Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΥΠΟΧΘΟΝΙΑ ΟΝΤΑ!..
Οι δοξασίες του Σωκράτη για τα άνωθεν και κάτωθεν της γης ευρισκόμενα όντα για τα οποία και "εισέπραξε" την άδικη και τόσο βαριά κατηγορία από τους Αθηναίους κατηγόρους του, οι οποίοι τον ανάγκασαν τελικά να πει το κώνειο!..
ΕΙΝΑΙ γεγονός ότι, όπως γράφουμε και στο βιβλίο μας: «Ώρα απιέναι: Η θεία συνάντηση Σωκράτη και Ιησού», οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν όχι μόνον στον επίγειο, αλλά και στον κάτω κόσμο. Ήταν το βασίλειο του Άδη για τον οποίον πρέπει να πούμε μερικά πράγματα:
Ο Άδης (1), ως γνωστόν, είναι ο θεός
των νεκρών. Αδελφός του Δία, του Ποσειδώνα, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας, είναι γιος του Κρόνου και της Ρέας Μαζί με τον Δία και τον Ποσειδώνα είναι ο ένας από τους τρεις κυρίαρχους θεούς που μοιράστηκαν την εξουσία του Κόσμου ύστερα από τη νίκη τους εναντίον των Τιτάνων. Τη στιγμή που ο Δίας έπαιρνε ως μερίδιο τον ουρανό και ο Ποσειδώνας τη θάλασσα, στον Άδη απέμενε αναγκαστικά ο Κάτω Κόσμος ή Τάρταρος.
Ο Άδης, όταν γεννήθηκε, είχε την ίδια τύχη με τους αδελφούς του' ο Κρόνος τον κατάπιε και ύστερα τον ξέρασε. Πήρε μέρος στη μάχη εναντίον των Τιτάνων και οι Κύκλωπες τον εφοδίασαν με ένα κράνος, που έκανε αόρατο όποιον το φορούσε. Αυτό το κράνος του Άδη, όμοιο με εκείνο του Siegfried στη γερμανική μυθολογία, το φόρεσαν αργότερα και άλλες θεότητες, όπως η Αθηνά, και ακόμη και ήρωες, όπως ο Περσέας.
Στον Κάτω Κόσμο ο Άδης βασιλεύει στους νεκρούς. Είναι ανελέητος και δεν επιτρέπει σε κανέναν από τους υπηκόους του να ξαναγυρίσει στους ζωντανούς. Πλαισιώνεται από
Ο Άδης (1), ως γνωστόν, είναι ο θεός
των νεκρών. Αδελφός του Δία, του Ποσειδώνα, της Ήρας, της Εστίας και της Δήμητρας, είναι γιος του Κρόνου και της Ρέας Μαζί με τον Δία και τον Ποσειδώνα είναι ο ένας από τους τρεις κυρίαρχους θεούς που μοιράστηκαν την εξουσία του Κόσμου ύστερα από τη νίκη τους εναντίον των Τιτάνων. Τη στιγμή που ο Δίας έπαιρνε ως μερίδιο τον ουρανό και ο Ποσειδώνας τη θάλασσα, στον Άδη απέμενε αναγκαστικά ο Κάτω Κόσμος ή Τάρταρος.
Ο Άδης, όταν γεννήθηκε, είχε την ίδια τύχη με τους αδελφούς του' ο Κρόνος τον κατάπιε και ύστερα τον ξέρασε. Πήρε μέρος στη μάχη εναντίον των Τιτάνων και οι Κύκλωπες τον εφοδίασαν με ένα κράνος, που έκανε αόρατο όποιον το φορούσε. Αυτό το κράνος του Άδη, όμοιο με εκείνο του Siegfried στη γερμανική μυθολογία, το φόρεσαν αργότερα και άλλες θεότητες, όπως η Αθηνά, και ακόμη και ήρωες, όπως ο Περσέας.
Στον Κάτω Κόσμο ο Άδης βασιλεύει στους νεκρούς. Είναι ανελέητος και δεν επιτρέπει σε κανέναν από τους υπηκόους του να ξαναγυρίσει στους ζωντανούς. Πλαισιώνεται από
δαίμονες και πολύμορφα πνεύματα, που βρίσκονται κάτω από τις διαταγές του (π.χ. ο πορθμέας Χάροντας κτλ.). Κοντά του βασιλεύει η Περσεφόνη, που είναι εξίσου σκληρή. Διηγούνταν πως κάποτε την είχε απαγάγει από τις πεδιάδες της Σικελίας, ενώ εκείνη έπαιζε μαζεύοντας λουλούδια με τις φίλες της
Η Περσεφόνη, η κόρη της Δήμητρας, είναι ανεψιά του. Ο Άδης την είχε ερωτευτεί, αλλά ο Δίας, ο πατέρας της Περσεφόνης, δεν έδωσε τη συγκατάθεση του για το γάμο, επειδή ήταν ανυπόφορο για τη Δήμητρα να γνωρίζει πως η νεαρή κοπέλα θα κλεινόταν αιώνια στον κόσμο των σκιών. Έτσι ο Άδης αποφάσισε να την απαγάγει. Ίσως μάλιστα και ο Δίας να βοήθησε σ' αυτή την απαγωγή, γιατί έγινε κρυφά συνένοχος του. Αργότερα ο Δίας διέταξε τον Άδη να επιστρέψει την Περσεφόνη στη μητέρα της. Αλλά ο Άδης είχε πάρει τα μέτρα του• της είχε δώσει να φάει ένα σπυρί από ρόδι• όποιος όμως είχε επισκεφτεί το βασίλειο των νεκρών και εκεί είχε πάρει κάποια τροφή, δεν μπορούσε πια να ξανανεβεί στον κόσμο των ζωντανών. Έτσι η Περσεφόνη αναγκάστηκε να περνά το ένα τρίτο κάθε χρόνου κοντά στον Άδη. Η ένωση τους υπήρξε άγονη.
Ο Άδης σπάνια εμφανίζεται μέσα σε μύθους. Εκτός από την αφήγηση της απαγωγής, που ανήκει στον κύκλο της Δήμητρας, τον συναντούμε μόνο σε έναν άλλο μύθο, που σχετίζεται αυτή τη φορά με τον Ηρακλή. Η Ιλιάδα αφηγείται πως, όταν ο ήρωας κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο, ο Άδης δε θέλησε να του επιτρέψει να μπει στο βασίλειο του τον συνάντησε στην «πύλη» του Κάτω Κόσμου, αλλά ο Ηρακλής τον πλήγωσε με ένα βέλος στον ώμο, και χρειάστηκε να μεταφέρουν τον Άδη με μεγάλη βιασύνη στον Όλυμπο, όπου ο Παιάνας, ο θεός θεραπευτής, του έβαλε μια θαυματουργική αλοιφή και η πληγή του έκλεισε αμέσως.
Παραλλαγές του μύθου δείχνουν τον Ηρακλή να σκοτώνει το θεό με μια πελώρια πέτρα. Όπως και αν έγινε, η νίκη ανήκε στο γιο του Δία. Τον Άδη, που το όνομα του σημαίνει «ο αόρατος», δεν τον ονόμαζαν συνήθως, γιατί φοβούνταν πως, αν τον επικαλούνταν, θα προκαλούσαν την οργή του. Γι' αυτόν το λόγο τον δήλωναν με ευφημισμούς.
Η πιο συνηθισμένη επωνυμία του Άδη ήταν Πλούτων , ο «πλούσιος», υπαινιγμός στον ανεξάντλητο πλούτο της γης, τόσο για το χώμα που καλλιεργείται όσο και για τα μεταλλεύματα που κρύβει. Έτσι συχνά ο Πλούτωνας παρασταίνεται να κρατά ένα κέρας αφθονίας, σύμβολο αυτού του πλούτου (2).
Η Αφροδίτη, ο Έρως και ο τραγόμορφος Πάνας. Κατ' άλλους η Αφροδίτη επισείει το σανδάλι της σε έναν Σάτυρο. (Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών)
ΚΙ ΑΛΛΟΙ ΔΑΙΜΟΝΕΣ
Αν θελήσουμε να διαβάσουμε, λοιπόν, και ορισμένα άλλα στοιχεία της Ελληνικής Μυθολογίας, θα δούμε ο Απόλλωνας με τις Μούσες, που η λατρεία τους συνδεόταν με τη δική του, είχε πολλές περιπέτειες. Λένε πως από τη Θάλεια απέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες, δηλαδή, που ανήκουν στη συνοδεία του Διόνυσου!
Ολόκληρος ο 2ος τόμος της «Ελληνικής Μυθολογίας» της Εκδοτικής Αθηνών είναι αφιερωμένος στους θεούς και εκεί μπορούμε να διαβάσουμε και να δούμε πολλά.
Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο εξιστορείται η «Κοσμογονία», πώς δηλαδή φαντάζονταν στα αρχαϊκά χρόνια ότι δημιουργήθηκε το σύμπαν — ο Ουρανός, η Γη, ο Πόντος, οι πρώτοι θεοί και οι πρώτοι άνθρωποι. Το δεύτερο, και μεγαλύτερο, κεφάλαιο εξετάζει σε έκταση το «Δωδεκάθεο», που είναι το πιο γνωστό σύνολο ελληνικών θεών και το πιο οικείο στον αναγνώστη. Κάθε θεός εξετάζεται χωριστά, ανεξάρτητα αν οι ιστορίες του συνδέονται και με τις ιστορίες άλλων θεών, έτσι ώστε οι πληροφορίες για κάθε θεό — τα χαρακτηριστικά του, οι σχέσεις του με άλλους θεούς και με τους ήρωες — να βρίσκονται στο κεφάλαιο που αφιερώνεται ειδικά στο θεό αυτό.
Οι Δώδεκα θεοί είναι το κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι τόσοι άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι θεοί του ελληνικού Πανθέου. Κάτω από τον γενικό τίτλο «Άλλοι θεοί» έχουν ταξινομηθεί οι θεοί του Κάτω Κόσμου, του Ουρανού, της Γης, οι θαλάσσιοι δαίμονες, και άλλοι μικρότεροι που είναι προσωποποιήσεις αφηρημένων εννοιών, όπως η Νέμεση, η Ύβρις, η Πειθώ κ.ά.
Άλλη ενότητα, με τίτλο «Ομαδικοί θεοί», έχουν αποτελέσει στη Μυθολογία μας πολλοί θεοί και δαίμονες που εμφανίζονται κατά ομάδες, από τις οποίες οι περισσότερες ακολουθούν έναν από τους μεγάλους θεούς, όπως οι Σάτυροι και οι Μαινάδες τον Διόνυσο, οι Νύμφες την Άρτεμη, οι Μούσες τον Απόλλωνα κτλ. Σε ένα τελευταίο κεφάλαιο-παράρτημα, που ονομάστηκε «Μυθικοί λαοί και τόποι», εξετάζονται οι φανταστικοί τόποι, όπως τα Ηλύσια Πεδία και τα Νησιά των Μακάρων, όπου οι Έλληνες πίστευαν ότι ζούσαν μακάριοι οι θεοί μαζί με τους εκλεκτούς θνητούς, μετά το θάνατό τους. Εδώ υπάγονται και οι λαοί που βρίσκονται στον μακρινό βορρά ή στην απόμακρη Ανατολή, που μόνο στη φαντασία των ανθρώπων υπάρχουν, και τους οποίους οι θεοί επισκέπτονται συχνά!. (3)
Αν θελήσουμε να διαβάσουμε, λοιπόν, και ορισμένα άλλα στοιχεία της Ελληνικής Μυθολογίας, θα δούμε ο Απόλλωνας με τις Μούσες, που η λατρεία τους συνδεόταν με τη δική του, είχε πολλές περιπέτειες. Λένε πως από τη Θάλεια απέκτησε τους Κορύβαντες, δαίμονες, δηλαδή, που ανήκουν στη συνοδεία του Διόνυσου!
Ολόκληρος ο 2ος τόμος της «Ελληνικής Μυθολογίας» της Εκδοτικής Αθηνών είναι αφιερωμένος στους θεούς και εκεί μπορούμε να διαβάσουμε και να δούμε πολλά.
Στο πρώτο κιόλας κεφάλαιο εξιστορείται η «Κοσμογονία», πώς δηλαδή φαντάζονταν στα αρχαϊκά χρόνια ότι δημιουργήθηκε το σύμπαν — ο Ουρανός, η Γη, ο Πόντος, οι πρώτοι θεοί και οι πρώτοι άνθρωποι. Το δεύτερο, και μεγαλύτερο, κεφάλαιο εξετάζει σε έκταση το «Δωδεκάθεο», που είναι το πιο γνωστό σύνολο ελληνικών θεών και το πιο οικείο στον αναγνώστη. Κάθε θεός εξετάζεται χωριστά, ανεξάρτητα αν οι ιστορίες του συνδέονται και με τις ιστορίες άλλων θεών, έτσι ώστε οι πληροφορίες για κάθε θεό — τα χαρακτηριστικά του, οι σχέσεις του με άλλους θεούς και με τους ήρωες — να βρίσκονται στο κεφάλαιο που αφιερώνεται ειδικά στο θεό αυτό.
Οι Δώδεκα θεοί είναι το κέντρο γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι τόσοι άλλοι επώνυμοι και ανώνυμοι θεοί του ελληνικού Πανθέου. Κάτω από τον γενικό τίτλο «Άλλοι θεοί» έχουν ταξινομηθεί οι θεοί του Κάτω Κόσμου, του Ουρανού, της Γης, οι θαλάσσιοι δαίμονες, και άλλοι μικρότεροι που είναι προσωποποιήσεις αφηρημένων εννοιών, όπως η Νέμεση, η Ύβρις, η Πειθώ κ.ά.
Άλλη ενότητα, με τίτλο «Ομαδικοί θεοί», έχουν αποτελέσει στη Μυθολογία μας πολλοί θεοί και δαίμονες που εμφανίζονται κατά ομάδες, από τις οποίες οι περισσότερες ακολουθούν έναν από τους μεγάλους θεούς, όπως οι Σάτυροι και οι Μαινάδες τον Διόνυσο, οι Νύμφες την Άρτεμη, οι Μούσες τον Απόλλωνα κτλ. Σε ένα τελευταίο κεφάλαιο-παράρτημα, που ονομάστηκε «Μυθικοί λαοί και τόποι», εξετάζονται οι φανταστικοί τόποι, όπως τα Ηλύσια Πεδία και τα Νησιά των Μακάρων, όπου οι Έλληνες πίστευαν ότι ζούσαν μακάριοι οι θεοί μαζί με τους εκλεκτούς θνητούς, μετά το θάνατό τους. Εδώ υπάγονται και οι λαοί που βρίσκονται στον μακρινό βορρά ή στην απόμακρη Ανατολή, που μόνο στη φαντασία των ανθρώπων υπάρχουν, και τους οποίους οι θεοί επισκέπτονται συχνά!. (3)
«ΤΑ ΤΕ ΥΠΟ ΓΗΣ ΚΑΙ ΟΥΡΑΝΙΑ»!
Χωρίς αμφιβολία, ακόμη και σήμερα προξενεί εντύπωση η κατηγορία κατά του Σωκράτους, του μεγάλου αυτού Έλληνος φιλοσόφου, του οποίου την σκέψη δανείζονται –και θα δανείζονται επί μακρόν - Έλληνες και ξένοι στοχαστές και φιλόσοφοι. Μήπως όμως, θα ήταν καλύτερα να δούμε την συγκεκριμένη κατηγορία με την οποία τον κατηγόρησαν οι διαβάλλοντες αυτόν, όπως ήσαν ο Άνυτος, ο Μέλητος και ο Λύκων;:
Χωρίς αμφιβολία, ακόμη και σήμερα προξενεί εντύπωση η κατηγορία κατά του Σωκράτους, του μεγάλου αυτού Έλληνος φιλοσόφου, του οποίου την σκέψη δανείζονται –και θα δανείζονται επί μακρόν - Έλληνες και ξένοι στοχαστές και φιλόσοφοι. Μήπως όμως, θα ήταν καλύτερα να δούμε την συγκεκριμένη κατηγορία με την οποία τον κατηγόρησαν οι διαβάλλοντες αυτόν, όπως ήσαν ο Άνυτος, ο Μέλητος και ο Λύκων;:
«Σωκράτης αδικεί και περιεργάζεται ζητών τά τε υπό γης και ουράνια και τόν ήττω λόγον κρείττω ποιών και άλλους ταυτά ταύτα διδάσκων». «Ο Σωκράτης είναι ένοχος αδικήματος, γιατί ασχολείται με άχρηστα και περιττά πράγματα, με το να ερευνά τα φαινόμενα που συμβαίνουν κάτω από τη γη και στον ουρανό, και γιατί τα άδικα λόγια τα κάνει να φαίνονται δίκαια και τα διδάσκει και στους άλλους.» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 19b 4)
Και πιο κάτω:
Και πιο κάτω:
«έχει δε πως ώδε Σωκράτη φησίν αδικείν τους τε νέους διαφθείροντα και θεούς ους η πόλις νομίζει ου νομίζοντα. Έτερα δε δαιμόνια καινά το με δη έγκλημα τοιούτόν εστιν τούτου δε του εγκλήματος εν έκαστον εξετάσωμεν» «Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή διαφθείρει τους νέους και δεν πιστεύει στους θεούς της πόλης, αλλά σε καινούργια δαιμόνια. Αυτή λοιπόν είναι η κατηγορία, οπότε ας την εξετάσουμε ενδελεχώς.» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 24b 7).
Στο θέμα αυτό ο ίδιος ο Σωκράτης επανέρχεται θυμίζοντας στους δικαστές την κατηγορία των τριών κατηγόρων του:
«Αδικεί Σωκράτης θεούς ου νομίζων. αλλά θεούς νομίζων.» (Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή δεν πιστεύει στους θεούς, πιστεύοντας όμως στους θεούς» ((Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 27a 5)
Ο Σωκράτης σε έργο του Ραφαήλ.
ΤΙ ΠΙΣΤΕΥΕ Ο ΣΩΚΡΑΤΗΣ
Είναι γεγονός ότι ο φιλόσοφος Σωκράτης υπεραμύνθηκε των θέσεών του κατά την Απολογία του μέσα στο δικαστήριο. Δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερος ερμηνευτής των θέσεων του Σωκράτους από τον ίδιο τον Αθηναίο φιλόσοφο, ο οποίος θεωρεί συκοφαντίες όλα όσα τον κατηγορούν και εν μέσω άλλων θεμάτων λέει:
«…Υπήρξαν πολλοί κατήγοροι που με διέβαλαν σ' εσάς, εδώ και πολλά χρόνια, αλλά χωρίς να λένε αλήθεια. Αυτούς τους φοβάμαι πολύ περισσότερο από τον Άνυτο και τους φίλους του, αν και αυτοί είναι φοβεροί.
Αλλά περισσότερο επίφοβοι, άνδρες Αθηναίοι, είναι όσοι παρέλαβαν τους πιο πολλούς από εσάς παιδιά και με κατηγορούσαν και προσπαθούσαν να σας πείσουν ότι τάχα υπάρχει κάποιος Σωκράτης, σοφός άνδρας, που εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα και έχει ερευνήσει όλα όσα βρίσκονται κάτω από τη γη και κάνει το άδικο να φαίνεται δίκαιο.
Αυτοί, άνδρες Αθηναίοι, που διέδωσαν αυτή τη συκοφαντία, είναι οι φοβεροί μου κατήγοροι. Γιατί, όσοι τους ακούνε, νομίζουν πως όσοι ασχολούνται με τέτοιου είδους έρευνες δεν πιστεύουν στους θεούς. Οι κατήγοροι αυτοί είναι πολλοί και με κατηγορούν εδώ και πολλά χρόνια, και μάλιστα όλα αυτά σας τα έλεγαν όταν ήσασταν σε ηλικία που εύκολα τους πιστεύατε, καθώς μερικοί από σας ήσασταν παιδιά και έφηβοι. Ύστερα κατηγορούσαν έναν απόντα, χωρίς κανείς να βρίσκεται να απολογηθεί για τις κατηγορίες. Όμως, το πιο παράλογο απ' όλα είναι ότι ούτε τα ονόματα τους δεν γνωρίζω, εκτός ίσως από κάποιον που είναι κωμωδιογράφος.
Εκείνοι, όμως, που όντας φθονεροί με κατηγορούσαν, σας έπειθαν, κι εκείνοι που αφού είχαν πειστεί οι ίδιοι έπειθαν άλλους, αυτούς δύσκολα θα τους αντιμετωπίσω. Γιατί δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσω κανέναν από αυτούς στο δικαστήριο ούτε να τον βγάλω «ψεύτη», αλλά είμαι αναγκασμένος να απολογούμαι σαν να πολεμώ σκιές και να ρωτώ χωρίς να δέχομαι καμία απάντηση.
Παραδεχτείτε, λοιπόν, κι εσείς, όπως κάνω κι εγώ, ότι οι κατήγοροι μου είναι διττοί, αυτοί που με κατηγόρησαν πρόσφατα και εκείνοι που με κατηγορούσαν από παλιά, για τους οποίους σας έχω ήδη μιλήσει. Και νομίσατε ότι πρέπει αρχικά να απολογηθώ σ' εκείνους, γιατί κι εσείς εκείνους ακούσατε πριν να με κατηγορούν, για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα, από εκείνους που με κατηγορούν πρόσφατα. Πρέπει, λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, να προσπαθήσω να απολογηθώ και να απομακρύνω από τη σκέψη σας την κακή γνώμη που έχετε για μένα, εδώ και πολύ καιρό…» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18b 1-19ac 2)
Αλλά περισσότερο επίφοβοι, άνδρες Αθηναίοι, είναι όσοι παρέλαβαν τους πιο πολλούς από εσάς παιδιά και με κατηγορούσαν και προσπαθούσαν να σας πείσουν ότι τάχα υπάρχει κάποιος Σωκράτης, σοφός άνδρας, που εξετάζει τα φυσικά φαινόμενα και έχει ερευνήσει όλα όσα βρίσκονται κάτω από τη γη και κάνει το άδικο να φαίνεται δίκαιο.
Αυτοί, άνδρες Αθηναίοι, που διέδωσαν αυτή τη συκοφαντία, είναι οι φοβεροί μου κατήγοροι. Γιατί, όσοι τους ακούνε, νομίζουν πως όσοι ασχολούνται με τέτοιου είδους έρευνες δεν πιστεύουν στους θεούς. Οι κατήγοροι αυτοί είναι πολλοί και με κατηγορούν εδώ και πολλά χρόνια, και μάλιστα όλα αυτά σας τα έλεγαν όταν ήσασταν σε ηλικία που εύκολα τους πιστεύατε, καθώς μερικοί από σας ήσασταν παιδιά και έφηβοι. Ύστερα κατηγορούσαν έναν απόντα, χωρίς κανείς να βρίσκεται να απολογηθεί για τις κατηγορίες. Όμως, το πιο παράλογο απ' όλα είναι ότι ούτε τα ονόματα τους δεν γνωρίζω, εκτός ίσως από κάποιον που είναι κωμωδιογράφος.
Εκείνοι, όμως, που όντας φθονεροί με κατηγορούσαν, σας έπειθαν, κι εκείνοι που αφού είχαν πειστεί οι ίδιοι έπειθαν άλλους, αυτούς δύσκολα θα τους αντιμετωπίσω. Γιατί δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσω κανέναν από αυτούς στο δικαστήριο ούτε να τον βγάλω «ψεύτη», αλλά είμαι αναγκασμένος να απολογούμαι σαν να πολεμώ σκιές και να ρωτώ χωρίς να δέχομαι καμία απάντηση.
Παραδεχτείτε, λοιπόν, κι εσείς, όπως κάνω κι εγώ, ότι οι κατήγοροι μου είναι διττοί, αυτοί που με κατηγόρησαν πρόσφατα και εκείνοι που με κατηγορούσαν από παλιά, για τους οποίους σας έχω ήδη μιλήσει. Και νομίσατε ότι πρέπει αρχικά να απολογηθώ σ' εκείνους, γιατί κι εσείς εκείνους ακούσατε πριν να με κατηγορούν, για πολύ περισσότερο χρονικό διάστημα, από εκείνους που με κατηγορούν πρόσφατα. Πρέπει, λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, να προσπαθήσω να απολογηθώ και να απομακρύνω από τη σκέψη σας την κακή γνώμη που έχετε για μένα, εδώ και πολύ καιρό…» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 18b 1-19ac 2)
Και πιο κάτω:
«Ας είναι. Τι κατηγορίες έλεγαν εκείνοι που με διέβαλαν; Πρέπει, λοιπόν, σαν να ήταν αληθινοί κατήγοροι, να σας πω τις κατηγορίες τους: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος αδικήματος, γιατί ασχολείται με άχρηστα και περιττά πράγματα, με το να ερευνά τα φαινόμενα που συμβαίνουν κάτω από τη γη και στον ουρανό, και γιατί τα άδικα λόγια τα κάνει να φαίνονται δίκαια και τα διδάσκει και στους άλλους».
Αυτή είναι η κατηγορία. Αυτά τα γνωρίζετε άλλωστε κι εσείς ήδη από την κωμωδία του Αριστοφάνη, δηλαδή κάποιον Σωκράτη να περιφέρεται και να ισχυρίζεται ότι περπατά στον αέρα και να φλυαρεί για πράγματα για τα οποία εγώ δεν γνωρίζω τίποτε. Και δεν τα λέω αυτά για να υποτιμήσω την επιστήμη αυτή, αν κάποιος κατέχει αυτά τα ζητήματα, ούτε από φόβο, για να αντικρούσω τις κατηγορίες του Μέλητου. Αλλά επειδή, εγώ, άνδρες Αθηναίοι, δεν έχω καμιά σχέση με αυτά τα πράγματα.
Και για μάρτυρες έχω τους περισσότερους από σας, και σας παρακαλώ να διαφωτίσετε ο ένας τον άλλο και να μιλήσουν όσοι με έχουν ακούσει ποτέ να μιλώ. Και είναι πολλοί αυτοί. Nα το πείτε, λοιπόν, ο ένας στον άλλο, αν κανείς από σας με έχει ακούσει ποτέ να μιλώ γι' αυτά τα ζητήματα. Και θα καταλάβετε από αυτό το ψέμα ότι τέτοιου είδους είναι και τα άλλα που λένε διάφοροι για μένα. Τίποτε, όμως, από αυτά δεν είναι αλήθεια. Κι αν κάποιος σας είπε ότι δήθεν εγώ προσπαθώ να εκπαιδεύσω ανθρώπους και εισπράττω χρήματα γι' αυτό, κι αυτό είναι ψέμα…» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 19b 2 – 19e 1)
Αυτή είναι η κατηγορία. Αυτά τα γνωρίζετε άλλωστε κι εσείς ήδη από την κωμωδία του Αριστοφάνη, δηλαδή κάποιον Σωκράτη να περιφέρεται και να ισχυρίζεται ότι περπατά στον αέρα και να φλυαρεί για πράγματα για τα οποία εγώ δεν γνωρίζω τίποτε. Και δεν τα λέω αυτά για να υποτιμήσω την επιστήμη αυτή, αν κάποιος κατέχει αυτά τα ζητήματα, ούτε από φόβο, για να αντικρούσω τις κατηγορίες του Μέλητου. Αλλά επειδή, εγώ, άνδρες Αθηναίοι, δεν έχω καμιά σχέση με αυτά τα πράγματα.
Και για μάρτυρες έχω τους περισσότερους από σας, και σας παρακαλώ να διαφωτίσετε ο ένας τον άλλο και να μιλήσουν όσοι με έχουν ακούσει ποτέ να μιλώ. Και είναι πολλοί αυτοί. Nα το πείτε, λοιπόν, ο ένας στον άλλο, αν κανείς από σας με έχει ακούσει ποτέ να μιλώ γι' αυτά τα ζητήματα. Και θα καταλάβετε από αυτό το ψέμα ότι τέτοιου είδους είναι και τα άλλα που λένε διάφοροι για μένα. Τίποτε, όμως, από αυτά δεν είναι αλήθεια. Κι αν κάποιος σας είπε ότι δήθεν εγώ προσπαθώ να εκπαιδεύσω ανθρώπους και εισπράττω χρήματα γι' αυτό, κι αυτό είναι ψέμα…» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 19b 2 – 19e 1)
Ο Σωκράτης, όμως, δεν σταματάει εδώ. Θέλοντας να αντικρούσει εις το ακέραιον τις κατηγορίες του Μέλητου θα πει:
«--Ούτε στον εαυτό σου, Μέλητε, νομίζω ότι δεν πιστεύεις πια. Αυτός εδώ μου φαίνεται, άνδρες Αθηναίοι, ότι είναι πολύ αλαζόνας και αναιδής, και ότι έκανε αυτή την καταγγελία από αλαζονεία και θρασύτητα και νεανική ανωριμότητα. Μοιάζει σαν να έχει φτιάξει ένα γρίφο για να με δοκιμάσει: «Θα καταλάβει άραγε ο Σωκράτης ο σοφός ότι αστειεύομαι και ότι μιλώ αντιφατικά ή θα τον εξαπατήσω και αυτόν και όσους με ακούνε;» Γιατί νομίζω πως είναι φανερό ότι ο ίδιος αντιφάσκει στην καταγγελία του και μοιάζει σαν να ήθελε να πει: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή δεν πιστεύει στους θεούς, πιστεύοντας όμως στους θεούς». Αλλά αυτό είναι αστείο. Δείτε κι εσείς μαζί μου, άνδρες Αθηναίοι, πώς αντιλαμβάνομαι αυτά που λέει. Κι εσύ απάντησέ μας, Μέλητε. Όσο για σας, θυμηθείτε αυτό που σας ζήτησα αρχικά, και μη διαμαρτύρεστε όταν μιλώ με το γνωστό μου ύφος. Υπάρχει κανείς, Μέλητε, από τους ανθρώπους, που να πιστεύει ότι υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι; Ας μου απαντήσει, άνδρες Αθηναίοι, κι ας μη διαμαρτύρεται συνέχεια. Υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άλογα, αλλά να πιστεύει ότι υπάρχει ιππασία; Ή που ενώ δεν πιστεύει ότι υπάρχουν αυλητές, να πιστεύει ότι υπάρχει η αυλητική τέχνη; Δεν είναι δυνατόν αυτό, πανέξυπνε άνθρωπε. Κι αν εσύ δεν θέλεις να απαντήσεις, σου το λέω εγώ και σ' εσένα και στους δικαστές. Απάντησε μου, όμως, σ' αυτό που σε ρωτώ: Υπάρχει κανείς που να πιστεύει στη δύναμη των δαιμόνων και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν δαιμόνια;
--Όχι.
--Με βοηθάς απαντώντας έτσι, έστω κι αν αναγκάζεσαι
από τους δικαστές να το κάνεις. Λες, λοιπόν, ότι και πιστεύω στη δύναμη των δαιμονίων και διδάσκω ότι υπάρχουν, είτε καινούρια είτε παλιά, αλλά πάντως πιστεύω στη δύναμη των δαιμονίων, και μάλιστα αυτό το αναφέρεις και στην καταγγελία σου. Αλλά, αν πιστεύω στη δύναμη των δαιμονίων, πρέπει να πιστεύω ότι υπάρχουν δαίμονες. Δεν είναι έτσι;
--Οπωσδήποτε.
--Τους δαίμονες, λοιπόν, δεν τους θεωρούμε είτε θεούς είτε παιδιά θεών; Αν, λοιπόν, πιστεύω στους δαίμονες, όπως λες εσύ, αν βέβαια οι δαίμονες είναι κάποιοι θεοί, τότε συμβαίνει εκείνο που λέω εγώ, ότι δηλαδή εσύ μιλάς αινιγματικά και αστειεύεσαι, και λες ότι, αν και δεν πιστεύω στους θεούς, ότι ταυτόχρονα πιστεύω, εφόσον πιστεύω στους δαίμονες. Αν πάλι οι δαίμονες είναι παιδιά θεών, είτε νόθα είτε από νύμφες είτε από άλλες μητέρες, όπως λένε, ποιος από τους ανθρώπους θα πίστευε ότι ενώ υπάρχουν παιδιά των θεών δεν υπάρχουν θεοί;
Το ίδιο παράλογο θα ήταν να πίστευε κανείς ότι υπάρχουν παιδιά των αλόγων και των γαϊδουριών, τα μουλάρια, αλλά να μην πίστευε ότι υπάρχουν άλογα και γαϊδούρια. Όχι, Μέλητε, δεν είναι δυνατόν να τα έγραψες αυτά στην καταγγελία σου για άλλο λόγο παρά για το λόγο ότι δεν έβρισκες κανένα αληθινό αδίκημα να μου προσάψεις. Αλλά είναι αδύνατο να πείσεις κάποιον άνθρωπο, ακόμα κι αν έχει χαμηλή νοημοσύνη, ότι μπορεί να πιστεύει ότι υπάρχουν δαιμόνια και θεϊκά πράγματα και ο ίδιος πάλι να μην πιστεύει στην ύπαρξη δαιμόνων, θεών και ηρώων.
Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να τεκμηριώσω περισσότερο ότι δεν είναι βάσιμη η κατηγορία του Μέλητου. Πιστεύω ότι είναι αρκετά αυτά που είπα… (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 26e 6 – 28a 4).
«--Ούτε στον εαυτό σου, Μέλητε, νομίζω ότι δεν πιστεύεις πια. Αυτός εδώ μου φαίνεται, άνδρες Αθηναίοι, ότι είναι πολύ αλαζόνας και αναιδής, και ότι έκανε αυτή την καταγγελία από αλαζονεία και θρασύτητα και νεανική ανωριμότητα. Μοιάζει σαν να έχει φτιάξει ένα γρίφο για να με δοκιμάσει: «Θα καταλάβει άραγε ο Σωκράτης ο σοφός ότι αστειεύομαι και ότι μιλώ αντιφατικά ή θα τον εξαπατήσω και αυτόν και όσους με ακούνε;» Γιατί νομίζω πως είναι φανερό ότι ο ίδιος αντιφάσκει στην καταγγελία του και μοιάζει σαν να ήθελε να πει: «Ο Σωκράτης είναι ένοχος επειδή δεν πιστεύει στους θεούς, πιστεύοντας όμως στους θεούς». Αλλά αυτό είναι αστείο. Δείτε κι εσείς μαζί μου, άνδρες Αθηναίοι, πώς αντιλαμβάνομαι αυτά που λέει. Κι εσύ απάντησέ μας, Μέλητε. Όσο για σας, θυμηθείτε αυτό που σας ζήτησα αρχικά, και μη διαμαρτύρεστε όταν μιλώ με το γνωστό μου ύφος. Υπάρχει κανείς, Μέλητε, από τους ανθρώπους, που να πιστεύει ότι υπάρχουν ανθρώπινα πράγματα και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άνθρωποι; Ας μου απαντήσει, άνδρες Αθηναίοι, κι ας μη διαμαρτύρεται συνέχεια. Υπάρχει κανείς που να μην πιστεύει ότι υπάρχουν άλογα, αλλά να πιστεύει ότι υπάρχει ιππασία; Ή που ενώ δεν πιστεύει ότι υπάρχουν αυλητές, να πιστεύει ότι υπάρχει η αυλητική τέχνη; Δεν είναι δυνατόν αυτό, πανέξυπνε άνθρωπε. Κι αν εσύ δεν θέλεις να απαντήσεις, σου το λέω εγώ και σ' εσένα και στους δικαστές. Απάντησε μου, όμως, σ' αυτό που σε ρωτώ: Υπάρχει κανείς που να πιστεύει στη δύναμη των δαιμόνων και να μην πιστεύει ότι υπάρχουν δαιμόνια;
--Όχι.
--Με βοηθάς απαντώντας έτσι, έστω κι αν αναγκάζεσαι
από τους δικαστές να το κάνεις. Λες, λοιπόν, ότι και πιστεύω στη δύναμη των δαιμονίων και διδάσκω ότι υπάρχουν, είτε καινούρια είτε παλιά, αλλά πάντως πιστεύω στη δύναμη των δαιμονίων, και μάλιστα αυτό το αναφέρεις και στην καταγγελία σου. Αλλά, αν πιστεύω στη δύναμη των δαιμονίων, πρέπει να πιστεύω ότι υπάρχουν δαίμονες. Δεν είναι έτσι;
--Οπωσδήποτε.
--Τους δαίμονες, λοιπόν, δεν τους θεωρούμε είτε θεούς είτε παιδιά θεών; Αν, λοιπόν, πιστεύω στους δαίμονες, όπως λες εσύ, αν βέβαια οι δαίμονες είναι κάποιοι θεοί, τότε συμβαίνει εκείνο που λέω εγώ, ότι δηλαδή εσύ μιλάς αινιγματικά και αστειεύεσαι, και λες ότι, αν και δεν πιστεύω στους θεούς, ότι ταυτόχρονα πιστεύω, εφόσον πιστεύω στους δαίμονες. Αν πάλι οι δαίμονες είναι παιδιά θεών, είτε νόθα είτε από νύμφες είτε από άλλες μητέρες, όπως λένε, ποιος από τους ανθρώπους θα πίστευε ότι ενώ υπάρχουν παιδιά των θεών δεν υπάρχουν θεοί;
Το ίδιο παράλογο θα ήταν να πίστευε κανείς ότι υπάρχουν παιδιά των αλόγων και των γαϊδουριών, τα μουλάρια, αλλά να μην πίστευε ότι υπάρχουν άλογα και γαϊδούρια. Όχι, Μέλητε, δεν είναι δυνατόν να τα έγραψες αυτά στην καταγγελία σου για άλλο λόγο παρά για το λόγο ότι δεν έβρισκες κανένα αληθινό αδίκημα να μου προσάψεις. Αλλά είναι αδύνατο να πείσεις κάποιον άνθρωπο, ακόμα κι αν έχει χαμηλή νοημοσύνη, ότι μπορεί να πιστεύει ότι υπάρχουν δαιμόνια και θεϊκά πράγματα και ο ίδιος πάλι να μην πιστεύει στην ύπαρξη δαιμόνων, θεών και ηρώων.
Αλλά, άνδρες Αθηναίοι, νομίζω ότι δεν χρειάζεται να τεκμηριώσω περισσότερο ότι δεν είναι βάσιμη η κατηγορία του Μέλητου. Πιστεύω ότι είναι αρκετά αυτά που είπα… (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 26e 6 – 28a 4).
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΘΕΜΙΣΤΙΟΥ
Το ότι ο Σωκράτης συζητούσε για θέματα επίγεια, υπόγεια ή ουράνια, θεωρείται δεδομένον, διότι ο Αθηναίος φιλόσοφος συζητούσε «επί παντός επιστητού», μεταλαμπαδεύοντας τις θεωρίες του και στους μαθητές του.
Συγκλονιστική είναι μία αναφορά του Βυζαντινού λογίου Θεμιστίου (4), γνωστού για τις μεταφράσεις ή παραφράσεις των έργων του Αριστοτέλους, ο οποίος μέσα στο έργο του «Παράφρασις εις το Α΄ Φυσικής Ακροάσεως», αποκαλύπτει διερωτώμενος πώς ο Πλάτων εκπαίδευε παιδιά μέσα στα υπόγεια των οικιών διάφορα παιδιά για να δοκιμάσει την αίσθηση που έχουν για τον χρόνο και την εν γένει συμπεριφοράς τους στον πέριξ χώρο! «ου γαρ δη και ταύτα συμπεριφέρεται τω παντί. ει δ’, ώσπερ αυτούς Πλάτων ποιεί, δεσμώτας τινάς εκ παίδων εν υπογείαι οικήσεσιν διαζώντας υποθοίμεθα, τούτοις πώς έστιν αίσθησις χρόνου οις ουκ έστν αίσθησις της περιφοράς του παντός;» (5)
Και όχι μόνον!…
Ο ίδιος συγγραφέας κάνει αναφορά και σε άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως για παράδειγμα, τον Δημόκριτο, που είχαν παρόμοιες μεταφυσικές αγωνίες!..
Συγκλονιστική είναι μία αναφορά του Βυζαντινού λογίου Θεμιστίου (4), γνωστού για τις μεταφράσεις ή παραφράσεις των έργων του Αριστοτέλους, ο οποίος μέσα στο έργο του «Παράφρασις εις το Α΄ Φυσικής Ακροάσεως», αποκαλύπτει διερωτώμενος πώς ο Πλάτων εκπαίδευε παιδιά μέσα στα υπόγεια των οικιών διάφορα παιδιά για να δοκιμάσει την αίσθηση που έχουν για τον χρόνο και την εν γένει συμπεριφοράς τους στον πέριξ χώρο! «ου γαρ δη και ταύτα συμπεριφέρεται τω παντί. ει δ’, ώσπερ αυτούς Πλάτων ποιεί, δεσμώτας τινάς εκ παίδων εν υπογείαι οικήσεσιν διαζώντας υποθοίμεθα, τούτοις πώς έστιν αίσθησις χρόνου οις ουκ έστν αίσθησις της περιφοράς του παντός;» (5)
Και όχι μόνον!…
Ο ίδιος συγγραφέας κάνει αναφορά και σε άλλους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως για παράδειγμα, τον Δημόκριτο, που είχαν παρόμοιες μεταφυσικές αγωνίες!..
ΤΟ «ΔΑΙΜΟΝΙΟΝ» ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΟΥΣ
Για το θέμα του μυστηριώδους «δαιμονίου» του Σωκράτους γράφουμε ειδικό κεφάλαιο μέσα στο βιβλίο μας υπό τον τίτλον: «Το δαιμόνιον του Σωκράτους και ο Χριστός».
Ωστόσο, για να έρθουμε στο θέμα μας, ίσως πολλοί διερωτηθούν πώς είναι δυνατόν να διαψεύσει ο Σωκράτης την κατηγορία ότι συζητά για πράγματα που βρίσκονται άνωθεν και κάτωθεν της γης («ζητών τά τε υπό γης και ουράνια»), την στιγμή κατά την οποίαν ο ίδιος ομολόγησε στο δικαστήριο και την πίστη του στον ένα θεό και, το κυριότερο, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι μέσα του έχει κάτι που τον αποτρέπει εις το να κάνει κάποια πράγματα:
«…Ίσως, λοιπόν, να σας φαίνεται παράξενο που, ενώ περιφέρομαι ανάμεσά σας, σας συμβουλεύω ιδιαιτέρως και ασχολούμαι με πολλά πράγματα, δεν τολμώ δημόσια να ανεβώ στο βήμα και μιλώντας στο λαό να συμβουλεύσω την πόλη. Και ο λόγος αυτού είναι εκείνο που πολλές φορές ήδη και σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι έχω μέσα μου κάτι θεϊκό και υπερφυσικό, μια φωνή, αυτό που έγραψε και στην καταγγελία του με κωμικό τρόπο ο Μέλητος.
Σ' εμένα, λοιπόν, αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουν παιδί, και μοιάζει με φωνή (=δαιμόνιον), η οποία, όποτε μιλά, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με παροτρύνει για τίποτε. Αυτή είναι που με εμποδίζει να ασχοληθώ με τα πολιτικά ζητήματα. Και μου φαίνεται ότι κάνει πολύ καλά που με εμποδίζει. Γιατί να το ξέρετε καλά, άνδρες Αθηναίοι, ότι, αν εγώ είχα προσπαθήσει από παλαιότερα να ασχοληθώ με τα πολιτικά ζητήματα, θα είχα αφανιστεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει ούτε και μένα τον ίδιο.» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 31c 2 – 31e 1)
O Σωκράτης θα θυμίσει για μία ακόμη φορά την θεϊκή φωνή που έχει μέσα του, το περίφημο «δαιμόνιον», δηλαδή, αφού, σε μία αποστροφή του λόγου θα πει:
«Το πρωί που έφυγα από το σπίτι δεν με εμπόδισε η θεϊκή φωνή, ούτε όταν ερχόμουν στο δικαστήριο ούτε κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου για κάτι που ετοιμαζόμουν να πω. Σε άλλες ομιλίες μου, ωστόσο, πολλές φορές με σταμάτησε ενώ μιλούσα. Τώρα, όμως, σε αυτή την υπόθεση δεν με εμπόδισε σε κανένα σημείο, ούτε σε κάποια πράξη ούτε σε κάποιο λόγο. Ποια, λοιπόν, πιστεύω ότι είναι η αιτία αυτού του πράγματος; Θα σας πω. Γιατί φαίνεται πως ό,τι μου συνέβη εδώ είναι για μένα καλό και δεν είναι όπως το νομίζουμε όσοι θεωρούμε ότι είναι κακό να πεθάνει κανείς…» ((Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 40a 8 – 40c 1)
Πάντα ταύτα μέσα από την αρχαία ελληνική γραμματεία, που με τόση επιμέλεια σκύβουν επάνω της όλοι σχεδόν οι σύγχρονοι Εκδότες (6) και οι διάφοροι μελετητές που αγαπούν την ελληνική σοφία των προγόνων μας…
Ωστόσο, για να έρθουμε στο θέμα μας, ίσως πολλοί διερωτηθούν πώς είναι δυνατόν να διαψεύσει ο Σωκράτης την κατηγορία ότι συζητά για πράγματα που βρίσκονται άνωθεν και κάτωθεν της γης («ζητών τά τε υπό γης και ουράνια»), την στιγμή κατά την οποίαν ο ίδιος ομολόγησε στο δικαστήριο και την πίστη του στον ένα θεό και, το κυριότερο, ο ίδιος παραδέχθηκε ότι μέσα του έχει κάτι που τον αποτρέπει εις το να κάνει κάποια πράγματα:
«…Ίσως, λοιπόν, να σας φαίνεται παράξενο που, ενώ περιφέρομαι ανάμεσά σας, σας συμβουλεύω ιδιαιτέρως και ασχολούμαι με πολλά πράγματα, δεν τολμώ δημόσια να ανεβώ στο βήμα και μιλώντας στο λαό να συμβουλεύσω την πόλη. Και ο λόγος αυτού είναι εκείνο που πολλές φορές ήδη και σε πολλά μέρη με έχετε ακούσει να λέω, ότι έχω μέσα μου κάτι θεϊκό και υπερφυσικό, μια φωνή, αυτό που έγραψε και στην καταγγελία του με κωμικό τρόπο ο Μέλητος.
Σ' εμένα, λοιπόν, αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουν παιδί, και μοιάζει με φωνή (=δαιμόνιον), η οποία, όποτε μιλά, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δεν με παροτρύνει για τίποτε. Αυτή είναι που με εμποδίζει να ασχοληθώ με τα πολιτικά ζητήματα. Και μου φαίνεται ότι κάνει πολύ καλά που με εμποδίζει. Γιατί να το ξέρετε καλά, άνδρες Αθηναίοι, ότι, αν εγώ είχα προσπαθήσει από παλαιότερα να ασχοληθώ με τα πολιτικά ζητήματα, θα είχα αφανιστεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει ούτε και μένα τον ίδιο.» (Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 31c 2 – 31e 1)
O Σωκράτης θα θυμίσει για μία ακόμη φορά την θεϊκή φωνή που έχει μέσα του, το περίφημο «δαιμόνιον», δηλαδή, αφού, σε μία αποστροφή του λόγου θα πει:
«Το πρωί που έφυγα από το σπίτι δεν με εμπόδισε η θεϊκή φωνή, ούτε όταν ερχόμουν στο δικαστήριο ούτε κατά τη διάρκεια της ομιλίας μου για κάτι που ετοιμαζόμουν να πω. Σε άλλες ομιλίες μου, ωστόσο, πολλές φορές με σταμάτησε ενώ μιλούσα. Τώρα, όμως, σε αυτή την υπόθεση δεν με εμπόδισε σε κανένα σημείο, ούτε σε κάποια πράξη ούτε σε κάποιο λόγο. Ποια, λοιπόν, πιστεύω ότι είναι η αιτία αυτού του πράγματος; Θα σας πω. Γιατί φαίνεται πως ό,τι μου συνέβη εδώ είναι για μένα καλό και δεν είναι όπως το νομίζουμε όσοι θεωρούμε ότι είναι κακό να πεθάνει κανείς…» ((Πλάτωνος, Απολογία Σωκράτους 40a 8 – 40c 1)
Πάντα ταύτα μέσα από την αρχαία ελληνική γραμματεία, που με τόση επιμέλεια σκύβουν επάνω της όλοι σχεδόν οι σύγχρονοι Εκδότες (6) και οι διάφοροι μελετητές που αγαπούν την ελληνική σοφία των προγόνων μας…
Ο ζυγός της Δικαιοσύνης.
ΤΙ ΛΕΕΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΜΑΣ
Μέσα στον εκκλησιαστικό χώρο κυριαρχεί ο όρος «τελώνια», κακοποιά υπερφυσικά όντα δηλαδή, που ο λαός μας αποκαλεί «δαιμόνια». Σύμφωνα με όσα λέει ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος μέσα στο βιβλίο του «Η μετά θάνατον ζωή» (7), περιγράφει με έναν πολύ γλαφυρό τρόπο τα όσα πρεσβεύει η Εκκλησία μας γι’ αυτά. Ας παρακολουθήσουμε με αρκετή προσοχή τις σκέψεις του:
«Όταν ο άνθρωπος προσεγγίσει τον θάνατο, βιώνει μία νέα πραγματικότητα και κατάσταση, η οποία όλον τον άλλο καιρό του είναι άγνωστη. Κατά την ώρα του θανάτου, το μεν σώμα κυκλώνουν οι συγγενείς, την δε ψυχή μας, την κυκλώνουν Άγγελοι και Δαίμονες.
Στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, ο Κύριος μας πληροφόρησε ότι όταν πέθανε ο Λάζαρος, την ψυχή του την πήραν οι Άγγελοι και την πήγαν στους κόλπους του Αβραάμ. Αντιθέτως, σε μία άλλη παραβολή του άφρονος πλουσίου, ο Κύριος απευθυνόμενος στον άφρονα του είπε: «άφρον ταύτη τη νυκτί την ψυχή σου απαιτούσιν από σου» (8). Για ποιόν τα ετοιμάζεις όλα αυτά; Ποιοί είναι αυτοί που θα απαιτούν την ψυχή ενός αμαρτωλού; Θα είναι ασφαλώς οι πονηροί δαίμονες. Όπως των εναρέτων ανθρώπων την ψυχή παραλαμβάνουν φωτεινοί Άγγελοι, έτσι των αμαρτωλών την ψυχή διεκδικούν οι δαίμονες.
Στη διήγηση περί του Όσίου Σισώη, ενός από τους μεγάλους ασκητές της ερήμου, αναφέρεται ότι πεθαίνοντας ο Όσιος έβλεπε Αγγέλους κι έλεγε ώστε ν' ακούν αυτοί που ήταν γύρω του. «Τους παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμα».
Το πρώτο, λοιπόν, που έχουμε να πούμε είναι ότι όταν πρόκειται να βγει η ψυχή του ανθρώπου, δίπλα του παρίστανται αγαθοί άγγελοι και πονηροί δαίμονες. Εκεί, λοιπό, γίνεται μία πρώτη κρίση ως προς τό ποία πνεύματα, τα αγαθοποιά ή τα πονηρά πνεύματα, θα παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Τα μεν αγαθά πνεύματα είναι oι Άγγελοι, τα δε πονηρά ονομάζονται τελώνια.
Η ονομασία των τελωνίων οφείλεται στον αρχαίο Εκκλησιαστικό συγγραφέα Ωριγένη. Όμως, ο Ωριγένης δε μίλησε αυθαίρετα περί των τελωνίων. Ήδη ο Απ. Παύλος, στην προς Έφεσίους επιστολήν του ομιλεί για τα εναέρια πνεύματα που διεκδικούν την ψυχή από τους Αγγέλους.
«Όταν ο άνθρωπος προσεγγίσει τον θάνατο, βιώνει μία νέα πραγματικότητα και κατάσταση, η οποία όλον τον άλλο καιρό του είναι άγνωστη. Κατά την ώρα του θανάτου, το μεν σώμα κυκλώνουν οι συγγενείς, την δε ψυχή μας, την κυκλώνουν Άγγελοι και Δαίμονες.
Στην παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, ο Κύριος μας πληροφόρησε ότι όταν πέθανε ο Λάζαρος, την ψυχή του την πήραν οι Άγγελοι και την πήγαν στους κόλπους του Αβραάμ. Αντιθέτως, σε μία άλλη παραβολή του άφρονος πλουσίου, ο Κύριος απευθυνόμενος στον άφρονα του είπε: «άφρον ταύτη τη νυκτί την ψυχή σου απαιτούσιν από σου» (8). Για ποιόν τα ετοιμάζεις όλα αυτά; Ποιοί είναι αυτοί που θα απαιτούν την ψυχή ενός αμαρτωλού; Θα είναι ασφαλώς οι πονηροί δαίμονες. Όπως των εναρέτων ανθρώπων την ψυχή παραλαμβάνουν φωτεινοί Άγγελοι, έτσι των αμαρτωλών την ψυχή διεκδικούν οι δαίμονες.
Στη διήγηση περί του Όσίου Σισώη, ενός από τους μεγάλους ασκητές της ερήμου, αναφέρεται ότι πεθαίνοντας ο Όσιος έβλεπε Αγγέλους κι έλεγε ώστε ν' ακούν αυτοί που ήταν γύρω του. «Τους παρακαλώ να με αφήσουν για να μετανοήσω λίγο ακόμα».
Το πρώτο, λοιπόν, που έχουμε να πούμε είναι ότι όταν πρόκειται να βγει η ψυχή του ανθρώπου, δίπλα του παρίστανται αγαθοί άγγελοι και πονηροί δαίμονες. Εκεί, λοιπό, γίνεται μία πρώτη κρίση ως προς τό ποία πνεύματα, τα αγαθοποιά ή τα πονηρά πνεύματα, θα παραλάβουν την ψυχή του ανθρώπου. Τα μεν αγαθά πνεύματα είναι oι Άγγελοι, τα δε πονηρά ονομάζονται τελώνια.
Η ονομασία των τελωνίων οφείλεται στον αρχαίο Εκκλησιαστικό συγγραφέα Ωριγένη. Όμως, ο Ωριγένης δε μίλησε αυθαίρετα περί των τελωνίων. Ήδη ο Απ. Παύλος, στην προς Έφεσίους επιστολήν του ομιλεί για τα εναέρια πνεύματα που διεκδικούν την ψυχή από τους Αγγέλους.
Oι Πατέρες της Εκκλησίας περί τελωνίων
Περί του ότι παρίστανται γύρω από την κλίνη του θανάτου. Άγγελοι και Δαίμονες μας πληροφορεί ένα πλήθος Πατέρων της Εκκλησίας μας.
Ο Εμέσης Θεόδωρος λέγει μεταξύ άλλων: «Tις αμετανόητες ψυχές παραλαμβάνουν οι Δαίμονες». Ο Θεόγνωστος γράφει: «Οι ψυχές των δικαίων διασχίζουν τον αέρα ανενόχλητες από τα πνεύματα της πονηρίας».
Η δε Εκκλησία μας, μας προτρέπει και μας διδάσκει να προσευχώμεθα και να λέμε «Ας μην ιδεί η ψυχή μου την ζοφερή και σκοτεινή όψη των δαιμόνων, αλλά ας παραλάβουν αυτήν Άγγελοι φαιδροί και φωτεινοί». Είναι μία προσευχή που βάζει στο στόμα μας η σοφή μητέρα μας η Εκκλησία, ώστε εκείνη τη φοβερή ώρα του θανάτου, να μην ιδεί η ψυχή μας τη ζοφερή όψη των δαιμόνων.
Κατά τον Άγιο Κύριλλο, Επίσκοπο Αλεξανδρείας, τα τελώνια είναι δέκα. Τα πρώτα πέντε είναι: το τελώνιο της καταλαλιάς, των ομμάτων, της ακοής, της οσφρήσεως και το τελώνιο της αφής. Δηλαδή, ένα τελώνιο για κάθε μία από τις αισθήσεις. Και τούτο διότι μέσω των αισθήσεων εισέρχονται οι αμαρτίες. Τα υπόλοιπα πέντε τελώνια αναφέρονται σε πνευματικά αμαρτήματα και όχι σε σαρκικά. Αυτά τα τελώνια είναι του φθόνου, του ζήλου, της κενοδοξίας, της υπερηφάνειας και της οργής.
Oι Πατέρες της Εκκλησίας μπορεί να μην ονομάζουν όλους τους δαίμονες τελώνια, χρησιμοποιούν, όμως, άλλες εκφράσεις για να πουν τα ϊδια πράγματα Ο Μέγας Βασίλειος περιγράφει τους δαίμονες γεμάτους απειλητικές διαθέσεις για τον άνθρωπο. Ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής ονομάζει τους πονηρούς δαίμονες σκοτεινές παρατάξεις και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «ταρτάριους άρχοντες», άρχοντες, δηλαδή, του Ταρτάρου.
Στη διήγηση περί του Μεγάλου Αντωνίου αναφέρεται ότι ο Άγιος είδε «έναν υψηλό, δύσμορφο και φοβερό άνθρωπο να στέκεται όρθιος και να φτάνει μέχρι των νεφελών του ουρανού. Εμπόδιζε μερικούς να ανεβαίνουν, ενώ άλλοι τον προσπερνούσαν αδιάφοροι γι' αυτούς έτριζε τα δόντια. Ήταν ο διάβολος». Η περιγραφή αυτή είναι του δαίμονος, ο οποίος, όταν βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου, βρίσκεται κοντά και την διεκδικεί. Αν, όμως, ο άνθρωπος είναι δίκαιος κι ευσεβής φεύγει χωρίς την ενόχληση των πονηρών δαιμόνων.
Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει ότι αν ο αποθνήσκων είναι αμετανόητος, έρχονται χοροί δαιμόνων και δυνάμεις σκότους παραλαμβάνουν την ψυχή και την κρατούν στο μέρος τους. Ενώ τους δικαίους, συμπληρώνει ο ίδιος Άγιος, τους παραλαμβάνουν οι Άγιοι Άγγελοι του Θεού…» (9)
Ο Εμέσης Θεόδωρος λέγει μεταξύ άλλων: «Tις αμετανόητες ψυχές παραλαμβάνουν οι Δαίμονες». Ο Θεόγνωστος γράφει: «Οι ψυχές των δικαίων διασχίζουν τον αέρα ανενόχλητες από τα πνεύματα της πονηρίας».
Η δε Εκκλησία μας, μας προτρέπει και μας διδάσκει να προσευχώμεθα και να λέμε «Ας μην ιδεί η ψυχή μου την ζοφερή και σκοτεινή όψη των δαιμόνων, αλλά ας παραλάβουν αυτήν Άγγελοι φαιδροί και φωτεινοί». Είναι μία προσευχή που βάζει στο στόμα μας η σοφή μητέρα μας η Εκκλησία, ώστε εκείνη τη φοβερή ώρα του θανάτου, να μην ιδεί η ψυχή μας τη ζοφερή όψη των δαιμόνων.
Κατά τον Άγιο Κύριλλο, Επίσκοπο Αλεξανδρείας, τα τελώνια είναι δέκα. Τα πρώτα πέντε είναι: το τελώνιο της καταλαλιάς, των ομμάτων, της ακοής, της οσφρήσεως και το τελώνιο της αφής. Δηλαδή, ένα τελώνιο για κάθε μία από τις αισθήσεις. Και τούτο διότι μέσω των αισθήσεων εισέρχονται οι αμαρτίες. Τα υπόλοιπα πέντε τελώνια αναφέρονται σε πνευματικά αμαρτήματα και όχι σε σαρκικά. Αυτά τα τελώνια είναι του φθόνου, του ζήλου, της κενοδοξίας, της υπερηφάνειας και της οργής.
Oι Πατέρες της Εκκλησίας μπορεί να μην ονομάζουν όλους τους δαίμονες τελώνια, χρησιμοποιούν, όμως, άλλες εκφράσεις για να πουν τα ϊδια πράγματα Ο Μέγας Βασίλειος περιγράφει τους δαίμονες γεμάτους απειλητικές διαθέσεις για τον άνθρωπο. Ο Άγιος Διάδοχος Φωτικής ονομάζει τους πονηρούς δαίμονες σκοτεινές παρατάξεις και ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος «ταρτάριους άρχοντες», άρχοντες, δηλαδή, του Ταρτάρου.
Στη διήγηση περί του Μεγάλου Αντωνίου αναφέρεται ότι ο Άγιος είδε «έναν υψηλό, δύσμορφο και φοβερό άνθρωπο να στέκεται όρθιος και να φτάνει μέχρι των νεφελών του ουρανού. Εμπόδιζε μερικούς να ανεβαίνουν, ενώ άλλοι τον προσπερνούσαν αδιάφοροι γι' αυτούς έτριζε τα δόντια. Ήταν ο διάβολος». Η περιγραφή αυτή είναι του δαίμονος, ο οποίος, όταν βγαίνει η ψυχή του ανθρώπου, βρίσκεται κοντά και την διεκδικεί. Αν, όμως, ο άνθρωπος είναι δίκαιος κι ευσεβής φεύγει χωρίς την ενόχληση των πονηρών δαιμόνων.
Ο Όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος λέγει ότι αν ο αποθνήσκων είναι αμετανόητος, έρχονται χοροί δαιμόνων και δυνάμεις σκότους παραλαμβάνουν την ψυχή και την κρατούν στο μέρος τους. Ενώ τους δικαίους, συμπληρώνει ο ίδιος Άγιος, τους παραλαμβάνουν οι Άγιοι Άγγελοι του Θεού…» (9)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
1) Βλέπε: PIERRE GRIMAL: «Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας», Eκδόσεις: University Studio Press.
2) Όμ., Ε 395 κ.ε., Ι 569 κ.ε., Ο 187 κ.ε., Υ 61 κ.ε. Oμ. ύμν. στη Δημ. Ησ., θεογ. 311, 455, 768, 774, 850 / Έρ¬γα 153. Αισχ., Ευμ. 269 κ.ε. Σχόλ. στον "Oμ., Ο 188. Ευστ., Παρεκβ. 613, 24. Απολλόδ., Βιβλ. 1, 1, 5. 1, 2, 1. 1, 5, 1 κ.ε., 1, 5, 3 κ.ε. Διόδ. Σικ. 5, 4, 1-3. 5, 68, 2. Κικ., In Verr. 2, 4, 48. Οβίδ., Fasti 4, 419 κ.ε. / Μετ. 5, 346 κ.ε. Υγίν., Fab. 79 και 146. Στράβ. 3, 2, 9, σ. 147. Πρβ. Πλατ., Κραχ. 403 a. Βλ. J. Roeger Άιδος κυνέη..., Graz, 1924.
3) «Ελληνική Μυθολογία»,Τόμος 2, Εκδοτική Αθηνών.
4) Θεμίστιος (Παφλαγονία 317; – Κωνσταντινούπολη 388). Βυζαντινός φιλόσοφος και ρήτορας. Δίδαξε φιλοσοφία και ρητορική στην Κωνσταντινούπολη για σαράντα χρόνια, διετέλεσε παιδαγωγός και πολιτικός σύμβουλος αυτοκρατόρων (Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού, Βαλέντιου, Θεοδοσίου), μετέφρασε ή παράφρασε έργα του Αριστοτέλη, ενώ στους λόγους του (34, από τους οποίους οι 31 σώζονται ολόκληροι) περιέχονται σημαντικά ιστορικά στοιχεία. Προσπάθησε να συμβιβάσει τη μεγάλη σύγκρουση της εποχής του μεταξύ χριστιανισμού και ειδωλολατρίας και γι’ αυτό, αν και εθνικός, διατηρούσε ειρηνιστική θέση και διακρίθηκε για την ανεξιθρησκία του.
5) Themistius: In Aristotelis physica paraphrases, Volume 5,2 page 142 line 28.
6) Πλάτωνα, Απολογία Σωκράτους, Εκδόσεις Peagostini.
7) Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος: «Η μετά θάνατον ζωή», Εκδόσεις Χρυσοπηγή, Αθήνα 2004, σελίς 127.
8) Λουκ. 12, 20
9) Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος: «Η μετά θάνατον ζωή», Εκδόσεις Χρυσοπηγή, Αθήνα 2004, σελίς 127.
2) Όμ., Ε 395 κ.ε., Ι 569 κ.ε., Ο 187 κ.ε., Υ 61 κ.ε. Oμ. ύμν. στη Δημ. Ησ., θεογ. 311, 455, 768, 774, 850 / Έρ¬γα 153. Αισχ., Ευμ. 269 κ.ε. Σχόλ. στον "Oμ., Ο 188. Ευστ., Παρεκβ. 613, 24. Απολλόδ., Βιβλ. 1, 1, 5. 1, 2, 1. 1, 5, 1 κ.ε., 1, 5, 3 κ.ε. Διόδ. Σικ. 5, 4, 1-3. 5, 68, 2. Κικ., In Verr. 2, 4, 48. Οβίδ., Fasti 4, 419 κ.ε. / Μετ. 5, 346 κ.ε. Υγίν., Fab. 79 και 146. Στράβ. 3, 2, 9, σ. 147. Πρβ. Πλατ., Κραχ. 403 a. Βλ. J. Roeger Άιδος κυνέη..., Graz, 1924.
3) «Ελληνική Μυθολογία»,Τόμος 2, Εκδοτική Αθηνών.
4) Θεμίστιος (Παφλαγονία 317; – Κωνσταντινούπολη 388). Βυζαντινός φιλόσοφος και ρήτορας. Δίδαξε φιλοσοφία και ρητορική στην Κωνσταντινούπολη για σαράντα χρόνια, διετέλεσε παιδαγωγός και πολιτικός σύμβουλος αυτοκρατόρων (Κωνσταντίου, Ιουλιανού, Ιοβιανού, Βαλέντιου, Θεοδοσίου), μετέφρασε ή παράφρασε έργα του Αριστοτέλη, ενώ στους λόγους του (34, από τους οποίους οι 31 σώζονται ολόκληροι) περιέχονται σημαντικά ιστορικά στοιχεία. Προσπάθησε να συμβιβάσει τη μεγάλη σύγκρουση της εποχής του μεταξύ χριστιανισμού και ειδωλολατρίας και γι’ αυτό, αν και εθνικός, διατηρούσε ειρηνιστική θέση και διακρίθηκε για την ανεξιθρησκία του.
5) Themistius: In Aristotelis physica paraphrases, Volume 5,2 page 142 line 28.
6) Πλάτωνα, Απολογία Σωκράτους, Εκδόσεις Peagostini.
7) Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος: «Η μετά θάνατον ζωή», Εκδόσεις Χρυσοπηγή, Αθήνα 2004, σελίς 127.
8) Λουκ. 12, 20
9) Χριστοδούλου, Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος: «Η μετά θάνατον ζωή», Εκδόσεις Χρυσοπηγή, Αθήνα 2004, σελίς 127.
ΥΓ. Περισσότερα μπορεί να διαβάσει κανείς στο βιβλίο μας: "Ώρα Απιέναι: Ιησούς και Σωκράτης".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου