
Αφού απέτρεψε μέχρι τώρα, με απειλές, την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τα διεθνή ύδατα του Αιγαίου για να παρουσιάζεται ότι έχει δικαιώματα σε όλο το Αιγαίο κι ότι αυτό δεν αποτελεί ελληνικό εθνικό χώρο, αλλά ανοικτό πεδίο συνδιαχειρίσεως, συγκυριαρχίας και συνεκμεταλλεύσεως.
Οι απειλές και οι προκλήσεις μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να κλιμακωθούν σε ανοικτή κρίση για να εκβιασθεί η Ελλάδα σε υποχωρήσεις. Ο κίνδυνος αυτός είναι εμφανής, με δεδομένη την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα και την αμυντική της αποδυνάμωση. Το ερώτημα «τι κάνουμε;» είναι αδυσώπητο και απαιτεί απαντήσεις…
Πιέσεις ασκούνται όμως και σε άλλα μέτωπα. Η Γερμανία, ως ηγεμονικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, συμπράττει με τις ΗΠΑ σε όλα τα θέματα που αναφέρονται στη δυτική γεωπολιτική, άσχετα με υπάρχοντες ανταγωνισμούς και διαφορές στο οικονομικό πεδίο.
Λαθρομετανάστευση, νέο και επικίνδυνο ζήτημα
Κοντά στα άλλα εθνικά θέματα, έχει δημιουργηθεί, κατά τα τελευταία χρόνια, κι ένα νέο και πολύ επικίνδυνο. Πρόκειται για την ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, που παρουσιάζεται προσφάτως λόγω Συρίας, ως «προσφυγικό».
Η Τουρκία έχει αναγάγει από χρόνια το θέμα αυτό σε υψηλή πολιτική, επιδιώκοντας γεωπολιτικούς στόχους, κατά πρώτο λόγο, σε σχέση με την Ελλάδα, και κατά δεύτερο λόγο σε σχέση με την Ευρώπη. Συνδυάζει την πολιτική της αυτή με τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ στα Βαλκάνια και με την παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία επιδιώκει τη σταδιακή αποδόμηση των εθνικών κρατών και των εθνικών ταυτοτήτων στην Ευρώπη. Προτάσσει ως άλλοθι την προαγωγή μιας ριζοσπαστικής δήθεν νεωτερικότητας και ιδεολογήματα διεθνισμού και οικουμενικού κοσμοπολιτισμού. Τα ιδεολογήματα αυτά συγχέονται επιτηδείως με παλαιά αριστερά ιδεολογήματα και συνθήματα και παρουσιάζονται ως «προοδευτικά». Επιτυγχάνουν έτσι να δημιουργούν σύγχυση και να παρουσιάζουν την προαγωγή της Νέας Τάξεως ως δήθεν «αριστερή», «διεθνιστική» και «προοδευτική» πρωτοπορία!
Η Ελλάδα, από τη γεωγραφική της θέση, είναι πύλη εισόδου για πρόσφυγες και λαθρομετανάστες. Οποιαδήποτε χαλαρή πολιτική, με ανθρωπιστικά κριτήρια, μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για τη χώρα και να καταστήσει πραγματικότητα τους σε βάρος της σχεδιασμούς της Άγκυρας. Η τελευταία, εκμεταλλευόμενη την πολιτική ανοικτών συνόρων που επιβάλλει η ευρωπαϊκή Οδηγία για το άσυλο, έχει αναγάγει το θέμα σε μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί, ζητώντας ανταλλάγματα σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, για να συνεργασθεί για τον έλεγχό του. Παρά τις υποσχέσεις που έδωσε στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, εξακολουθεί να αφήνει ανεξέλεγκτη τη ροή προσφύγων και λαθρομεταναστών προς τα ελληνικά νησιά, εν μέσω, μάλιστα, χειμώνος. Προβάλλει ως δικαιολογία την εκκρεμότητα που υπάρχει ακόμη στην παροχή των διεκδικουμένων ανταλλαγμάτων. Μεταξύ αυτών, η προώθηση της συνδιαχειρίσεως στο Αιγαίο για τον έλεγχο δήθεν της λαθρομεταναστεύσεως.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει θύμα μίας ευρωπαϊκής πολιτικής, τις συνέπειες της οποίας δεν θέλει η υπόλοιπη Ευρώπη να αναλάβει. Ήδη παντού στην Ευρώπη ανεγείρονται τείχη και φραγμοί. Στα σύνορα Ελλάδας και Σκοπίων γίνεται διαλογή μεταξύ προσφύγων και λαθρομεταναστών. Στους πρόσφυγες επιτρέπεται η είσοδος. ΟΙ λαθρομετανάστες απωθούνται στην Ελλάδα. Στα Ελληνικά όμως σύνορα με την Τουρκία δεν γίνεται καμία διαλογή. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή Οδηγία, έχουν δικαίωμα να εισέλθουν όλοι όσοι δηλώνουν «πρόσφυγες».
Πού οδηγεί αυτή η κατάσταση; Η ανθρωπιστική στάση απέναντι στους πραγματικούς πρόσφυγες δεν μπορεί να γίνει επιχείρημα για την ανοχή μιας ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως και τη συντήρηση μιας καταστάσεως που εξελίσσεται σε ευθεία απειλή κατά της χώρας.
Η Ελλάδα, αντί να είναι όμηρος του τουρκικού εκφοβισμού, πρέπει να αντιστρέψει το πρόβλημα. Να θέσει ευθέως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της ευθύνες της Άγκυρας και να επιφυλαχθεί να αναστείλει την εφαρμογή της ευρωπαϊκής Οδηγίας για το άσυλο, επικαλούμενη έκτακτες συνθήκες και λόγους εθνικής ασφάλειας.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 323
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Από το kostasxan
-->
Πρέσβυ ε.τ.
Η Ελλάδα διέρχεται σήμερα μία από τις κρισιμότερες φάσεις της σύγχρονης ιστορίας της. Αντιμετωπίζει μία οικονομική κρίση, την οποία δεν μπορεί να διαχειρισθεί με εθνικές πολιτικές. Η οικονομική, διπλωματική και αμυντική αποδυνάμωση της χώρας επιδεινώνει τη θέση των εθνικών της θεμάτων και δημιουργεί μεγάλους κινδύνους για την ασφάλεια του ελληνικού εθνικού χώρου.
Η εικόνα αυτή επιβαρύνεται επιπλέον από την ανεξέλεγκτη κατάσταση που έχει
δημιουργηθεί στο θέμα των προσφύγων και λαθρομεταναστών. Το θέμα δεν είναι καθόλου μικρό και ακίνδυνο. Έχει καταλυτικές γεωπολιτικές διαστάσεις. Αν παραμείνει ανεξέλεγκτο για μακρό σχετικά διάστημα, μπορεί να δημιουργήσει μη αναστρέψιμες και ολέθριες συνέπειες στην εθνική συνοχή, ταυτότητα και ασφάλεια.
Ευκαιρία για κάποιους να μας επιβάλουν γεωοικονομικό έλεγχο
Διανύουμε το 2016, το έκτο έτος μίας πρωτοφανούς κρίσεως και οικονομικής καταστροφής, που ήταν μέχρι τώρα αδιανόητη για περίοδο ειρήνης. Ακόμη πιο παράδοξο είναι το γεγονός ότι ο ελληνικός λαός, παρά τις τρομακτικές θυσίες που έχει υποστεί, καλείται συνεχώς σε νέες θυσίες και ταυτόχρονα δεν διαβλέπει την πολιτική και την προοπτική μιας διεξόδου προς την ανάπτυξη.
Αντιθέτως, πολλαπλασιάζονται τα ερωτήματά του για το που πραγματικά οδηγεί η συστηνόμενη από τους θεσμούς πολιτική, που αποτελεί, υποτίθεται, συνταγή σωτηρίας. Η ιστορική εμπειρία και η συμβατική λογική την οποία αναδέχονται ι μεγαλύτεροι οικονομολόγοι του κόσμου, αρχής γενομένης από τον Κέυνς, που επηρέασε παγκόσμια τις οικονομικές πολιτικές μέχρι τη δεκαετία του ’70, διδάσκουν ότι η εφαρμογή πολιτικών ακραίας λιτότητας υπό συνθήκες υφέσεως έχει ολέθριες συνέπειες. Τα ιστορικά παραδείγματα είναι από τα πιο διδακτικά.
Το πρώτο είναι οι πολιτικές λιτότητας που εφάρμοσαν οι δύο προκάτοχοι του αμερικανού προέδρου Φραγκλίνου Ρούζβελτ για να ελέγξουν την κρίση που ξέσπασε το 1929. Η κρίση αντιμετωπίσθηκε με τα ριζικά μέτρα και τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ για τον έλεγχο της χρηματιστικής κερδοσκοπίας, τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας και της παραγωγής, την ενίσχυση του ρόλου του κράτους και την αναζωογόνηση της εθνικής οικονομίας, με δημόσιες επενδύσεις, παροχή υψηλής ρευστότητας στην οικονομία και μεγάλα έργα υποδομής.
Το ίδιο ισχύει και για τη Γερμανία του Μεσοπολέμου. Υποστηρίζεται ανακριβώς ότι η άνοδος του Χίτλερ οφείλεται στην πληθωριστική πολιτική της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η τελευταία εκμηδένισε, πράγματι, κάθε οικονομική αξία και εξώθησε τον γερμανικό λαό σε αναζήτηση «σωτήρα» στο πρόσωπο του αρχηγού του μικρού τότε ναζιστικού κόμματος. Υποβαθμίζεται όμως και αποσιωπάται ο καταστροφικός ρόλος που έπαιξε σε αυτό η πολιτική ακραίας λιτότητας του καγκελάριου Μπρούνινγκ.
Ο τελευταίος, αντί να αντιμετωπίσει την κρίση με μέτρα αναπτυξιακής πολιτικής, δημόσιων επενδύσεων και μεγάλων έργων υποδομής, έκανε ακριβώς το αντίθετο για να περιορίσει την ύφεση και να χαλιναγωγήσει τον πληθωρισμό. Αυτό όμως είχε ως αποτέλεσμα να οδηγήσει σε μεγαλύτερη ακόμη κατάρρευση την παραγωγή και την οικονομία. Είναι η ίδια πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στην περίπτωση της Ελλάδας, παρά τις διαφορές που υπάρχουν μεταξύ των δύο χωρών, όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία αφ’ ενός και η Ελλάδα αφ’ ετέρου.
Τι σημαίνει για την Ελλάδα η εφαρμογή πολιτικής ακραίας λιτότητας, ενώ βρίσκεται σε μία τέτοια κατάσταση;
Τι σημαίνει η παράλογη αύξηση φόρων, όταν οι επιχειρήσεις και τα εισοδήματα καταρρέουν;
Τι σημαίνει η αύξηση στο 23% του ΦΠΑ στον τουρισμό, όταν οι γειτονικές και ανταγωνιστικές χώρες έχουν 8% ΦΠΑ;
Τι σημαίνει η αύξηση των επιβαρύνσεων στους αγρότες, όταν αναγνωρίζεται απ’ όλους ότι η ανόρθωση και η ενίσχυση της πρωτογενούς παραγωγής είναι εκ των ων ουκ άνευ για την επανεκκίνηση της οικονομίας και την ανάπτυξη;
Τι σημαίνει η εξοντωτική επιβάρυνση των ελευθέρων επαγγελματιών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με φόρους, παρακρατήσεις και εισφορές που ανέρχονται στο 70% και 80% των ακαθάριστων εισοδημάτων τους; Πώς μπορούν να επιβιώσουν επιχειρήσεις και επαγγελματίες με τους όρους αυτούς, όταν σε γειτονικές χώρες, όπως η Βουλγαρία, η φορολογία είναι 10%; Δεν προκαλεί, βεβαίως, έκπληξη ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, 60.000 ελληνικές επιχειρήσεις μετανάστευσαν στη Βουλγαρία…
Τα ερωτήματα είναι πολλά. Κι ακόμη πιο αδυσώπητα, εάν λάβει κανείς υπ’ όψιν ότι, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, η Ελλάδα σήμερα δεν έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει την κρίση με εθνικές πολιτικές. Αφ’ ενός, γιατί είναι τώρα υπό τον ζυγό των προαπαιτουμένων που θέτουν τα Μνημόνια. Αφ’ ετέρου, γιατί δεσμεύεται από το πλαίσιο και τους κανόνες της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς και της Ευρωζώνης.
Εάν η Ελλάδα είχε την ελευθερία εθνικών πολιτικών, θα ανέτρεχε στις γνωστές συνταγές: παροχή αυξημένης ρευστότητας, έλεγχος του εμπορικού ισοζυγίου, με περιορισμό ενδεχομένως των εισαγωγών, δημόσιες επενδύσεις, ενίσχυση των εξαγωγών και αναπτυξιακά έργα υποδομής. Η αυξημένη ρευστότητα θα οδηγούσε σε αύξηση του πληθωρισμού, αλλά αυτός θα μπορούσε να μειωθεί σταδιακά, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη. Οι κανόνες όμως της ενιαίας αγοράς και το κοινό νόμισμα δεν επιτρέπουν σήμερα την προσφυγή στις πολιτικές αυτές. Αντιθέτως, το άνοιγμα των αγορών στην παγκοσμιοποίηση κατέστησε ανέφικτο οποιονδήποτε περιορισμό των εισαγωγών και εξέθεσε την εθνική παραγωγή σε καταστροφικό διεθνή ανταγωνισμό.
Πώς θα διαμορφωθεί υπό τις συνθήκες αυτές εθνική αναπτυξιακή πολιτική και στρατηγική; Η χώρα χρειάζεται την πολιτική και τη στρατηγική αυτή, αλλά η συστηνόμενη από τους θεσμούς ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική λιτότητας, την καθιστά ανέφικτη. Υποβάλλει την ιδέα ότι ο πρωταγωνιστής για την ανάπτυξη δεν θα είναι πλέον ούτε η ελληνική επιχειρηματικότητα, ούτε οι δημόσιες επενδύσεις. Θα είναι κατά κύριο λόγο οι ξένες πολυεθνικές και τα ξένα funds.
Η διεθνής αυτή επιχειρηματικότητα απαιτεί διεθνή ανταγωνιστικότητα, που καθορίζεται για το είδος της παραγωγής στην Ελλάδα με τους συντελεστές αμοιβών και τρίτων χωρών χαμηλού κόστους. Μισθοί, επομένως, συντάξεις, επίπεδο ζωής και κοινωνικό κράτος όπως αυτά που διαμορφώθηκαν στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού. Αυτή είναι η «μεγάλη» προοπτική που διανοίγει για την Ελλάδα το διευθυντήριο των Βρυξελλών και του Βερολίνου.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ελλάδα έχασε αντί πινακίου φακής τον έλεγχο του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της. Έχασε τον έλεγχο 14 αεροδρομίων της και αναρωτιέται κανείς τι θα απομείνει από τον εθνικό πλούτο με την προβλεπόμενη από το Μνημόνιο, με ασαφείς όρους, δημιουργία του Υπερταμείου των 50 δισ. Ευρώ. Το τελευταίο αποκαλείται ευσχήμως και παραπλανητικά «Ταμείο για την Αξιοποίηση της Δημόσιας Περιουσίας»!
Το μεγάλο επιχείρημα για την δικαιολόγηση της πολιτικής αυτής, είναι, βεβαίως, το υπέρογκο δημόσιο χρέος. Αντί όμως να αναζητηθούν τρόποι για να βοηθηθεί η χώρα να επιστρέψει στην ανάπτυξη και στην αύξηση της παραγωγής για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το χρέος της – το μέρος τουλάχιστον εκείνο που οφείλει να πληρώσει-, της επιβάλλεται ως πολιτική το αδιέξοδο και ως μόνη δήθεν λύση το ξεπούλημα του εθνικού της πλούτου και η εξαθλίωση του λαού της.
Αυτή είναι η δήθεν Ευρωπαϊκή «Ένωση», η οποία ενώ άφησε μετέωρη και ασυντέλεστη την πολιτική της ενοποίηση, κατέστησε έμβλημά της τις χρηματιστικές αγορές και την παγκοσμιοποίηση.
Γιατί όμως η Ελλάδα να έχει κοινή αγορά και ανοικτά σύνορα με πολύ ισχυρότερες οικονομίες, εάν δεν υπάρχει πραγματική προοπτική πολιτικής Ενώσεως, που θα έφερνε ως αντιστάθμισμα πολιτικές κοινής αναπτύξεως, συγκλίσεως, συνοχής και αλληλεγγύης;
Η σημερινή πορεία της Ευρώπης πρέπει να προβληματίσει σοβαρά όσους σκέπτονται και ανησυχούν για το μέλλον της χώρας. Η Ελλάδα δεν μπήκε στην Ευρώπη για να υποβαθμισθεί και να συμβαδίσει με γειτονικές της χώρες που απείχαν παρασάγγας σε επίπεδο ζωής και αναπτύξεως. Στο πνεύμα αυτό, πρέπει να προβληματισθεί σοβαρά για το δέον γενέσθαι, χωρίς φόβο, στερεότυπα και ιδεοληψίες.
Το Κυπριακό
Η αποδυνάμωση της χώρας, οικονομική και αμυντική, αντιμετωπίζεται επίσης από εχθρούς και άσπονδους «φίλους» ως μεγάλη «ευκαιρία» για τη «λύση» των εθνικών της θεμάτων. Πρώτο στη σειρά είναι το Κυπριακό. Η Ελληνική πλευρά έχει εγκλωβισθεί σε μία διπλωματική μέγγενη και πιέζεται να «αδράξει» την ευκαιρία για τη «λύση» που θα φέρει δήθεν την «επανένωση». Η παρουσιαζόμενη ως επανένωση θα ήταν ουσιαστικά η εγκατάλειψη κάθε αγώνα κατά της τουρκικής κατοχής, η κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και η αναγνώριση, νομιμοποίηση και συνταγματοποίηση των τετελεσμένων γεγονότων, με τη μορφή μιας διζωνικής ομοσπονδίας, που είναι στην πραγματικότητα συνομοσπονδία δύο ίσων μερών.
Σε μία τέτοια περίπτωση, η τουρκοκυπριακή μειοψηφία του 18% θα εξισωνόταν με την ελληνική πλειοψηφία του 80% και θα καταλυόταν κάθε έννοια δημοκρατικής αρχής. Καμία σημαντική απόφαση δεν θα μπορούσε να λαμβάνεται χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της άλλης πλευράς, η οποία ελέγχεται και θα εξακολουθήσει να ελέγχεται από την Άγκυρα. Οι Τουρκοκύπριοι υπολογίζονται σήμερα σε 79.000 περίπου. Ο τουρκοκύπριος ηγέτης δηλώνει ως «νόμιμο πληθυσμό» στα Κατεχόμενα 220.000, περιλαμβάνοντας τους εποίκους, που αποτελούν ήδη πλειοψηφία.
Με απλά λόγια, η Κύπρος με μία τέτοια «λύση», θα περιερχόταν στο σύνολό της από τουρκικό γεωπολιτικό έλεγχο. Οι σημερινές στρατηγικές συγκλίσεις και συμμαχίες που επιδιώκει από κοινού με την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, ουσιαστικά θα ακυρωνόταν. Η Άγκυρα θα γινόταν επίσης νόμιμος και λεόντειος συνεταίρος στο φυσικό αέριο της Κύπρου.
Το δράμα στην περίπτωση αυτή δεν είναι μόνο οι εξωτερικές πιέσεις, που κινούνται με βάση το γνωστό στερεότυπο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία. Σύμφωνα με τη λογική αυτή, ο ελληνικός παράγων πρέπει να είναι «σύμμαχος» και «φίλος» του τουρκικού παράγοντα, γιατί έτσι επιτάσσουν τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Πρέπει επίσης να μην αναπτύσσει σχέσεις και συνεργασία με τον ρωσικό παράγοντα, παρά το γεγονός ότι η Ρωσία είναι μία μεγάλη και ομόδοξη χώρα, με την οποία η Ελλάδα έχει ιστορικούς φιλικούς δεσμούς και κάθε συμφέρον να έχει σήμερα σχέσεις σε όλους τους τομείς για λόγους οικονομικούς και στρατηγικής ισορροπίας και άμυνας.
Η διάβρωση του εσωτερικού μετώπου στην Κύπρο επιτρέπει στις ηγεσίες των δύο μεγάλων κομμάτων, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, να γίνονται «αχθοφόροι» των ξένων σχεδίων και να προσπαθούν να παραπλανήσουν και να εξαπατήσουν τον κυπριακό λαό ότι τα σχέδια αυτά θα φέρουν δήθεν «λύση». Τη στιγμή, μάλιστα, που οι εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και στην ίδια την Τουρκία επανακαθορίζουν το στρατηγικό τοπίο και αλλάζουν τους συσχετισμούς δυνάμεων που ίσχυαν μέχρι προσφάτως.
Δεν εκπλήττει, στο πλαίσιο αυτό, η πρόσκληση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών στον γενικό γραμματέα του ΑΚΕΛ, Άντρο Κυπριανού, να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη. Δεν εκπλήττει επίσης η επίσκεψη που ανέλαβε στο Ισραήλ ο πρόεδρος του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου, για να «πείσει» την Ισραηλινή ηγεσία ότι η επιδιωκόμενη «λύση» δεν αντιτίθεται στα στρατηγικά συμφέροντα του Τελ Αβίβ και ότι δήθεν θα αποτελέσει συμβολή στη στρατηγική ασφάλεια του τελευταίου.
Το Ισραήλ δεν θέλει, προφανώς, στρατηγικό έλεγχο της Κύπρου από την Άγκυρα, που θα έφερνε μία μουσουλμανική χώρα πίσω από την πλάτη του και θα απειλούσε εν δυνάμει τις δυτικές προσβάσεις του. Το Ισραήλ υπεστήριξε ενεργά το 1974 το πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή γιατί είχε τότε φιλικές στρατηγικές σχέσεις με την Τουρκία. Η κατάσταση δεν είναι η ίδια σήμερα. Ο αμερικανικός παράγων ασκεί πιέσεις και στο Τελ Αβίβ «να τα βρει» με την Άγκυρα και να αποκαταστήσει σχέσεις και ενεργειακή συνεργασία μαζί της. Είναι τραγικό να συμπράττει προς αυτή την κατεύθυνση και η κυβέρνηση της Κύπρου, με τον έωλο ισχυρισμό ότι αυτό θα βοηθήσει την «επίλυση» του Κυπριακού!
Η Άγκυρα δημιουργεί κατάσταση πολιορκίας και στο Αιγαίο
Οι κίνδυνοι στα εθνικά θέματα δεν περιορίζονται, δυστυχώς, μόνο στο Κυπριακό. Η Άγκυρα εντείνει τις προκλήσεις της και στο Αιγαίο, δημιουργώντας κυριολεκτικά κατάσταση πολιορκίας στο βόρειο και στο νότιο τμήμα του. Μετά τις «κρουαζιέρες» των τουρκικών πολεμικών πλοίων μέχρι την Κέα, την Άνδρο, τις Κυκλάδες και το Άγιον Όρος, η Άγκυρα επιτείνει την τακτική του αποκλεισμού ολόκληρων περιοχών του Αιγαίου επί μήνες, με πρόσχημα τη διεξαγωγή ασκήσεων.
Αφού απέτρεψε μέχρι τώρα, με απειλές, την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων, εκμεταλλεύεται καταχρηστικά τα διεθνή ύδατα του Αιγαίου για να παρουσιάζεται ότι έχει δικαιώματα σε όλο το Αιγαίο κι ότι αυτό δεν αποτελεί ελληνικό εθνικό χώρο, αλλά ανοικτό πεδίο συνδιαχειρίσεως, συγκυριαρχίας και συνεκμεταλλεύσεως.
Οι απειλές και οι προκλήσεις μπορούν οποιαδήποτε στιγμή να κλιμακωθούν σε ανοικτή κρίση για να εκβιασθεί η Ελλάδα σε υποχωρήσεις. Ο κίνδυνος αυτός είναι εμφανής, με δεδομένη την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα και την αμυντική της αποδυνάμωση. Το ερώτημα «τι κάνουμε;» είναι αδυσώπητο και απαιτεί απαντήσεις…
Πιέσεις ασκούνται όμως και σε άλλα μέτωπα. Η Γερμανία, ως ηγεμονικό κέντρο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, συμπράττει με τις ΗΠΑ σε όλα τα θέματα που αναφέρονται στη δυτική γεωπολιτική, άσχετα με υπάρχοντες ανταγωνισμούς και διαφορές στο οικονομικό πεδίο.
Λαθρομετανάστευση, νέο και επικίνδυνο ζήτημα
Κοντά στα άλλα εθνικά θέματα, έχει δημιουργηθεί, κατά τα τελευταία χρόνια, κι ένα νέο και πολύ επικίνδυνο. Πρόκειται για την ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση, που παρουσιάζεται προσφάτως λόγω Συρίας, ως «προσφυγικό».
Η Τουρκία έχει αναγάγει από χρόνια το θέμα αυτό σε υψηλή πολιτική, επιδιώκοντας γεωπολιτικούς στόχους, κατά πρώτο λόγο, σε σχέση με την Ελλάδα, και κατά δεύτερο λόγο σε σχέση με την Ευρώπη. Συνδυάζει την πολιτική της αυτή με τις γεωπολιτικές επιδιώξεις των ΗΠΑ στα Βαλκάνια και με την παγκοσμιοποίηση. Η τελευταία επιδιώκει τη σταδιακή αποδόμηση των εθνικών κρατών και των εθνικών ταυτοτήτων στην Ευρώπη. Προτάσσει ως άλλοθι την προαγωγή μιας ριζοσπαστικής δήθεν νεωτερικότητας και ιδεολογήματα διεθνισμού και οικουμενικού κοσμοπολιτισμού. Τα ιδεολογήματα αυτά συγχέονται επιτηδείως με παλαιά αριστερά ιδεολογήματα και συνθήματα και παρουσιάζονται ως «προοδευτικά». Επιτυγχάνουν έτσι να δημιουργούν σύγχυση και να παρουσιάζουν την προαγωγή της Νέας Τάξεως ως δήθεν «αριστερή», «διεθνιστική» και «προοδευτική» πρωτοπορία!
Η Ελλάδα, από τη γεωγραφική της θέση, είναι πύλη εισόδου για πρόσφυγες και λαθρομετανάστες. Οποιαδήποτε χαλαρή πολιτική, με ανθρωπιστικά κριτήρια, μπορεί να έχει ολέθριες συνέπειες για τη χώρα και να καταστήσει πραγματικότητα τους σε βάρος της σχεδιασμούς της Άγκυρας. Η τελευταία, εκμεταλλευόμενη την πολιτική ανοικτών συνόρων που επιβάλλει η ευρωπαϊκή Οδηγία για το άσυλο, έχει αναγάγει το θέμα σε μεγάλο διαπραγματευτικό χαρτί, ζητώντας ανταλλάγματα σε βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου, για να συνεργασθεί για τον έλεγχό του. Παρά τις υποσχέσεις που έδωσε στην Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής, εξακολουθεί να αφήνει ανεξέλεγκτη τη ροή προσφύγων και λαθρομεταναστών προς τα ελληνικά νησιά, εν μέσω, μάλιστα, χειμώνος. Προβάλλει ως δικαιολογία την εκκρεμότητα που υπάρχει ακόμη στην παροχή των διεκδικουμένων ανταλλαγμάτων. Μεταξύ αυτών, η προώθηση της συνδιαχειρίσεως στο Αιγαίο για τον έλεγχο δήθεν της λαθρομεταναστεύσεως.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει θύμα μίας ευρωπαϊκής πολιτικής, τις συνέπειες της οποίας δεν θέλει η υπόλοιπη Ευρώπη να αναλάβει. Ήδη παντού στην Ευρώπη ανεγείρονται τείχη και φραγμοί. Στα σύνορα Ελλάδας και Σκοπίων γίνεται διαλογή μεταξύ προσφύγων και λαθρομεταναστών. Στους πρόσφυγες επιτρέπεται η είσοδος. ΟΙ λαθρομετανάστες απωθούνται στην Ελλάδα. Στα Ελληνικά όμως σύνορα με την Τουρκία δεν γίνεται καμία διαλογή. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή Οδηγία, έχουν δικαίωμα να εισέλθουν όλοι όσοι δηλώνουν «πρόσφυγες».
Πού οδηγεί αυτή η κατάσταση; Η ανθρωπιστική στάση απέναντι στους πραγματικούς πρόσφυγες δεν μπορεί να γίνει επιχείρημα για την ανοχή μιας ανεξέλεγκτης λαθρομεταναστεύσεως και τη συντήρηση μιας καταστάσεως που εξελίσσεται σε ευθεία απειλή κατά της χώρας.
Η Ελλάδα, αντί να είναι όμηρος του τουρκικού εκφοβισμού, πρέπει να αντιστρέψει το πρόβλημα. Να θέσει ευθέως στην Ευρωπαϊκή Ένωση της ευθύνες της Άγκυρας και να επιφυλαχθεί να αναστείλει την εφαρμογή της ευρωπαϊκής Οδηγίας για το άσυλο, επικαλούμενη έκτακτες συνθήκες και λόγους εθνικής ασφάλειας.
Πηγή περιοδικό «Επίκαιρα», τεύχος 323
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Από το kostasxan
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου