Τα ταβερνάκια παλιά ήταν περισσότερα από τα θέατρα και τους κινηματογράφους...
Μερικά βαρέλια με κρασί λίγα τραπεζάκια μικρή ποικιλία φαγητών και πελάτες
φανατικούς οπαδούς της ρετσίνας.
"Πάμε για ένα κρασί;"
Συνηθισμένες κουβέντες μεταξύ φίλων και την απόφαση την έπαιρναν
αμέσως.
"Ξέρεις κανένα καλό
ταβερνάκι;"
Και ασφαλώς ήξερε και ήταν αυτό που είχε καλή ρετσίνα....
Με αυτή ξεχνούσαν τα βάσανα και τους καϋμούς....
Έκαναν για λίγο όνειρα αφήνοντας πίσω τα βάσανα και την φτώχεια τους.
Ξεκινούσε η κουβέντα πάντα με τα προβλήματα και με το αχ και βαχ
για να καταλήξει σε τραγούδι μετά την πρώτη μισή (οκά).
Έτσι απλά...πλήρωναν ρεφενέ και γύριζαν στα σπίτια τους
"έχει ο Θεός" για την επόμενη ημέρα.
Υπήρχαν και οι κρασοπατέρες που έπιναν συνεχώς και στην συνέχεια θα πήγαιναν
στο σπίτι τους...με το περιπολικό της Άμεσης Δράσης...τα παλιά αμερικάνικα
αυτοκίνητα που μας έστελναν τιμής ένεκεν οι σύμμαχοι με κάμποσα μίλια στο κοντέρ.
Δεν βαριέσε όμως...τζάμπα ήταν.
Τα τραγούδια από τους θαμώνες της ταβέρνας ακουγόντουσαν στον δρόμο...
Περπατούσες στην Συνοικία των Θεών και άκουγες....
Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου
Μαζύ σου θα πεθάνω
Του κόσμου όλα τα καλά
Μπροστά σου δεν θα βάνω
Τα ταβερνάκια δεν είχαν μόνο πελάτες μεροκαματιάρηδες είχαν και ευκατάσταους
όπως εμπόρους της Αθήνας γνωστά ονόματα της εποχής.
Τότε έβλεπες τον ταβερνιάρη και το γκαρσόνι να σπεύδουν να τους εξυπηρετήσουν
βάζοντας λινά τραπεζομάντηλα στα τραπέζια που ένωναν .
Μετά από τις πρώτες ρετσίνες όλες οι παρέες γινόντουσαν μια...
Ο τροβαδούρος με το πιατάκι για το νυχτοκάματο ξεκρεμούσε την κιθάρα από τον τοίχο και άρχιζε το τραγούδι.
- Ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθιά κεχριμπαρένια, σκοτώνεις όλους τους καϋμούς και σβήνεις πάντα κάθε έγνοια.
Γι αυτό κι εγώ δεν θα τ΄ απαρνηθώ το ρετσινάτο χρώμα και θέλω να με θάψουνε, λόγω τιμής, με κάνουλα στο στόμα !
-->
Μερικά βαρέλια με κρασί λίγα τραπεζάκια μικρή ποικιλία φαγητών και πελάτες
φανατικούς οπαδούς της ρετσίνας.
"Πάμε για ένα κρασί;"
Συνηθισμένες κουβέντες μεταξύ φίλων και την απόφαση την έπαιρναν
αμέσως.
"Ξέρεις κανένα καλό
ταβερνάκι;"
Και ασφαλώς ήξερε και ήταν αυτό που είχε καλή ρετσίνα....
Με αυτή ξεχνούσαν τα βάσανα και τους καϋμούς....
Έκαναν για λίγο όνειρα αφήνοντας πίσω τα βάσανα και την φτώχεια τους.
Ξεκινούσε η κουβέντα πάντα με τα προβλήματα και με το αχ και βαχ
για να καταλήξει σε τραγούδι μετά την πρώτη μισή (οκά).
Έτσι απλά...πλήρωναν ρεφενέ και γύριζαν στα σπίτια τους
"έχει ο Θεός" για την επόμενη ημέρα.
Υπήρχαν και οι κρασοπατέρες που έπιναν συνεχώς και στην συνέχεια θα πήγαιναν
στο σπίτι τους...με το περιπολικό της Άμεσης Δράσης...τα παλιά αμερικάνικα
αυτοκίνητα που μας έστελναν τιμής ένεκεν οι σύμμαχοι με κάμποσα μίλια στο κοντέρ.
Δεν βαριέσε όμως...τζάμπα ήταν.
Τα τραγούδια από τους θαμώνες της ταβέρνας ακουγόντουσαν στον δρόμο...
Περπατούσες στην Συνοικία των Θεών και άκουγες....
Ρετσίνα μου, ρετσίνα μου
Μαζύ σου θα πεθάνω
Του κόσμου όλα τα καλά
Μπροστά σου δεν θα βάνω
Τα ταβερνάκια δεν είχαν μόνο πελάτες μεροκαματιάρηδες είχαν και ευκατάσταους
όπως εμπόρους της Αθήνας γνωστά ονόματα της εποχής.
Τότε έβλεπες τον ταβερνιάρη και το γκαρσόνι να σπεύδουν να τους εξυπηρετήσουν
βάζοντας λινά τραπεζομάντηλα στα τραπέζια που ένωναν .
Μετά από τις πρώτες ρετσίνες όλες οι παρέες γινόντουσαν μια...
Ο τροβαδούρος με το πιατάκι για το νυχτοκάματο ξεκρεμούσε την κιθάρα από τον τοίχο και άρχιζε το τραγούδι.
- Ρετσίνα μου αγνή, αγάπη μου ξανθιά κεχριμπαρένια, σκοτώνεις όλους τους καϋμούς και σβήνεις πάντα κάθε έγνοια.
Γι αυτό κι εγώ δεν θα τ΄ απαρνηθώ το ρετσινάτο χρώμα και θέλω να με θάψουνε, λόγω τιμής, με κάνουλα στο στόμα !
Το πιατάκι θα το έβγαζε από την τσέπη όταν τελείωνε και θα περνούσε από τα τραπέζια.
Έπρεπε και αυτός να ζήσει.
Από το pisostapalia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου