Γράφει ο Χρήστος Γιανναράς
Η γνώμη του γράφοντος, πιθανόν εσφαλμένη, είναι ότι ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όφειλε να προσφέρει προεκλογικά στο κοινωνικό σώμα κυρίως πληροφόρηση και λιγότερο ή καθόλου επαγγελίες.
Όφειλε να εξηγήσει ρεαλιστικά και τεκμηριωμένα την πολιτική μεταστροφή του: να αναλύσει τους παράγοντες και τα δεδομένα που τον οδήγησαν να υπογράψει το Τρίτο Μνημόνιο, το επαχθέστερο.
Η προσωπική αυτή γνώμη δεν προκύπτει από τη
λογική των αντιρρήσεων της εσωκομματικής του κ. Τσίπρα αντιπολίτευσης ούτε από τη «λογική» της φτηνής κακεντρέχειας των υπόλοιπων στη Βουλή κομματαρχών. Προκύπτει από την εμπειρική πιστοποίηση ότι, σε κρίσιμες περιστάσεις, είναι γόνιμη η κυριολεκτική εκφραστική – να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους. Και να λέγονται όλα, χωρίς περιφράσεις, έμμεσες αναφορές, υπαινιγμούς. Διότι αυτό που ενδιαφέρει την ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να είναι το αν θα πρωθυπουργεύσει και πάλι ο κ. Τσίπρας. Το μέλλον αυτής της κοινωνίας θα το καθορίσει η ρεαλιστική ή ψευδαισθητική εικόνα για την Ευρώπη στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Ειδικότερα στη συνείδηση του 38% των Ελλαδιτών, που ψήφισαν «ναι» στους οποιουσδήποτε όρους υποτέλειας, αρκεί να παραμείνει νόμισμα της Ελλάδας το ευρώ.
Η εσωκομματική τότε αντιπολίτευση του κ. Τσίπρα δεν ασχολήθηκε, γι’ αυτό και δεν μας πληροφόρησε για τους παράγοντες και τα δεδομένα που παγίδευσαν (ίσως) τον Ελληνα πρωθυπουργό στον μονόδρομο της υπογραφής του Τρίτου Μνημονίου. Δεν τους ενδιέφερε το άνισο της μάχης ούτε τα κίνητρα (ιδιοτέλειας ή ευθύνης) της τελικής, άνευ όρων παράδοσης. Το μόνο που τους έκοφτε ήταν η ασυνέπεια Τσίπρα στην ιδεολογική ντιρεχτίβα – αντέταξαν ρητορεύματα μηδαμινής πολιτικής σοβαρότητας και συμπλεγματικού φανατισμού, καυτηρίασαν την ιδεολογική «απόκλιση». (Είναι το μόνιμο ψυχαναγκαστικό σύνδρομο κάθε
μαρξιστικής Αριστεράς: η ιδεολογική συνέπεια καταξιώνει την ηλιθιότητα, αμνηστεύει και την πιο στυγνή απανθρωπία – απαράλλαχτα όπως και στον ιδεολογικοποιημένο «χριστιανισμό»).
Στη λήγουσα σήμερα προεκλογική περίοδο το τελευταίο που χρειαζόμασταν να ακούσουμε από τον κ. Τσίπρα ήταν προγραμματικές επαγγελίες. Οχι επειδή ανακάλεσε ή δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει σχεδόν όλα όσα είχε σε προηγούμενες εκλογές επαγγελθεί – δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος ασυνεπής στις προεκλογικές υποσχέσεις του πρωθυπουργός. Αυτό που περιμέναμε και που θα κατακτούσε την εμπιστοσύνη σοβαρών, σκεπτόμενων ανθρώπων, θα ήταν να καταθέσει την πεντάμηνη εμπειρία του, με ρεαλισμό και αποδεικτικά στοιχεία: Να μας δείξει, ποια είναι τα όρια των δυνατοτήτων σήμερα του ελληνικού λαού να αυτοπροσδιορίζεται, να επιλέγει τους άρχοντές του, να δέχεται ή να απορρίπτει πολιτικά προγράμματα, να σχεδιάζει το μέλλον του.
Αν θέλουμε να ανήκουμε στην Ε.Ε., θα πρέπει να παραιτηθούμε οριστικά (ή για πόσα χρόνια) από την προσπάθεια να λειτουργεί «κοινωνικό κράτος», Σύστημα Υγείας, σεβασμός των συνομολογημένων με το κράτος μισθών και συντάξεων; Θα πρέπει να εκποιήσουμε οπωσδήποτε σε κερδοσκόπους ιδιώτες την κοινωνική περιουσία (υδροδότηση, ηλεκτροδότηση, οδικό δίκτυο, λιμάνια, αεροδρόμια, αρχαιολογικούς χώρους, ακτές); Για την παιδεία, τη γλώσσα, την ιστορική μας συνείδηση, τα βιβλία των παιδιών μας στο σχολειό, μπορούμε να αποφασίζουμε χωρίς επιτρόπευση;
Για τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς τα παραπάνω ερωτήματα εκφράζουν απλώς «ευρωσκεπτικισμό»: ορθολογική αμφισβήτηση συγκυριακών ορθολογικών επιλογών της αυτονομημένης από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες (και ανάγκες) γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας τα ερωτήματα αφορούν (είτε το διαβλέπουν οι πολλοί είτε όχι) στη συνέχεια της παρουσίας του Ελληνισμού στην Ιστορία.
«Μεγαλοϊδεατικές μεγαλοστομίες», είναι η απλοϊκή αντίδραση σε κάθε προβληματισμό για την ιστορική επιβίωση του Ελληνισμού. Και ίσως δικαιολογημένα, αφού η ελληνικότητα είναι πια μόνο εθνικός προσδιορισμός, δηλώνει μόνο κρατική υπηκοότητα (και αυτή σίγουρα της ντροπής) – καμία πλέον σχέση με πολιτισμική ετερότητα, με ενεργό επικαιρική πρόταση ευρύτερης δυναμικής. Στους δυο αιώνες βίου του ελλαδικού κρατιδίου, η προπαγανδιστική πλαστογράφηση της Ιστορίας και η παρακμιακή ξιπασιά εμπέδωσαν στην πλειονότητα των Ελλήνων την αντιστροφή των δεδομένων της πραγματικότητας – το άσπρο μαύρο: Οτι η ιστορική συνέχεια της αρχαιοελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς κατορθώθηκε, όχι στον μέγα εξελληνισμένο κόσμο της ρωμαϊκής «οικουμένης» και με τα ιλιγγιώδη επιτεύγματά του, αλλά στη μεταρωμαϊκή Δύση, τη βίαια εποικισμένη από τα πρωτόγονα, βαρβαρικά φύλα της ασιατικής στέπας και των σκανδιναβικών παγετώνων.
Η βαρβαρική καταγωγή δεν ακυρώνει ούτε μειώνει τον εκθαμβωτικό πολιτισμό που παρήγαγε, μετά τον Μεσαίωνα, η Δύση. Αλλά ούτε το καινούργιο θαυμαστό γέννημα δικαιούται να ιδιοποιείται την ελληνική ετερότητα και να επιβάλλει την εξάλειψη της καισαρικής διαφοράς. Η ελληνική κατανόηση του Αριστοτέλη θα παραμένει πάντοτε ασύμβατη με τη δυτική, χρηστική - εργαλειακή ανάγνωσή του. Η αρχαία ελληνική δημοκρατία θα είναι πάντοτε κάτι ριζικά διαφορετικό από την «αντιπροσωπευτική» δυτική, τη θεμελιωμένη στο «ατομικό δικαίωμα» και όχι στο «κοινόν άθλημα».
Η διαφορά δεν σημαίνει οπωσδήποτε αντιπαλότητα ή εχθρότητα. Αλλά η σκόπιμη εξάλειψη της διαφοράς είναι έγκλημα, που στερεί την ανθρωπότητα από δυνατότητες ζωτικών επιλογών, από πλούτο πολύτιμο ανοιχτών δυνατοτήτων προσανατολισμού. Ο ελληνικός τρόπος του βίου ήταν πάντοτε κοινωνιοκεντρικός, ο δυτικός θωρακισμένα ατομοκεντρικός. Ελληνική είναι η προτεραιότητα (άθλημα και ρίσκο) της σχέσης, δυτική η σιγουριά της σύμβασης. Η αλήθεια για τον Ελληνα είναι εμπειρική - κοινωνούμενη βεβαιότητα, για τον Δυτικό τεκμηριωμένη νοητική «πεποίθηση».
Δεν είμαστε ούτε ανώτεροι ούτε υπέρτεροι. Ημασταν κάποτε διαφορετικοί. Ας διαβάσει ο πολίτης του σημερινού Ελλαδέξ, για την καταγωγική διαφορά Ελληνισμού και Δύσης, τους κορυφαίους Δυτικούς μεσαιωνολόγους: Georges Duby, Jacques Le Goff, J. M. Wallace - Hadrille, Etienne Gilson, Henry Chadwick – αρκούν.
Το παιχνίδι έχει τελειώσει. Επιτελεύτια θα παραμείνει η εικόνα των συλλαλητηρίων που οργανώθηκαν για την υποστήριξη του «ναι»: η «καλή κοινωνία» των Αθηνών, κομμωτηριασμένη, μακιγιαρισμένη, σικάτη, με υψωμένες τις δαχτυλιδοφορτωμένες γροθίτσες των κυριών, να τσιρίζει υστερικά: Ε-βρώ-πη, Ε-βρώ-πη! Ευρώπη σημαίνει χρήμα, πακέτα επιδοτήσεων, «προγράμματα» για τις κομματικές ατσίδες – Ευρώπη λοιπόν, κι ας πάει και το παλιάμπελο, η Ελλάδα.
Ο Αλέξης Τσίπρας όφειλε να λογοδοτήσει σε έναν αφελληνισμένο λαό για την υπεράσπιση μιας ακατανόητης, για όλους πια, ελληνικότητας.
Πηγή "Καθημερινή"
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Από το Ας μιλήσουμε επιτέλους
-->
Η γνώμη του γράφοντος, πιθανόν εσφαλμένη, είναι ότι ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όφειλε να προσφέρει προεκλογικά στο κοινωνικό σώμα κυρίως πληροφόρηση και λιγότερο ή καθόλου επαγγελίες.
Όφειλε να εξηγήσει ρεαλιστικά και τεκμηριωμένα την πολιτική μεταστροφή του: να αναλύσει τους παράγοντες και τα δεδομένα που τον οδήγησαν να υπογράψει το Τρίτο Μνημόνιο, το επαχθέστερο.
Η προσωπική αυτή γνώμη δεν προκύπτει από τη
λογική των αντιρρήσεων της εσωκομματικής του κ. Τσίπρα αντιπολίτευσης ούτε από τη «λογική» της φτηνής κακεντρέχειας των υπόλοιπων στη Βουλή κομματαρχών. Προκύπτει από την εμπειρική πιστοποίηση ότι, σε κρίσιμες περιστάσεις, είναι γόνιμη η κυριολεκτική εκφραστική – να λέγονται τα πράγματα με το όνομά τους. Και να λέγονται όλα, χωρίς περιφράσεις, έμμεσες αναφορές, υπαινιγμούς. Διότι αυτό που ενδιαφέρει την ελληνική κοινωνία δεν μπορεί να είναι το αν θα πρωθυπουργεύσει και πάλι ο κ. Τσίπρας. Το μέλλον αυτής της κοινωνίας θα το καθορίσει η ρεαλιστική ή ψευδαισθητική εικόνα για την Ευρώπη στη συνείδηση του ελληνικού λαού. Ειδικότερα στη συνείδηση του 38% των Ελλαδιτών, που ψήφισαν «ναι» στους οποιουσδήποτε όρους υποτέλειας, αρκεί να παραμείνει νόμισμα της Ελλάδας το ευρώ.
Η εσωκομματική τότε αντιπολίτευση του κ. Τσίπρα δεν ασχολήθηκε, γι’ αυτό και δεν μας πληροφόρησε για τους παράγοντες και τα δεδομένα που παγίδευσαν (ίσως) τον Ελληνα πρωθυπουργό στον μονόδρομο της υπογραφής του Τρίτου Μνημονίου. Δεν τους ενδιέφερε το άνισο της μάχης ούτε τα κίνητρα (ιδιοτέλειας ή ευθύνης) της τελικής, άνευ όρων παράδοσης. Το μόνο που τους έκοφτε ήταν η ασυνέπεια Τσίπρα στην ιδεολογική ντιρεχτίβα – αντέταξαν ρητορεύματα μηδαμινής πολιτικής σοβαρότητας και συμπλεγματικού φανατισμού, καυτηρίασαν την ιδεολογική «απόκλιση». (Είναι το μόνιμο ψυχαναγκαστικό σύνδρομο κάθε
μαρξιστικής Αριστεράς: η ιδεολογική συνέπεια καταξιώνει την ηλιθιότητα, αμνηστεύει και την πιο στυγνή απανθρωπία – απαράλλαχτα όπως και στον ιδεολογικοποιημένο «χριστιανισμό»).
Στη λήγουσα σήμερα προεκλογική περίοδο το τελευταίο που χρειαζόμασταν να ακούσουμε από τον κ. Τσίπρα ήταν προγραμματικές επαγγελίες. Οχι επειδή ανακάλεσε ή δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει σχεδόν όλα όσα είχε σε προηγούμενες εκλογές επαγγελθεί – δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο μόνος ασυνεπής στις προεκλογικές υποσχέσεις του πρωθυπουργός. Αυτό που περιμέναμε και που θα κατακτούσε την εμπιστοσύνη σοβαρών, σκεπτόμενων ανθρώπων, θα ήταν να καταθέσει την πεντάμηνη εμπειρία του, με ρεαλισμό και αποδεικτικά στοιχεία: Να μας δείξει, ποια είναι τα όρια των δυνατοτήτων σήμερα του ελληνικού λαού να αυτοπροσδιορίζεται, να επιλέγει τους άρχοντές του, να δέχεται ή να απορρίπτει πολιτικά προγράμματα, να σχεδιάζει το μέλλον του.
Αν θέλουμε να ανήκουμε στην Ε.Ε., θα πρέπει να παραιτηθούμε οριστικά (ή για πόσα χρόνια) από την προσπάθεια να λειτουργεί «κοινωνικό κράτος», Σύστημα Υγείας, σεβασμός των συνομολογημένων με το κράτος μισθών και συντάξεων; Θα πρέπει να εκποιήσουμε οπωσδήποτε σε κερδοσκόπους ιδιώτες την κοινωνική περιουσία (υδροδότηση, ηλεκτροδότηση, οδικό δίκτυο, λιμάνια, αεροδρόμια, αρχαιολογικούς χώρους, ακτές); Για την παιδεία, τη γλώσσα, την ιστορική μας συνείδηση, τα βιβλία των παιδιών μας στο σχολειό, μπορούμε να αποφασίζουμε χωρίς επιτρόπευση;
Για τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς λαούς τα παραπάνω ερωτήματα εκφράζουν απλώς «ευρωσκεπτικισμό»: ορθολογική αμφισβήτηση συγκυριακών ορθολογικών επιλογών της αυτονομημένης από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες (και ανάγκες) γραφειοκρατίας των Βρυξελλών. Στην περίπτωση της ελληνικής κοινωνίας τα ερωτήματα αφορούν (είτε το διαβλέπουν οι πολλοί είτε όχι) στη συνέχεια της παρουσίας του Ελληνισμού στην Ιστορία.
«Μεγαλοϊδεατικές μεγαλοστομίες», είναι η απλοϊκή αντίδραση σε κάθε προβληματισμό για την ιστορική επιβίωση του Ελληνισμού. Και ίσως δικαιολογημένα, αφού η ελληνικότητα είναι πια μόνο εθνικός προσδιορισμός, δηλώνει μόνο κρατική υπηκοότητα (και αυτή σίγουρα της ντροπής) – καμία πλέον σχέση με πολιτισμική ετερότητα, με ενεργό επικαιρική πρόταση ευρύτερης δυναμικής. Στους δυο αιώνες βίου του ελλαδικού κρατιδίου, η προπαγανδιστική πλαστογράφηση της Ιστορίας και η παρακμιακή ξιπασιά εμπέδωσαν στην πλειονότητα των Ελλήνων την αντιστροφή των δεδομένων της πραγματικότητας – το άσπρο μαύρο: Οτι η ιστορική συνέχεια της αρχαιοελληνικής πολιτισμικής κληρονομιάς κατορθώθηκε, όχι στον μέγα εξελληνισμένο κόσμο της ρωμαϊκής «οικουμένης» και με τα ιλιγγιώδη επιτεύγματά του, αλλά στη μεταρωμαϊκή Δύση, τη βίαια εποικισμένη από τα πρωτόγονα, βαρβαρικά φύλα της ασιατικής στέπας και των σκανδιναβικών παγετώνων.
Η βαρβαρική καταγωγή δεν ακυρώνει ούτε μειώνει τον εκθαμβωτικό πολιτισμό που παρήγαγε, μετά τον Μεσαίωνα, η Δύση. Αλλά ούτε το καινούργιο θαυμαστό γέννημα δικαιούται να ιδιοποιείται την ελληνική ετερότητα και να επιβάλλει την εξάλειψη της καισαρικής διαφοράς. Η ελληνική κατανόηση του Αριστοτέλη θα παραμένει πάντοτε ασύμβατη με τη δυτική, χρηστική - εργαλειακή ανάγνωσή του. Η αρχαία ελληνική δημοκρατία θα είναι πάντοτε κάτι ριζικά διαφορετικό από την «αντιπροσωπευτική» δυτική, τη θεμελιωμένη στο «ατομικό δικαίωμα» και όχι στο «κοινόν άθλημα».
Η διαφορά δεν σημαίνει οπωσδήποτε αντιπαλότητα ή εχθρότητα. Αλλά η σκόπιμη εξάλειψη της διαφοράς είναι έγκλημα, που στερεί την ανθρωπότητα από δυνατότητες ζωτικών επιλογών, από πλούτο πολύτιμο ανοιχτών δυνατοτήτων προσανατολισμού. Ο ελληνικός τρόπος του βίου ήταν πάντοτε κοινωνιοκεντρικός, ο δυτικός θωρακισμένα ατομοκεντρικός. Ελληνική είναι η προτεραιότητα (άθλημα και ρίσκο) της σχέσης, δυτική η σιγουριά της σύμβασης. Η αλήθεια για τον Ελληνα είναι εμπειρική - κοινωνούμενη βεβαιότητα, για τον Δυτικό τεκμηριωμένη νοητική «πεποίθηση».
Δεν είμαστε ούτε ανώτεροι ούτε υπέρτεροι. Ημασταν κάποτε διαφορετικοί. Ας διαβάσει ο πολίτης του σημερινού Ελλαδέξ, για την καταγωγική διαφορά Ελληνισμού και Δύσης, τους κορυφαίους Δυτικούς μεσαιωνολόγους: Georges Duby, Jacques Le Goff, J. M. Wallace - Hadrille, Etienne Gilson, Henry Chadwick – αρκούν.
Το παιχνίδι έχει τελειώσει. Επιτελεύτια θα παραμείνει η εικόνα των συλλαλητηρίων που οργανώθηκαν για την υποστήριξη του «ναι»: η «καλή κοινωνία» των Αθηνών, κομμωτηριασμένη, μακιγιαρισμένη, σικάτη, με υψωμένες τις δαχτυλιδοφορτωμένες γροθίτσες των κυριών, να τσιρίζει υστερικά: Ε-βρώ-πη, Ε-βρώ-πη! Ευρώπη σημαίνει χρήμα, πακέτα επιδοτήσεων, «προγράμματα» για τις κομματικές ατσίδες – Ευρώπη λοιπόν, κι ας πάει και το παλιάμπελο, η Ελλάδα.
Ο Αλέξης Τσίπρας όφειλε να λογοδοτήσει σε έναν αφελληνισμένο λαό για την υπεράσπιση μιας ακατανόητης, για όλους πια, ελληνικότητας.
Πηγή "Καθημερινή"
Οι απόψεις του ιστολογίου μπορεί να μην συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου
Από το Ας μιλήσουμε επιτέλους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου